ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας αναφέρθηκε στα οφέλη που αποκόμισε η Ελλάδα από την υιοθέτηση του ευρώ τη Δευτέρα , σε εκδήλωση με αφορμή τη συμπλήρωση 25 χρόνων από την ένταξη της χώρας μας στην ευρωζώνη.
Ο Γιάννης Στουρνάρας μίλησε για ιστορικό επίτευγμα, καθώς οι συνθήκες για την ελληνική οικονομία μόνο ευοίωνες δεν ήταν, αφού υφίστατο μεγάλη -η μεγαλύτερη από όλα τα άλλα υποψήφια κράτη-μέλη- απόσταση από τα μεγέθη αναφοράς των αντίστοιχων κριτηρίων σύγκλισης της Συνθήκης του Μάαστριχτ.
Παράλληλα, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα οφείλουμε να ανακαλέσουμε την εικόνα που είχαμε τότε για τον πληθωρισμό, το έλλειμμα του δημόσιου τομέα, το δημόσιο χρέος, τα επιτόκια και τη συναλλαγματική ισοτιμία (δηλαδή την ένταξη της δραχμής στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος).
Από την άλλη, η Ελλάδα είχε να αντιμετωπίσει τη δυσπιστία των εταίρων της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση λόγω των αρνητικών επιδόσεών της στην οικονομική πολιτική από το τέλος της δεκαετίας του 1970 μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980.
Όπως υπογράμμισε ο κ. Στουρνάρας, η ελληνική οικονομία πέτυχε την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ με την ικανοποίηση και των πέντε κριτηρίων σύγκλισης.
Ολόκληρη η ομιλία του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννη Στουρνάρα:
«25 χρόνια μετά: Τα οκτώ βασικά ορόσημα της πορείας και τα μαθήματα από την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του Ευρώ»
Την περίοδο 1974-1994 η Ελλάδα γνώρισε υψηλότερους ρυθμούς πληθωρισμού και χαμηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης απ’ ό,τι οι υπόλοιπες χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, την περίοδο αυτή ο πολιτικοδημοσιονομικός κύκλος ήταν υπεύθυνος για τις συχνές ανατροπές της οικονομικής πολιτικής, ιδιαίτερα των δημοσιονομικών σταθεροποιητικών προγραμμάτων.
Η δεκαετία του 1990 δεν ήταν «γραμμική». Παρά το γεγονός ότι σημειώθηκαν σημαντικά βήματα προόδου (ασφαλιστικό, σταθεροποίηση κλπ), κυρίως από τα μέσα του 1990 έως το α’ εξάμηνο του 1993 από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, το β’ εξάμηνο του 1993 έδρασε και πάλι ο πολιτικοδημοσιονομικός κύκλος. Το τότε Πρόγραμμα Σύγκλισης έπεσε έξω, αφού το έλλειμμα του 1993 κατέληξε διπλάσιο από το προϋπολογισμένο (“de railed”- εκτροχιάστηκε ήταν η λέξη που χρησιμοποιήθηκε τότε σε σχετικό έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για να χαρακτηρίσει το αποτέλεσμα αυτού του Προγράμματος).
Η Ελλάδα πέτυχε να γίνει πλήρες μέλος της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, κυρίως διότι δεν ανετράπη η οικονομική πολιτική που σχεδιάστηκε μετά τις εκλογές στο τέλος του 1993, από την Κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, πολιτική η οποία εφαρμόστηκε, με πολύ σημαντικές βελτιώσεις μετά, από την Κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη τα εκλογικά έτη 1981, 1985, 1989, 1990, 1993. Υπήρξε δηλαδή συνέχεια, συνέπεια και σταθερότητα παρά τις αμφισβητήσεις και τις πιέσεις. Αλλά και επειδή το ακολουθούμενο πρόγραμμα κέρδισε την κοινωνική αποδοχή και τη συναίνεση, θέτοντας ρεαλιστικούς στόχους, επιτυγχάνοντας παράλληλα με την ονομαστική σύγκλιση και μικρά βήματα προ την πραγματική σύγκλιση (προσέγγιση του κατά κεφαλή ΑΕΠ), επιτρέποντας αυξήσεις των πραγματικών μισθών και των κοινωνικών δαπανών.
Η ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του Eυρώ ήταν το αποτέλεσμα μιας επίπονης και πολυετούς προσπάθειας του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης και της Τράπεζας της Ελλάδος. Στην πορεία παρουσιάστηκαν και αντιμετωπίστηκαν με επιτυχία πολλά εμπόδια και δυσκολίες τα οποία κάλλιστα θα μπορούσαν να είχαν εκτροχιάσει την Ελλάδα από την πορεία ένταξης στο ευρώ. Αυτός ο κίνδυνος αποφεύχθηκε για τους λόγους που αναλύονται εδώ με τη βοήθεια οκτώ οροσήμων που καθόρισαν την πορεία ένταξης.
Η συναλλαγματική κρίση του 1994
Η εκπόνηση του «Αναθεωρημένου Προγράμματος Σύγκλισης», που αποτέλεσε, μαζί με τις επιβαλλόμενες από το Συμβούλιο (ECOFIN) επικαιροποιήσεις του σε τακτά και προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα, τον «οδηγό» της οικονομικής πολιτικής τα επόμενα χρόνια, ανατέθηκε από τον νεοδιορισθέντα μετά το θάνατό του αείμνηστου Γιώργου Γεννηματά, Υπουργό Εθνικής Οικονομίας Γιάννο Παπαντωνίου στο Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων την άνοιξη του 1994.
Την ίδια περίοδο η Ελλάδα είχε τη συμβατική υποχρέωση να προχωρήσει στην πλήρη απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων. Από ορισμένους κύκλους είχε ήδη αρχίσει να διαδίδεται η φήμη ότι η κυβέρνηση θα προχωρούσε σε δραστική υποτίμηση της δραχμής παράλληλα με την απόφαση της πλήρους απελευθέρωσης της κίνησης κεφαλαίων, ενώ διεθνείς οργανισμοί, αναλυτές και ο διεθνής οικονομικός Τύπος κυριολεκτικά ανταγωνίζονταν για το ποιος θα γράψει τη χειρότερη έκθεση για την ελληνική οικονομία. Στελέχη ορισμένων, ξένων ιδιαίτερα, τραπεζών μιλούσαν ανοιχτά για υποτίμηση και συμβούλευαν τους πελάτες τους να δανειστούν ξένο συνάλλαγμα. Μέσα στο κλίμα αυτό η πρώτη απόφαση του νέου οικονομικού επιτελείου ήταν «όχι υποτίμηση, και άμεση, χωρίς χρονοτριβή, απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων».
Πράγματι, την εποχή εκείνη μια υποτίμηση θα βελτίωνε μόνο παροδικά την ανταγωνιστικότητα, διότι θα «περνούσε» ταχύτατα σε αυξήσεις μισθών, λόγω της Αυτόματης Τιμαριθμικής Προσαρμογής μισθών που ίσχυε τότε, ο ήδη υψηλός πληθωρισμός θα επιταχυνόταν και θα τροφοδοτούσε ένα νέο κύκλο πληθωριστικών πιέσεων, με εντόνως αρνητικά αποτελέσματα. Παράλληλα, αποφασίστηκε η δημιουργία ενός άτυπου συντονιστικού οργάνου μεταξύ του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης, της Τράπεζας της Ελλάδος και αρκετών εμπορικών τραπεζών, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι πιέσεις στην αγορά συναλλάγματος.
