Στον προθάλαμο για την επενδυτική βαθμίδα εντός των επόμενων 12 – 18 μηνών έθεσε χθες την ελληνική οικονομία η Moody’s που δεν έκανε την έκπληξη και παραμένει ο μοναδικός μεγάλος ξένος οίκος ο οποίος δεν έχει επαναφέρει τη χώρα στην επενδυτική βαθμίδα.

Η εξέλιξη διαφαινόταν τις τελευταίες ημέρες, όπως είχε γράψει το Mononews, και τελικά επιβεβαιώθηκε το μέτρια θετικό σενάριο, της απόσπασης δηλαδή μόνο του θετικού outlook και της τοποθέτησης της χώρας πια στην τελική ευθεία για να δώσει και η Moody’s την επενδυτική βαθμίδα στη χώρα, κάποια στιγμή, μέσα στους επόμενους μήνες.

Τεχνικά, η απόφαση αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί καθώς μέσα σε ένα χρόνο ο οίκος, με καθυστέρηση φυσικά έναντι όλων των υπολοίπων, έδωσε στη χώρα δύο αναβαθμίσεις.

Ωστόσο, παραμένει σε μια σαφώς πιο συντηρητική στάση σε σχέση με όλους τους άλλους οίκους, με τη Moody’s να επιμένει στα προσεκτικά βήματα για το…τελευταίο μίλι της επενδυτικής βαθμίδας.

Η αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα από την Moody’s είναι φυσικά ένα γεγονός που μπορεί να επιταχύνει τη ροή περισσότερων επενδυτικών κεφαλαίων, και πιο ποιοτικών, στην ελληνική αγορά αφού θα «επέτρεπε» την ορατότητα σε μια σειρά επενδυτικών κεφαλαίων για τη χώρα που αξιολογούν το πως θα τοποθετηθούν στη βάση συγκεκριμένων δεικτών.

Ωστόσο, η χώρα έχει ήδη αποσπάσει την επενδυτική βαθμίδα από την Standard & Poor’s, τη Fitch και τη DBRSμ δημιουργώντας μια στέρεη βάση αξιοπιστίας στις διεθνείς αγορές.

Η στάση της Moody’s παραμένει βέβαια ένα αγκάθι, καθώς είναι ο μεγαλύτερος οίκος που κρατά αγκυροβολημένη την επενδυτική βαθμίδα, είναι όμως σημαντικό ότι, επιτέλους, έκανε την πρώτη κίνηση και από εδώ και στο εξής δεν υπάρχει κάτι που τον δεσμεύει να δώσει ανά πάσα στιγμή την επενδυτική.

Τυπικά η αξιολόγηση γίνεται σε προκαθορισμένες ημερομηνίες που ανακοινώνονται με το ημερολόγιο των οίκων στα τέλη κάθε ημερολογιακού έτους. Οι ημερομηνίες αυτές παραμένουν ενδεικτικές όμως καθώς ο κάθε οίκος – αν και δεν συνηθίζεται – διατηρεί την επιλογή είτε να απέχει ή/και να παρέμβει με κάποια αξιολόγηση εάν κρίνει πως υπάρχει κάποιος λόγος.

Οι οδηγοί της αναβάθμισης

Τράπεζες, δημοσιονομική υπεραπόδοση, προσδοκίες για συνεχιζόμενη υπεραπόδοση και στην ανάπτυξη – πρωτίστως στη βάση του ΤΑΑ – και ένα καλό track record στις μεταρρυθμίσεις είναι οι οδηγοί για την βελτίωση του outlook και οι βασικοί παράγοντες που υποστηρίζουν την τρέχουσα αξιολόγηση του οίκου ένα σκαλοπάτι, κάτω, από την επενδυτική.

Ωστόσο ο οίκος επισημαίνει το ότι το παραγωγικό μοντέλο της χώρας εξακολουθεί να στηρίζεται στην κατανάλωση και τις υπηρεσίες, η χώρα έχει μεν δυναμική ανάπτυξης σημαντικών επενδύσεων ειδικά στον τεχνολογικό τομέα, αλλά αυτή η διαδικασία παραμένει χρονοβόρα οπότε αναμένει διευρυμένα ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών τα επόμενα χρόνια.