Η αποφασιστικότητα στην πολιτική που επελέγη, ο συντονισμός που επιτεύχθηκε μεταξύ κυβέρνησης, Τράπεζας της Ελλάδος και εμπορικών τραπεζών, η συνεχής ενημέρωση των θεσμικών επενδυτών, των ξένων οργανισμών, του Τύπου, ελληνικού και διεθνούς, για τον καθαρά κερδοσκοπικό χαρακτήρα των πιέσεων και για τις έντονα αρνητικές επιπτώσεις μιας υποτίμησης, καθώς και για τις πρώτες ενδείξεις βελτιώσεις ορισμένων οικονομικών δεικτών, άρχισαν να αποδίδουν καρπούς. Το ευρύ κοινό δεν πανικοβλήθηκε και κράτησε τα δραχμικά περιουσιακά του στοιχεία ενώ όσοι δανείστηκαν ξένο συνάλλαγμα έχασαν σημαντικά ποσά. Σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα αποκαταστάθηκε κλίμα εμπιστοσύνης, τα επιτόκια άρχισαν να μειώνονται από τα επίπεδα που είχαν φτάσει μετά τις επιτυχείς παρεμβάσεις της Τράπεζας της Ελλάδας, ενώ, παράλληλα, άρχισε η επανεισροή ξένων κεφαλαίων.
Η πρώτη, και σημαντικότερη όπως αποδείχθηκε, μάχη της οικονομικής πολιτικής είχε κερδηθεί. Μια μάχη που δεν ήταν εύκολη: Εν μέσω κρίσης, διεθνείς οργανισμοί αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας «υποβίβασαν» την ελληνική οικονομία, ενώ και η στάση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ήταν μάλλον αμφίσημη.
Η έγκριση του Αναθεωρημένου Προγράμματος Σύγκλισης και η αλλαγή της εικόνας της ελληνικής οικονομίας στο εξωτερικό
Όπως ήδη αναφέρθηκε, κατά τη διάρκεια της συναλλαγματικής κρίσης, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας ζήτησε από το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων την εκπόνηση Αναθεωρημένου Προγράμματος Σύγκλισης. Μετά τη σημαντική απόκλιση που παρουσίασε το Πρόγραμμα Σύγκλισης του 1993, ιδιαίτερα στους δημοσιονομικούς στόχους, τόσο η νέα ελληνική κυβέρνηση όσο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήθελαν την εκπόνηση ενός νέου, αναθεωρημένου προγράμματος.
Λόγω της σοβαρής συναλλαγματικής κρίσης, του ύψους των διατραπεζικών επιτοκίων, και των δυσμενών εκθέσεων των διεθνών οργανισμών, ο οποίοι «βομβάρδιζαν» κυριολεκτικά το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης με προειδοποιήσεις περί επερχόμενης χρεωκοπίας, το Συμβούλιο των Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων συνάντησε μεγάλη δυσκολία όσον αφορά τις υποθέσεις για τα επιτόκια και τη συναλλαγματική ισοτιμία.
Η θέση που τελικά υιοθετήθηκε, μετά από διαβουλεύσεις του οικονομικού επιτελείου με την Τράπεζα της Ελλάδος, συνοψίστηκε στην υπόθεση ότι η συναλλαγματική ισοτιμία δεν θα επηρεαζόταν. Αν η θέση αυτή δεν επαληθευόταν θα υπήρχε πού μεγάλος κίνδυνος ανατροπής του προγράμματος. Κρίθηκε όμως τότε ότι, τόσο τεχνοκρατικά όσο και πολιτικά, δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά.
Το Αναθεωρημένο Πρόγραμμα Σύγκλισης υποβλήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Ιούλιο του 1994. Το έτος βάσης του, το 1994, περιείχε εκτιμήσεις για το δημοσιονομικό έλλειμμα (13% του ΑΕΠ) που διέφεραν σημαντικά από τις αντίστοιχες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του Μαΐου του 1994, οι οποίες ανέβαζαν το δημοσιονομικό έλλειμα στο 18% του ΑΕΠ.
Η αρχική υποδοχή του Προγράμματος από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν ήταν θετική. Παρά την επίσκεψη αντιπροσωπείας από τα Υπουργεία Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών στις Βρυξέλλες στο τέλος Ιουλίου του 1994, η οποία παρουσίασε τα τελευταία ενθαρρυντικά δημοσιονομικά στοιχεία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αυτά δεν ελήφθησαν ουσιαστικά υπόψη στην εισηγητική έκθεση που στάλθηκε στη Νομισματική Επιτροπή στο τέλος Αυγούστου.
Η συζήτηση στη Νομισματική Επιτροπή το Σεπτέμβριο του 1994 για το Αναθεωρημένο Πρόγραμμα Σύγκλισης ήταν πολύ έντονη. Οι Έλληνες αντιπρόσωποι αντιμετώπισαν ομαδικά πυρά. Χρειάστηκαν τεράστιες προσπάθειες, υποβολή νέων στοιχείων και ατέλειωτες ώρες επιχειρημάτων, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η εισήγηση της Νομισματικής Επιτροπής στο ECOFIN θα ήταν κάπως ισορροπημένη. Η εξήγηση αυτής της συμπεριφοράς και στάσης των εταίρων μας οφειλόταν στις συχνές ανατροπές της οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα, που οδήγησαν σε συγκριτικά άσχημες επιδόσεις στον τομέα της οικονομίας για όλη σχεδόν την περίοδο της μεταπολίτευσης.
Έως τη σύγκλιση του επίσημου ECOFIN το Νοέμβριο του 1994, στο οποίο θα αποφασιζόταν η έγκριση ή απόρριψη του Αναθεωρημένου Προγράμματος Σύγκλισης, μεσολάβησαν δύο άτυπες αλλά σημαντικές συναντήσεις.
Η πρώτη, τον Ιούλιο του 1994, στην Ουάσιγκτον στο πλαίσιο του Συνεδρίου για τα πενήντα χρόνια από τη δημιουργία του Bretton-Woods, μεταξύ του υπουργού Εθνικής Οικονομίας Γιάννου Παπαντωνίου, και του Γενικού Διευθυντή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) Michel Camdessus. Από τη συνάντηση αυτή προέκυψε ότι είχαν γίνει εκτεταμένες συζητήσεις μεταξύ ΔΝΤ και Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την προοπτική ένταξης της Ελλάδας σε ένα πιλοτικό πρόγραμμα παρακολούθησης της ελληνικής οικονομίας από το ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε περίπτωση που θα υπήρχε περαιτέρω επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης. Ο Έλληνας υπουργός απέρριψε αυτή τη διαδικασία, αφενός διότι στερείτο θεσμικής βάσης και αφετέρου για λόγους ουσίας.
Η δεύτερη συνάντηση έγινε αμέσως μετά τη συνάντηση της Νομισματικής Επιτροπής το Σεπτέμβριο, στο πλαίσιο του άτυπου ECOFIN στη Γερμανία, η οποία είχε την Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εκεί, ο Έλληνας υπουργός Εθνικής Οικονομίας μίλησε εκτενώς στο άτυπο Συμβούλιο για την επιτυχή αντιμετώπιση της συναλλαγματικής κρίσης και για την απαρχή της ανάκαμψης των φορολογικών εσόδων.
Στο περιθώριο της Συνόδου, συναντήθηκε με τον Πρόεδρο του Συμβουλίου, το Γερμανό υπουργό Οικονομικών Theo Waigel, από τον οποίο ζήτησε τη θετική εισήγηση της γερμανικής Προεδρίας για το Αναθεωρημένο Πρόγραμμα Σύγκλισης στο επόμενο, επίσημο ECOFIN. Μετά από πολύωρη συζήτηση, στην οποία συμμετείχαν και οι επιτελείς των δύο υπουργών, η θετική γνώμη του Theo Waigel είχε εξασφαλιστεί. Αυτή ήταν ίσως η σημαντικότερη στιγμή για την τύχη του Προγράμματος.
Στο επόμενο επίσημο ECOFIN, το Νοέμβριο του 1994, συζητήθηκε πράγματι το Αναθεωρημένο Πρόγραμμα Σύγκλισης. Ασκήθηκε και πάλι κριτική, η οποία κυρίως βασίστηκε στην αποτυχία του προηγούμενου Προγράμματος, του 1993, λίγους μήνες μετά την έγκρισή του. Αλλά η εισήγηση που παρουσίασε η Γερμανική Προεδρία ήταν όντως θετική. Επί της εισήγησης δεν υπήρξαν πολλές διαφωνίες. Μετά από πολύωρες διαπραγματεύσεις άλλαξαν μόνο δύο φράσεις, μάλλον ανούσιες, σε σχέση με το αρχικό κείμενο της Γερμανικής Προεδρίας.
Από τη στιγμή αυτή και μετά, άρχισε να βελτιώνεται αργά αλλά σταθερά η εικόνα της ελληνικής οικονομίας. Τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια πράγματι αποκλιμακώθηκαν όπως είχε προβλεφθεί, από 24,5% το 1994 σε 16,4% το 1995, ο στόχος του δημοσιονομικού ελλείματος επιτεύχθηκε και μάλιστα το αποτέλεσμα ήταν καλύτερο του στόχου, ο πληθωρισμός αποκλιμακώθηκε, ο ρυθμός ανάπτυξης επιταχύνθηκε πολύ περισσότερο από το στόχο που είχε τεθεί. Σε συνδυασμό πάντα με τη συνέχιση της βελτίωσης των οικονομικών δεικτών και τη σταδιακή αποκατάσταση κλίματος εμπιστοσύνης, οι αναφορές για την ελληνική οικονομία βελτιώνονταν όλο και περισσότερο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο κείμενο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που διανεμήθηκε προς συζήτηση στο ECOFIN την 11η Ιουλίου 1995, στο πλαίσιο της διαδικασίας των υπερβολικών ελλειμάτων, δηλαδή σε λιγότερο από ένα χρόνο από τότε που υποβλήθηκε η γνωστή Έκθεση στη Νομισματική Επιτροπή που αξιολογούσε αρνητικά τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, αναφέρθηκε επί λέξει: «Κατά τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του, το Αναθεωρημένο Πρόγραμμα Σύγκλισης τηρήθηκε επακριβώς».
Στην πραγματικότητα, το Αναθεωρημένο Πρόγραμμα Σύγκλισης του 1994 παρέμεινε επίκαιρο για αρκετά χρόνια. Παρά τις επικαιροποιήσεις του (η πρώτη επικαιροποίηση έγινε αρκετά αργότερα, το 1997, ενώ ύστερα από απόφαση του Συμβουλίου οι επικαιροποιήσεις όλων των Προγραμμάτων έγιναν ετήσιες μετά το 1997) οι υποθέσεις του και οι προβλέψεις του απεδείχθησαν αρκετά ακριβείς.
Σε γενικές γραμμές απεδείχθη περισσότερο φιλόδοξο, σε σχέση με τις πραγματικές μετέπειτα εξελίξεις, όσον αφορά τον πληθωρισμό, και λιγότερο φιλόδοξο όσον αφορά την εξέλιξη του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, οι δε δημοσιονομικές προβλέψεις του απεδείχθησαν αρκετά ακριβείς.
Στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων συντέλεσαν όμως και τα πλεονάσματα των δημόσιων οργανισμών και Ταμείων που είχαν τη μορφή Νομικών προσώπων Δημόσιου Δικαίου (ΝΠΔΔ) που μέχρι τότε κακώς δεν λάμβαναν υπόψη. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δέχθηκε την συμπερίληψη των πλεονασμάτων αυτών στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα, πρακτική που ακολουθείται μέχρι σήμερα. Αυτή ήταν η περίφημη ‘’Άσπρη Τρύπα’’, όπως την παρουσίασε ο Τύπος την εποχή εκείνη.
Η εκπλήρωση των δημοσιονομικών στόχων του Αναθεωρημένου Προγράμματος Σύγκλισης και των μετέπειτα Επικαιροποιημένων Προγραμμάτων εξασφάλισε, πέραν των άλλων, και την ομαλή ροή των πόρων από το Ταμείο συνοχής, η οποία σύμφωνα με Κανονισμό του Συμβουλίου θα διεκόπτετο αν δεν τηρούντο οι δημοσιονομικές δεσμεύσεις των προγραμμάτων.
Η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και των επιτοκίων και η επίτευξη μονοψήφιου πληθωρισμού
Η επίτευξη, σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, μονοψήφιου πληθωρισμού (τον Ιούλιο του 1995), για πρώτη φορά μετά από μία σχεδόν γενεά, υπήρξε καταλύτης για τις μετέπειτα εξελίξεις. Η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού οφείλεται στα βασικά συστατικά στοιχεία της ακολουθούμενης οικονομικής και νομισματικής πολιτικής. Δύο από αυτά τα στοιχεία της οικονομικής πολιτικής χρήζουν ιδιαίτερης μνείας. Είναι η εισοδηματική πολιτική και η εξέλιξη των τιμών στα τρόφιμα.
Η εισοδηματική πολιτική του 1995 στο δημόσιο τομέα βασίστηκε στο 3% +3% (δηλαδή αύξηση κατώτατων μισθών 3% την 1η Ιανουαρίου, συνήθως αναδρομική, και 3% την 1η Ιουνίου), ενώ στις δημόσιες επιχειρήσεις το όριο που έμμεσα τέθηκε στις επιχειρησιακές συμβάσεις με τα συνδικάτα ήταν ο προβλεπόμενος πληθωρισμός στο τέλος του έτους. Με πληθωρισμό που στην αρχή του έτους ήταν υψηλότερος του 10% , η απόφαση αυτή δεν ήταν εύκολο να γίνει δεκτή από τα συνδικάτα. Η αποδοχή της στηρίχτηκε στην αξιοπιστία της ακολουθούμενης πολιτικής και στο κλίμα συναίνεσης που επικράτησε στις σχέσεις κυβέρνησης και συνδικάτων. Το κλίμα κατανόησης, αμοιβαίας εμπιστοσύνης και συναίνεσης οδήγησε επίσης στην υπογραφή των εργασιακών συμβάσεων στις σημαντικότερες δημόσιες επιχειρήσεις μέσα στα προβλεπόμενα όρια.