Την ίδια στιγμή οι δείκτες χρέους παραμένουν υψηλοί αν και η διάρθρωση του εξακολουθεί να είναι σημαντικό αντιστάθμισμα.

Κλειδιά για την επενδυτική βαθμίδα είναι:

Η συνεχιζόμενη βελτίωση στους δείκτες ευρωστίας του τραπεζικού συστήματος σε συνδυασμό με μια ταχύτερη αντιμετώπιση των NPL’s από τους servicers σε σχέση με τις τρέχουσες εκτιμήσεις.

Συνέχιση της υπεραπόδοσης στους δημοσιονομικούς στόχους που θα οδηγήσουν σε ταχύτερη μείωση του χρέους.

Ενδείξεις επιτάχυνσης της υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων, με τον οίκο να σημειώνει περιοχές όπως η απονομή της δικαιοσύνης και διαφοροποίησης του οικονομικού μοντέλου.

Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν ξέσπασε η δημοσιονομική κρίση ο οίκος ήταν εκείνος που αξιολογούσε την Ελλάδα με την υψηλότερη βαθμίδα.

Σήμερα, 14 χρόνια μετά, ο οίκος οδήγησε το outlook σε θετικό από σταθερό προαναγγέλλοντας επί της ουσίας πως η χώρα εκτός σοβαρού απροόπτου θα πάρει την επενδυτική βαθμίδα μέσα στους επόμενους μήνες, με την αρμόδια επιτροπή που εξέτασε την χθεσινή απόφαση να σημειώνει πως η χώρα είναι λιγότερο ευάλωτη σε ρίσκα.

Η αναβάθμιση στις προοπτικές αποτυπώνει:

Τις αυξημένες πιθανότητες να συνεχίσει να ενδυναμώνεται ο τραπεζικός τομέας, περιορίζοντας έτσι τους δυνητικούς κινδύνους και για το κρατικό αξιόχρεο. Ο οίκος επισημαίνει πως οι ελληνικές τράπεζες είναι πλέον εγγύτερα στον ευρωπαϊκό μέσο όρο στη βάση πολλών δεικτών ευρωστίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της European Banking Authority (EBA) στο πρώτο τρίμηνο του 2024 ο δείκτης CET-1 του ελληνικού τραπεζικού συστήματος ήταν στο 15.5% έναντι 16% που είναι ο μέσος όρος στην ΕΕ. Επιπλέον η κερδοφορία είναι ισχυρότερη για τις ελληνικές τράπεζες ενώ ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένει υψηλότερος του ευρωπαϊκού μέσου όρου αλλά η προοπτική είναι καλή για να βρεθεί εγγύτερα στον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 1,9% εντός του προσεχούς ενός ή δύο ετών. Τα σημάδια βελτίωσης στον τραπεζικό κλάδο – επομένως και της μείωσης των ρίσκων για το κράτος – αποτυπώνονται και στην επιτυχή διάθεση των ποσοστών του ΤΧΣ στην Πειραιώς τον Μάρτιο του 2024 αλλά και στο σχεδιασμό αποεπένδυσης, του μεγαλύτερου ποσοστού του Δημοσίου, από την Εθνική που δρομολογείται πριν τα τέλη του έτους.

Την πεποίθηση του οίκου πως η δημοσιονομική ευρωστία της χώρας θα μπορούσε να βελτιωθεί ταχύτερα από τις τρέχουσες εκτιμήσεις με πιθανή την υπεραπόδοση στην ανάπτυξη και τις δημοσιονομικές επιδόσεις, πέραν των εκτιμήσεων που έχει υιοθετήσει ο οίκος σε αυτή τη φάση. Όπως σημειώνει, τα υψηλότερα πλεονάσματα – πιθανόν σε συνδυασμό με ταχύτερη ανάπτυξη θα μπορούσαν να υποστηρίξουν μια ταχύτερη μείωση στο δημόσιο χρέος, που παραμένει όμως σε υψηλά επίπεδα. Για παράδειγμα ο οίκος σημειώνει πως μέσω του ΤΑΑ η χώρα έχει πρόσβαση σχεδόν σε 36 δις. ευρώ επιδοτήσεων και δανείων, με σχεδόν τα μισά να έχουν ήδη ληφθεί από την Κομισιόν και σχεδόν 6 δις. να έχουν ήδη διατεθεί σε επιχειρήσεις και μεγάλα έργα. Παράλληλα τα έσοδα υπεραποδίδουν ενώ προχωρούν μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την μάχη κατά της φοροδιαφυγής θωρακίζοντας την δημοσιονομική ισχύ.