Μετά την απελευθέρωση των τιμών των οπωροκηπευτικών προϊόντων το 1992, η μέση ετήσια αύξηση των τιμών των προϊόντων αυτών μέχρι το τέλος του 1994 ήταν 30-40% περίπου. Με δεδομένη τη σημαντική συμμετοχή τους στο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, ήταν προφανές ότι ο στόχος της μείωσης του πληθωρισμού στα προκαθορισμένα επίπεδα δεν ήταν δυνατός χωρίς την αποτελεσματική παρέμβαση της Πολιτείας για την εξασφάλιση ομαλών συνθηκών στις αγορές αυτές. Από τα πρώτα λοιπόν καθήκοντα του οικονομικού επιτελείου ήταν αφενός να εξασφαλίσει το συντονισμό μεταξύ των Υπουργείων Εθνικής Οικονομίας, Εμπορίου, και Γεωργίας για τον ομαλό εφοδιασμό της αγοράς και αφετέρου να ενθαρρύνει το Υπουργείο Εμπορίου στην αυστηρή εφαρμογή πολιτικής ανταγωνισμού όπου και όταν παρατηρούνται καταχρήσεις δεσπόζουσας θέσης. Η πολιτική αυτή απέδωσε καρπούς και συνέβαλε σημαντικά στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού κατά την κρίσιμη αρχική περίοδο. (Αν και το ερώτημα της εξασφάλισης συνθηκών ανταγωνισμού και ομαλότητας την αγορά των οπωροκηπευτικών παραμένει ακόμα και σήμερα επίκαιρο!)
Πράγματι, ο πληθωρισμός σε μέσα επίπεδα εδραιώθηκε σε μονοψήφιο το 1995 (από 14,1% το 1993 σε 11,0% το 1994, 9,0% το 1995, 8,2% το 1996) οδηγώντας σε εντυπωσιακή αποκλιμάκωση και τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια (από 23,5% το 1993, σε 24,6% το 1994- λόγω της συναλλαγματικής κρίσης- σε 16,4% το 1995 και 13,8% το 1996), θέτοντας πλέον σε κίνηση το γνωστό ενάρετο κύκλο: Μείωση πληθωρισμού, μείωση επιτοκίων, μείωση δαπανών για εξυπηρέτηση δημόσιου χρέους, μείωση ελλείμματος προϋπολογισμού, αύξηση ιδιωτικών επενδύσεων, αύξηση ΑΕΠ, αύξηση τιμών ομολόγων σταθερού επιτοκίου και μείωση αποδόσεων, διευκόλυνση αναχρηματοδότησης δημόσιου χρέους με χαμηλότερα επιτόκια, επιμήκυνση διάρκειας δημόσιου χρέους, αύξηση τιμών μετοχών, φθηνότερη (αυτό)χρηματοδότηση ιδιωτικών επενδύσεων, βελτίωση κεφαλαιακής δομής επιχειρήσεων κλπ.
Ο κύκλος αυτός, που έχει τη βάση του στην ορθότητα της ασκούμενης οικονομικής και νομισματικής πολιτικής και στη βελτίωση του κλίματος εμπιστοσύνης, συνετέλεσε σε μεγάλο βαθμό στην επίτευξη των στόχων της οικονομικής πολιτικής σε όλη τη δεκαετία χωρίς ουσιαστικό κόστος προσαρμογής από την εφαρμογή σταθεροποιητικής πολιτικής.
Ο Προϋπολογισμός του 1997
Με την αλλαγή ηγεσίας του κυβερνώντος κόμματος, και την εκλογή νέας κυβέρνησης το Σεπτέμβριο του 1996 υπό τον Κώστα Σημίτη, αποφασίστηκε η επιδίωξη των στόχων της οικονομικής πολιτικής να γίνει με μεγαλύτερη ακόμη ένταση, προκειμένου να εξασφαλιστεί η πλήρης συμμετοχή της Ελλάδας στην ΟΝΕ το 2000 ή το αργότερο το 2001, πριν δηλαδή εισαχθεί το ευρώ σε φυσική μορφή. Είχε εν τω μεταξύ αποφασιστεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Μαδρίτης ότι οι χώρες-μέλη που θα συμμετείχαν στην ΟΝΕ από 1/1/1999 θα κριθούν με βάση τις επιδόσεις τους στα πέντε κριτήρια σύγκλισης το 1997, γεγονός που καθιστούσε μη ρεαλιστική την επιδίωξη συμμετοχής της χώρας μας την 1/1/1999.
Ο προϋπολογισμός του 1997 ήταν πράγματι ανάλογος των περιστάσεων, τόσο στις προθέσεις του όσο και στην υλοποίησή του, με αποτέλεσμα να κριθεί ως ο πλέον φιλόδοξος και αποτελεσματικός της περιόδου αυτής.
Παρά το γεγονός ότι προέβλεπε σημαντική αύξηση των κοινωνικών δαπανών, όπως του Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΑΣ), των αμυντικών δαπανών και των δημόσιων επενδύσεων, ήταν περιοριστικός στις λοιπές καταναλωτικές δαπάνες, επεξέτεινε τη φορολογική βάση με την κατάργηση πολλών φοροαπαλλαγών, καθώς και την αύξηση της φορολογίας ορισμένων μορφών κεφαλαίου και εισοδήματος (δικαιότερη κατανομή των βαρών, με αύξηση του βάρους στους «έχοντες και κατέχοντες» σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής).
Πράγματι, ο απολογισμός ήταν εντυπωσιακός. Το έλλειμα της Γενικής Κυβέρνησης μειώθηκε από 7,4% του ΑΕΠ το 1996 σε 4,0% το 1997, ενώ ακόμα μεγαλύτερη ήταν η βελτίωση του αποτελέσματος αν δεν ληφθούν υπόψη οι αυξημένες δημόσιες επενδύσεις. Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης μειώθηκε από 111,3% του ΑΕΠ το 1996 σε 108,2% το 1997, ο πληθωρισμός μειώθηκε από 8,2% το 1996 σε 5,6% το 1997, ο ρυθμός ανάπτυξης επιταχύνθηκε από 2,4% το 1996 σε 3,6% το 1997.
Οι εξελίξεις αυτές βελτίωσαν ακόμα περισσότερο το κλίμα εμπιστοσύνης στην οικονομία και άρχισαν να δημιουργούν την πεποίθηση στην επενδυτική κοινότητα ότι η Ελλάδα πράγματι θα μπορέσει σε σύντομο χρονικό διάστημα να συμμετάσχει στη ζώνη του ευρώ. Η πεποίθηση αυτή εδραιώθηκε ακόμα περισσότερο μετά το Μάρτιο του 1998 με την επιτυχή, χωρίς κλυδωνισμούς, συμμετοχή της δραχμής στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ) του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος (ΕΝΣ).
Μία από τις βασικές συνέπειες αυτών των εξελίξεων ήταν η μεγάλη αύξηση των τιμών των μέτοχών και των τιμών των μακροχρόνιων κρατικών ομολόγων σταθερού επιτοκίου λόγω της προεξόφλησης, με πολύ μεγάλη πιθανότητα, πλέον, της ένταξης της δραχμής στη ζώνη του ευρώ και άρα της δραστικής μείωσης των επιτοκίων. Στην άνοδο των τιμών των μετοχών συνέβαλλαν, σε πολύ μεγάλο βαθμό, και οι διεθνείς χρηματιστηριακές εξελίξεις με την έναρξη, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, του πλέον ιδιόρρυθμου ίσως διεθνούς χρηματιστηριακού και επενδυτικού κύκλου στην πρόσφατη οικονομική ιστορία, ο οποίος χαρακτηρίστηκε από πολύ απότομη άνοδο την τριετία 1997-1999 αλλά και πολύ απότομη κάθοδο από το 2000 μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2003. Ο κύκλος αυτός δημιουργήθηκε από τις προσδοκίες υπεραποδόσεων στους κλάδους της υψηλής τεχνολογίας, των τηλεπικοινωνιών και της λεγόμενης νέας οικονομίας.
Η υποτίμηση κατά 12,13% και η συμμετοχή της δραχμής στο Μηχανισμό συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ) του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος (ΕΝΣ) στις 16 Μαρτίου 1998
Ένα από τα πέντε κριτήρια σύγκλισης της Συνθήκης είναι η συμμετοχή του υποψήφιου προς ένταξη νομίσματος στη ζώνη του ευρώ, στο ΜΣΙ του ΕΝΣ για δύο χρόνια.
Εφόσον στόχος της κυβέρνησης ήταν η λήψη απόφασης για ένταξη της δραχμής στη ζώνη του ευρώ το αργότερο το 2000, η δραχμή έπρεπε να εισέλθει στο ΜΣΙ μέσα στο 1998. Επειδή αποφάσεις τέτοιου είδους ενδέχεται να δημιουργήσουν κερδοσκοπικές πιέσεις και στην ουσία να τις ακυρώσουν, ο όλος σχεδιασμός και οι επαφές με τους τεχνοκρατικούς και πολιτικούς παράγοντες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έπρεπε να γίνουν, και έγιναν, σε συνθήκες απόλυτης μυστικότητας. Από ελληνικής πλευράς μόνο επτά άτομα- οι απολύτως αρμόδιοι και επιφορτισμένοι να διεξάγουν τις σχετικές διαπραγματεύσεις, από το Γραφείο του Πρωθυπουργού, από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και από της Τράπεζα της Ελλάδος- γνώριζαν το σχέδιο.
Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι μετά το καλοκαίρι του 1997 άρχισε να εκδηλώνεται με ιδιαίτερη ένταση συναλλαγματική κρίση στις αναδυόμενες αγορές, ιδιαίτερα της ΝΑ Ασίας, η οποία δημιουργούσε σοβαρές πιέσεις και στη δραχμή, οδηγώντας για μία ακόμη φορά σε άνοδο των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων. Λόγω αυτού του παράγοντα, αποφασίστηκε η επίσπευση της ένταξης στο ΜΣΙ μαζί με ήπια υποτίμηση της δραχμής, της τάξης του 12%-14%, η οποία θα βελτίωνε, κάτω από προϋποθέσεις που τότε κρίθηκε ότι μπορούν να εκπληρωθούν, την ανταγωνιστικότητα χωρίς να θέτει σε κίνδυνο το κριτήριο του πληθωρισμού.
Από τις αρχές του 1998 ξεκίνησαν οι απαραίτητες επαφές, μέσα σε συνθήκες απόλυτης μυστικότητας, πρώτα σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο και κατόπιν σε τεχνοκρατικό επίπεδο, με τους αρμόδιους παράγοντες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι επαφές αυτές έγιναν κυρίως στις πρωτεύουσες των χωρών-μελών της ΕΕ, στα αντίστοιχα Υπουργεία Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και στις κεντρικές τράπεζες, προκειμένου να εξασφαλιστεί η κατ’ αρχάς αποδοχή του αιτήματος και με όρους συμφέροντες και αποτελεσματικούς για την ελληνική πλευρά.
Η αρμόδια Επιτροπή η επιφορτισμένη από τη Συνθήκη να αποφασίζει για τέτοιου είδους αιτήματα των κρατών-μελών είναι η Νομισματική Επιτροπή (που σήμερα αποκαλείται Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή) η οποία απαρτίζεται από ανώτατους τεχνοκρατικούς παράγοντες των Υπουργείων Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και των Κεντρικών Τραπεζών.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι αιτήματα αυτού του είδους, προκειμένου να γίνουν δεκτά από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη, που στην ουσία αναλαμβάνουν την υποχρέωση να στηρίξουν μέσω του ΜΣΙ την κεντρική συναλλαγματική ισοτιμία που από κοινού αποφασίζεται, συνοδεύονται και από δέσμη μέτρων δημοσιονομικού και διαρθρωτικού χαρακτήρα, που σκοπό έχει να ενδυναμώσει την οικονομική πολιτική του εν λόγω κράτους-μέλους και να προδώσει αξιοπιστία στην κεντρική ισοτιμία.
Μια σημαντική δυσκολία της διαπραγμάτευσης συνήθως έγκειται στην εξασφάλιση της συναίνεσης των εταίρων κρατών-μελών σε αυτή τη δέσμη μέτρων που ενισχύει αλλά δεν ανατρέπει την ήδη ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, όπως αυτή περιγράφεται κυρίως στον προϋπολογισμό που ήδη εκτελείται.
Όταν το οικονομικό επιτελείο έκρινε ότι έγιναν όλες οι απαραίτητες επαφές και ότι είχε εξασφαλιστεί ένας σημαντικός βαθμός συναίνεσης, δόθηκε το πράσινο φως στους Έλληνες εκπροσώπους της Νομισματικής Επιτροπής να ειδοποιήσουν τον Πρόεδρο της, που τότε ήταν ο Βρεττανός Sir Nigel Wicks, να συγκαλέσει την Επιτροπή. Η ειδοποίηση έγινε το βράδυ της Πέμπτης 12 Μαρτίου 1998 και το ραντεβού δόθηκε στις Βρυξέλλες το μεσημέρι του Σαββάτου 14 Μαρτίου. Ο Sir Nigel ειδοποίησε τα μέλη της Επιτροπής μετά το κλείσιμο των ευρωπαϊκών αγορών, το απόγευμα της Παρασκευής 13 Μαρτίου. Το ίδιο απόγευμα έγινε teleconference μεταξύ των διοικητών των κεντρικών τραπεζών, που πάντα προηγείται της διαπραγμάτευσης στην Νομισματική Επιτροπή, προκειμένου να συζητηθεί μεταξύ των Διοικητών η κεντρική ισοτιμία που πρότεινε η κυβέρνηση.
Η συνεδρίαση της Νομισματικής επιτροπής της 14ης Μαρτίου εξέτασε το ελληνικό αίτημα για κεντρική συναλλαγματική ισοτιμία 357 δρχ/ECU (δηλαδή συνεπαγόμενη υποτίμηση 12,13%) και κανονιστικά περιθώρια διακύμανσης ±15%, και συζήτησε την απαιτούμενη συνοδευτική δέσμη μέτρων. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τους δύο προηγούμενους μήνες των μαραθώνιων διαβουλεύσεων, ένα βασικό καθήκον των Ελλήνων εκπροσώπων στη Νομισματική Επιτροπή και της διοίκησης της Τράπεζας της Ελλάδας ήταν να πείσουν τους ομόλογους τους, ιδιαίτερα εκείνους που ήταν ακόμα δύσπιστοι για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και ζητούσαν υποτίμηση της τάξης του 20% και άνω, όχι περισσότερο, διότι στο βωμό της (αμφιλεγόμενης) θετικής επίπτωσης στην ανταγωνιστικότητα θα θυσιαζόταν ο στόχος του πληθωρισμού. Την πραγματοποίηση υψηλής υποτίμησης προέβλεπαν και πολλοί ξένοι αναλυτές, ενώ γνωστός ‘’γκουρού’’ μεγάλης ξένης Τράπεζας προέβλεψε ότι η δραχμή θα υποτιμηθεί ‘’όσο και το ταλαϋνδέζικο νόμιμα, το μπαχτ’’.