Το μοντέλο πάσχει – Πρόκληση το δημογραφικό

Τα ισχυρά αυτά σημεία αντισταθμίζονται βέβαια από το σχετικά περιορισμένο οικονομικό μέγεθος της χώρας αλλά και από ένα οικονομικό μοντέλο που εξακολουθεί να στηρίζεται στην κατανάλωση και τις υπηρεσίες.

Όπως σημειώνει ο οίκος η Ελλάδα έχει τη δυναμική να αναπτύξει τον τομέα της υψηλής τεχνολογίας και τις εξαγωγές αλλά η πρόοδος θα απαιτήσει χρόνο με τον οίκο να αναμένει υψηλά ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της τάξης του 4% – 5% τα επόμενα χρόνια, καθώς η ανάκαμψη των επενδύσεων θα αυξήσει τις εισαγωγές κεφαλαίου και ενδιάμεσων αγαθών ενώ θα βελτιώνεται, σταδιακά μόνο, ο δείκτης αποταμιεύσεων των νοικοκυριών.

Οι μακροπρόθεσμες προκλήσεις για την ανάπτυξη απορρέουν από τα δυσμενή δημογραφικά δεδομένα τα οποία αντισταθμίζονται εν μέρει μόνο από τη θετική επίπτωση στην ανάπτυξη, λόγω ΤΑΑ και των μεταρρυθμίσεων στην αύξηση της παραγωγικότητας.

Ταυτόχρονα ο οίκος επισημαίνει πως παρά την προσδοκία για περαιτέρω, σημαντική μείωση στο χρέος, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα παραμείνει άνω του 120% και μετά το 2030, που είναι υψηλό επίπεδο σε σύγκριση με άλλες οικονομίες παγκοσμίως.

Ωστόσο η δομή του χρέους παραμένει πολύ ευνοϊκή, με βασικό χαρακτηριστικό την μεγάλη διάρκεια ωρίμανσης, τα χαμηλά επιτόκια ενώ σημαντική ασπίδα παραμένουν τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα της χώρας.

Προβλέψεις – Ρίσκα για την αξιολόγηση

Ο οίκος αναμένει δημοσιονομικά ελλείμματα της τάξης του 1% του ΑΕΠ στη γενική κυβέρνηση της τάξης του 1% στο διάστημα 2024 – 2026, από 1,6% το 2023. Επιπροσθέτως αναμένει πρωτογενή πλεονάσματα 2,2% του ΑΕΠ μεταξύ 2024 – 2026 άνω των στόχων που θέτει το Πρόγραμμα Σταθερότητας και χρέος κάτω του 150% του ΑΕΠ έως το 2025 και κάτω του 140% του ΑΕΠ έως το 2027.

Η θετική προοπτική αποτυπώνει το ότι η αξιολόγηση της χώρας δεν είναι πιθανόν να υποβαθμιστεί στο κοντινό μέλλον.

Η τρέχουσα αξιολόγηση θα μπορούσε να τεθεί υπό πίεση εάν προέκυπτε η οποιαδήποτε ανατροπή στην οικονομική πολιτική των τελευταίων ετών ή εάν είχαμε ενδείξεις πως οι μεταρρυθμίσεις που γίνονται δεν επιφέρουν τελικά το όφελος στην ανάπτυξη που αυτή τη στιγμή αναμένει ο οίκος.

Κίνδυνος υποβάθμισης θα προέκυπτε εάν είχαμε μια ουσιαστική επιδείνωση στη δημοσιονομική θέση της χώρας, πιθανόν σε συνδυασμό με μια επιδείνωση στην ευρωστία του τραπεζικού κλάδου. Πιέσεις στην αξιολόγηση θα ανέκυπταν και στο ενδεχόμενο μιας γεωπολιτικής έντασης στην Ευρώπη που θα περιλάμβανε και εμπλοκή του ΝΑΤΟ, κάτι όμως που δεν αποτελεί βασικό σενάριο για τον οίκο.

Διαβάστε επίσης

Κ. Χατζηδάκης: Απάντηση στη μηδενιστική κριτική οι θετικές εκτιμήσεις από τη Moody’s