Κατά τη συνεδρίαση του Σαββάτου της 14ης Μαρτίου, ορισμένοι εκπρόσωποι της Νομισματικής Επιτροπής έθεσαν και πάλι αίτημα για υποτίμηση της τάξης του 20%, ενώ άλλοι πίεζαν για δραστική δέσμη συνοδευτικών μέτρων. Μετά από πολύωρη συνεδρίαση, τα ελληνικά επιχειρήματα επικράτησαν. Το ανακοινωθέν που εκδόθηκε από τη Νομισματική Επιτροπή το βράδυ του Σαββάτου όρισε την κεντρική ισοτιμία των 357δρχ/ECU, περιθώριο διακύμανσης ±15%, ενώ η συνοδευτική δέσμη μέτρων δε διέφερε από την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική στο δημοσιονομικό και διαρθρωτικό τομέα.
Η συνεδρίαση της Νομισματικής Επιτροπής της 14ης Μαρτίου 1998 έκλεισε επιτυχώς ένα τετραετή κύκλο (1994-1998) δύσκολων και επίπονων διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ, οι οποίες στηρίχθηκαν κυρίως στην ακολουθούμενη επιτυχή οικονομική πολιτική και στις συνεχώς βελτιούμενες επιδόσεις της οικονομίας.
Η ένταξη της δραχμής στο ΜΣΙ του ΕΝΣ ήταν μια μεγάλη επιτυχία με τον τρόπο που έγινε και οδήγησε τα πράγματα ομαλά, από τότε και στο εξής, στη φυσιολογική τους κατάληξη.
Η ανατίμηση της δραχμής τη 15η Ιανουαρίου 2000
Η κεντρική ισοτιμία που αποφασίστηκε στις 14 Μαρτίου του 1998 αποδείχθηκε, παρά τις ποικίλες δυσμενείς προβλέψεις, περισσότερο από επαρκής στις αγορές. Σε σύντομο χρονικό διάστημα οι αγορές συναλλάγματος άρχισαν να πιέζουν, μέσω αθρόων εισροών κεφαλαίων, ανατιμητικά την τρέχουσα ισοτιμία της δραχμής, που από τότε παρέμενε συνεχώς ανατιμημένη σε σχέση με την ορισθείσα κεντρική ισοτιμία. Την 1/1/1999, όταν δημιουργήθηκε η ζώνη του ευρώ, η δραχμή εντάχθηκε στο λεγόμενο ΜΣΙ-2 με ισοτιμία 353,109 δρχ/ευρώ για ένα καθαρά τεχνικό και μόνο λόγο, που ήταν η μη συμμετοχή της αγγλικής λίρας στο ευρώ, η οποία επηρέασε τον υπολογισμό του ‘’καλαθιού’’ των νομισμάτων που απαρτίζουν το ευρώ σε σχέση με το ECU.
Οι ισχυρές πιέσεις για περαιτέρω ανατίμηση της δραχμής συνεχίστηκαν. Έτσι το Σάββατο 15 Ιανουαρίου του 2000, η Νομισματική Επιτροπή συνεδρίασε και δέχτηκε το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης, για αναπροσαρμογή της κεντρικής ισοτιμίας στις 340, 75 δρχ/ευρώ, που ήταν τελικά και η ισοτιμία μετατροπής (το ‘’κλείδωμα’’) της δραχμής σε ευρώ. Η νέα αυτή ανατιμημένη κατά 3,5% κεντρική ισοτιμία βοήθησε την αντιπληθωριστική πολιτική της κυβέρνησης και την επίτευξη του κριτηρίου σύγκλισης του πληθωρισμού, εξουδετερώνοντας μεταξύ άλλων και ως ένα βαθμό, την αλματώδη τότε άνοδο της διεθνούς τιμής του πετρελαίου και επιτρέποντας ομαλή αποκλιμάκωση των επιτοκίων.
Στην ίδια συνεδρίαση της Νομισματικής Επιτροπής της 15ης Ιανουαρίου 2000 εξετάστηκε και η Επικαιροποίηση του Προγράμματος Σύγκλισης 1999-2002, που περιείχε, για πρώτη φορά, τις πολιτικές και τους στόχους για την εντός της ΟΝΕ εποχή (τη λεγόμενη διατηρησιμότητα των κριτηρίων).
Η αίτηση υιοθέτησης του ευρώ τον Μάρτιο του 2000
Λίγο πριν από τη συμπλήρωση δύο ετών από την ένταξη της δραχμής στο ΜΣΙ του ΕΝΣ στις 16 Μαρτίου του 1998, η ελληνική κυβέρνηση υπέβαλε αίτηση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις αρχές Μαρτίου του 2000 για ‘’άρση της παρέκκλισης και υιοθέτηση του ευρώ από 1/1/2001 σύμφωνα με το άρθρο 122(2) της συνθήκης’’. Το σχετικό κείμενο είχε ως εξής:
Μετά από πολύχρονες και επίπονες προσπάθειες, η ελληνική οικονομία βρίσκεται πλέον σταθερά στο δρόμο της ανάπτυξης και της προόδου.
Ο πληθωρισμός σε εναρμονισμένη βάση κινείται κοντά στο 2%, τα μακροπρόθεσμα επιτόκια βρίσκονται πολύ κοντά, λιγότερο από εκατό μονάδες βάσης, στα αντίστοιχα επιτόκια των χωρών-μελών της ζώνης του ευρώ, το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης βρίσκεται αρκετά χαμηλότερα από το επιτρεπτό όριο της Συνθήκης, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνεται σταθερά τα τελεταία χρόνια, ενώ σε λιγότερο από μία εβδομάδα συμπληρώνονται δύο χρόνια από τη συμμετοχή της δραχμής στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος.
Παράλληλα με τις εξελίξεις αυτές, η ελληνική οικονομία επιτυγχάνει βήματα προόδου και στον τομέα της πραγματικής σύγκλισης, με ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια που υπερτερούν του αντίστοιχου μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στον τομέα αυτό, η συμβολή του Κοινοτικού Πλαισίου στήριξης ήταν και είναι πολύ σημαντική. Η άσκηση της οικονομικής πολιτικής διακρίνεται από συνέπεια, σταθερότητα, αξιοπιστία και την επιδίωξη κοινωνικής δικαιοσύνης με αποτέλεσμα την ύπαρξη κλίματος εμπιστοσύνης που αντανακλάται σε όλες τις αγορές αλλά και στις εργασιακές σχέσεις.
Τα τελευταία χρόνια έχουν επιταχυνθεί οι διαρθρωτικές αλλαγές, διαδικασία η οποία θα ενισχυθεί ακόμα περισσότερο στο μέλλον. Πολλές, οι περισσότερες σχεδόν, δημόσιες επιχειρήσεις καθώς και τράπεζες υπό κρατικό έλεγχο έχουν εισαχθεί στο χρηματιστήριο, η απελευθέρωση των αγορών προχωρεί ικανοποιητικά σε όλους του τομείς, έχουν μειωθεί οι φορολογικοί συντελεστές, η προσαρμοστικότητα της αγοράς εργασίας έχει βελτιωθεί, ενώ εφαρμόζονται ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης που αποβλέπουν στην ενίσχυση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού. Η περαιτέρω ενίσχυση και εμβάθυνση των πολιτικών αυτών, παράλληλα με την επιδίωξη μηδενικού ελλείμματος ή και πλεονάσματος στη Γενική Κυβέρνηση σύμφωνα με τις προβλέψεις του Επικαιροποιημένου Προγράμματος Σύγκλισης, αναμένεται να συμβάλλουν αποφασιστικά στη διατήρηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα.
Ο ελληνικός λαός και η κυβέρνησή του επιθυμούν την πλήρη συμμετοχή της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση και είναι έτοιμοι να μοιραστούν τις κοινές πολιτικές που απαιτούνται για την αύξηση της ευημερίας των λαών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με βάση τα παραπάνω, παρακαλώ να ζητήσετε από τις υπηρεσίες σας την αξιολόγηση της αίτησής μας για άρση της παρέκκλισης και υιοθέτηση του ευρώ στην ελληνική οικονομία από 1/1/2001 σύμφωνα με το άρθρο 122 (2) της Συνθήκης.
Η αξιολόγηση του ελληνικού αιτήματος και η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Φέιρα (Πορτογαλία) στις 19 Ιουνίου 2000 για υιοθέτηση του ευρώ από 1/1/2001
Η αξιολόγηση του ελληνικού αιτήματος ήταν πλέον μια μάλλον τυπική διαδικασία, εφόσον τα κριτήρια σύγκλισης είχαν επιτευχθεί με έτος αναφοράς το 1999. Η διαδικασία αυτή περιλάμβανε:
α) την παρουσίαση των εκθέσεων αξιολόγησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στις 5 Μαΐου του 2000.
β) την αξιολόγηση των εκθέσεων αυτών από τη Νομισματική Επιτροπή, η οποία γνωμοδότησε στο Συμβούλιο (ECOFIN) στις 26 Μαΐου του 2000.
γ) την πρόταση του ECOFIN προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και τη γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 5 Ιουνίου του 2000.
δ) την έγκριση του ελληνικού αιτήματος στο Ευρωπαϊκό συμβούλιο της Φέιρα στις 19 Ιουνίου του 2000.
Με την έγκριση αυτή σφραγίστηκε η σημαντικότερη ίσως οικονομική εξέλιξη στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας.
***
Η ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ αποτελεί ιστορικό επίτευγμα, αν αναλογιστούμε: Πρώτον, τις αρνητικές αρχικές οικονομικές συνθήκες και την μεγάλη – την μεγαλύτερη από όλα τα άλλα υποψήφια κράτη-μέλη – απόστασή τους από τα μεγέθη αναφοράς των αντίστοιχων κριτηρίων σύγκλισης της Συνθήκης του Μάαστριχτ: Τον πληθωρισμό, το έλλειμμα του δημόσιου τομέα, το δημόσιο χρέος, τα επιτόκια και τη συναλλαγματική ισοτιμία (δηλαδή την ένταξη της δραχμής στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος). Δεύτερον, τη δυσπιστία των εταίρων της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση λόγω των αρνητικών επιδόσεών της στην οικονομική πολιτική από το τέλος της δεκαετίας του 1970 μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980.
Η ελληνική οικονομία πέτυχε την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ με την ικανοποίηση και των πέντε κριτηρίων σύγκλισης. Αυτό συνέβη μετά από μια επιτυχημένη αλλά κοπιώδη πορεία έξι ετών, 1994-2000, ιδιαίτερα όμως την περίοδο 1996-2000, κατά τη διάρκεια της οποίας συνέβησαν έκτακτα γεγονότα με μεγάλο οικονομικό κόστος για τη χώρα, όπως η κρίση στα Ίμια το 1996, η διεθνής κρίση των αναδυόμενων αγορών του 1997/98, ο σεισμός του Σεπτεμβρίου του 1999 και ο πόλεμος στο Κόσσοβο το 1999.
Πώς όμως επιτεύχθηκε ο Ηράκλειος αυτός άθλος και τι χρήσιμα συμπεράσματα μπορούν να αντληθούν για το μέλλον;
Πρώτον, υπήρχαν συγκεκριμένοι στόχοι, τα πέντε κριτήρια σύγκλισης, που σύντομα υιοθετήθηκαν ως πολιτικές και οικονομικές προτεραιότητες. Παρά το ότι ήταν δυσάρεστο για πολλούς να αποκτά προτεραιότητα η ονομαστική έναντι της πραγματικής σύγκλισης, σύντομα έγινε αντιληπτό ότι η επίτευξη των πέντε κριτηρίων και η έγκαιρη ένταξη στη ζώνη του ευρώ ήταν προϋπόθεση για διατηρήσιμη πραγματική σύγκλιση, άρα ζήτημα μείζονος πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής σημασίας. Στα Αναθεωρημένα Προγράμματα Σύγκλισης από το 1994 και μετά αναγνωρίστηκε η αναγκαιότητα της δημοσιονομικής εξυγίανσης, και γενικά της ονομαστικής σύγκλισης, κάτι καθόλου, μα καθόλου, αυτονόητο την εποχή εκείνη.
Δεύτερον, υπήρξε πολιτική καθοδήγηση (leadership), αποφασιστικότητα, συντονισμός, συνέχεια, συνέπεια και επιμονή. Από το 1994 η ίδια σχεδόν ομάδα, του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και της Τράπεζας της Ελλάδος, με τον συντονισμό του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, Γιάννου Παπαντωνίου επιφορτίστηκε μέχρι τέλους με την εκτέλεση του έργου, τόσο σε πολιτικό όσο και σε τεχνοκρατικό επίπεδο. Μετά όμως το 1996 και, τύχη αγαθή για την Ελλάδα, την εκλογή του Κώστα Σημίτη στην αρχηγία του ΠΑΣΟΚ μετά το θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου και την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον ίδιο, οι στόχοι έγιναν πολύ πιο φιλόδοξοι και συνεκτικοί, η επιδίωξη τους πολύ πιο επίμονη και η πολιτική κάλυψη του οικονομικού επιτελείου πολύ πιο ισχυρή.
Το τελευταίο στοιχείο είναι πολύ σημαντικό, καθώς το οικονομικό επιτελείο αποτελεί τον πιο ευαίσθητο πόλο κάθε κυβέρνησης. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης αλλά και το ευρύ κοινό δεν κρίνουν συνήθως με βάση τις μακροπρόθεσμες προοπτικές και στόχους, αλλά με βάση την καθημερινότητα, όπου τα καλά οικονομικά νέα περνούν σχεδόν απαρατήρητα, ενώ τα δυσάρεστα φτιάχνουν πολλές φορές πρωτοσέλιδα. Η απόλυτη πολιτική κάλυψη του οικονομικού επιτελείου από τον Πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη έγινε αντιληπτή αμέσως μόλις άρχισαν να λαμβάνονται φορολογικά μέτρα με υψηλό πολιτικό κόστος (προκειμένου να πληρώσουν οι «έχοντες και κατέχοντες» σύμφωνα με την προσφιλή έκφραση εκείνης της εποχής) ώστε να επιταχυνθεί η ταχεία μείωση του ελλείμματος στον προϋπολογισμό.
Τρίτον, αποφεύχθηκαν δογματισμοί και στείρες προσεγγίσεις και υιοθετήθηκαν ρεαλιστικά και ευέλικτα μέσα (δημοσιονομικά, νομισματικά/συναλλαγματικής πολιτικής, εισοδηματικά, διαρθρωτικά), καθώς και χρονοδιαγράμματα που επικαιροποιούνταν στο πλαίσιο των κυλιόμενων Προγραμμάτων Σύγκλισης. Η επιτυχημένη πορεία της οικονομίας και η παράλληλη επίτευξη οικονομικής σταθεροποίησης και οικονομικής ανάπτυξης ακύρωσαν επίσης ορισμένες, δογματικές και ιδεολογικά φορτισμένες, αντιλήψεις που έβρισκαν μέχρι τότε πρόσφορο έδαφος στην Ελλάδα. Οι διαδεδομένες τότε αντιλήψεις που έπρεπε να αντικρουστούν ιδεολογικά, τεχνοκρατικά και πολιτικά, ήταν του τύπου «στην Ελλάδα δεν μπορεί να μειωθεί ο πληθωρισμός κάτω από το 10% γιατί υπάρχουν διαρθρωτικές αγκυλώσεις και μεγάλος αγροτικός τομέας», ή, ακόμα περισσότερο, του τύπου «δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη παράλληλα με οικονομική σταθεροποίηση», ένα πολύ διαδεδομένο δόγμα μιας παρωχημένης εποχής. Τώρα ίσως αυτά ακούγονται περίεργα, τότε όμως κυριαρχούσαν.
Τέταρτον, και με πλέον καταλυτικό Προϋπολογισμό αυτόν του 1997, δηλαδή τον πρώτο Προϋπολογισμό του Κώστα Σημίτη ως πρωθυπουργού, δεν εγκαταλείφθηκε η κοινωνική και αναπτυξιακή διάσταση της οικονομικής πολιτικής. Αντίθετα μάλιστα, επιτεύχθηκαν υψηλοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης, οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν κατά τουλάχιστον τρεις εκατοστιαίες μονάδες, η φοροδιαφυγή περιορίστηκε αισθητά, επιβλήθηκε φόρος μεγάλης ακίνητης περιουσίας στους «έχοντες και κατέχοντες», βελτιώθηκε σημαντικά η σχέση άμεσων/έμμεσων φόρων, ενώ οι πραγματικοί μισθοί αυξάνονταν κάθε χρόνο εντός των ορίων
της αύξησης της παραγωγικότητας, βελτιώνοντας έτσι το βαθμό κοινωνικής αποδοχής της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής. Είναι βέβαια γεγονός ότι οι εισροές του Δεύτερου Κοινοτικού Πλαισίου στήριξης διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην αναπτυξιακή διάσταση της οικονομικής πολιτικής. Όμως, η αναπτυξιακή προσπάθεια στηρίχθηκε κυρίως στη μεγάλη αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων, που ήταν το αποτέλεσμα της μείωσης των επιτοκίων, της σταδιακής σταθεροποίησης της οικονομίας, και ιδιαίτερα της μείωσης του πληθωρισμού και των δημόσιων ελλειμμάτων, καθώς και της βελτίωσης του επιχειρηματικού κλίματος.
Είναι εντυπωσιακό, και σίγουρα όχι σύνηθες φαινόμενο με βάση τη διεθνή εμπειρία, ότι σε μια περίοδο οικονομικής σταθεροποίησης με δραστική μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του πληθωρισμού (περίπου δώδεκα εκατοστιαίες μονάδες το καθένα μεταξύ 1993 και 1999) επιτεύχθηκαν υψηλοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης και ταχεία σύγκλιση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας με αυτό του μέσου όρου της ζώνης του ευρώ: Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ από 66% του ευρωπαϊκού μέσου όρου το 1996, έφτασε το 72% το 2004. Είχε, στην ουσία, αποκατασταθεί αυτό που τόσα χρόνια έλειπε: Η εμπιστοσύνη στην ακολουθούμενη οικονομική πολιτική. Για πρώτη φορά, δεν ανετράπη από τον πολιτικό εκλογικό κύκλο η οικονομική πολιτική, όπως είχε γίνει το 1981, το 1985, το 1989, το 1990, το 1993. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στον Πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη, ο οποίος αγνόησε το υψηλό πολιτικό κόστος, ιδιαίτερα του Προϋπολογισμού του 1997 που είχε καταθέσει το οικονομικό επιτελείο, σηματοδοτώντας την αποφασιστικότητά του για αταλάντευτη πορεία μέχρι την ολοκλήρωση της ενταξιακής προσπάθειας.
Η ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ αποτελεί κατά την άποψή μου, το μεγαλύτερο επίτευγμα στη σύγχρονη οικονομική ιστορία της χώρας, σφραγίζοντας τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της και τοποθετώντας την στο κέντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων. Έλυσε, επίσης, άπαξ δια παντός, το πρόβλημα της νομισματικής και συναλλαγματικής αστάθειας που ταλάνισε την Ελλάδα μεγάλα χρονικά διαστήματα από την εθνική της ανεξαρτησία και μετά. Το ίδιο, παρεμπιπτόντως, συμβαίνει ακόμα με πολλές μικρές, ανοιχτές οικονομίες, ευρωπαϊκές ή μη. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αιτούνται σήμερα την συμμετοχή τους στην ζώνη του ευρώ (τελευταία εισήλθε την 1.1.2024 η Κροατία), ενώ ευημερούσες χώρες-μέλη, όπως η Σουηδία και η Δανία, προσαρμόζουν την νομισματική τους πολιτική ώστε τα εθνικά τους νομίσματα να ακολουθούν την πορεία του ευρώ (“they are shadowing the euro”), προσαρμογή η οποία συνήθως επιτυγχάνεται με επιτόκια νομισματικής πολιτικής υψηλότερα από τα αντίστοιχα επιτόκια του ευρώ, ενώ ουδεμία έχουν επιρροή στις αποφάσεις που καθορίζουν την πορεία του ευρώ.
Η αξία της ένταξης φάνηκε μερικά χρόνια αργότερα, όταν οι θεσμοί και οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών της ζώνης του ευρώ παρενέβησαν για να αποτρέψουν την χρεοκοπία της Ελλάδας. Παρενέβησαν αναχρηματοδοτώντας σχεδόν όλο το δημόσιο χρέος της, με πολύ ευνοϊκούς όρους, εξασφαλίζοντας την βιωσιμότητά του για πολλά χρόνια. Στην ουσία η Ελλάδα έλαβε τη μεγαλύτερη δέσμη οικονομικής βοήθειας που έχει καταγράψει διεθνώς η Οικονομική Ιστορία ως ποσοστό του ΑΕΠ, με τους ευνοϊκότερους δυνατούς όρους.
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
