Στο μικροσκόπιο των Βρυξελλών θα βρεθούν οι τροπολογίες του νόμου περί δημοσίων συμβάσεων (4412/2016 και 4782/21) του Υπουργείου Υποδομών που στοχεύουν στην επιτάχυνση της διαδικασίας δημοπράτησης και της υλοποίησης των έργων που εντάσσονται στο Αναπτυξιακό Πρόγραμμα Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας και χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης, όπως και από κοινοτικά προγράμματα, όπως το ΕΣΠΑ.

Μερικές από τις εν λόγω τροποποιήσεις έχουν προκαλέσει ανησυχία στους κόλπους των σωματείων εργοληπτών με προεξάρχουσα την Πανελλήνια Ένωση Διπλωματούχων Μηχανικών Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (ΠΕΔΜΕΔΕ) με τον Πρόεδρό της, Μιχαήλ Δακτυλίδη, να κρούει κώδωνα κινδύνου. Το κυριότερο ζήτημα είναι η αύξηση του πλαφόν του 10% επί του ετήσιου προϋπολογισμού των ΟΤΑ που ισχύει για την απευθείας ανάθεση δημόσιων έργων.

1

Συγκεκριμένα, ο Μιχαήλ Δακτυλίδης αναφέρει: «Δεν υπάρχει πλέον όριο στην αξία των δημόσιων έργων που μπορούν να δοθούν με άμεση ανάθεση εφόσον αυτά εντάσσονται στο Ταμείο Ανάκαμψης ή το ΕΣΠΑ. Η κατάσταση αυτή είναι ιδιαίτερα ανησυχητική και ιδιαίτερα στους δήμους, οι οποίοι είναι “σφηκοφωλιές” όσον αφορά τα επίπεδα διαπλοκής μέσω της απευθείας ανάθεσης έργων».

Το ζήτημα θα «ταξιδέψει» σήμερα στις Βρυξέλλες με στόχο να ενημερωθεί ο Επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς της ΕΕ, Thierry Breton, από την ίδια την ΠΕΔΜΕΔΕ, καθώς θα του επιδοθεί μεταφρασμένη επιστολή κατά τη διάρκεια της σύσκεψης της διοικούσας επιτροπής της Ομοσπονδίας των Ευρωπαϊκών Κατασκευαστικών Εταιρειών (FIEC), η οποία αποτελεί εταίρο της ΕΕ με γνωμοδοτική ικανότητα.

«Ο Επίτροπος πρέπει να ενημερωθεί για την κατάσταση και πρέπει να σταματήσουν οι “ταρζανιές” που γίνονται στην Ελλάδα όσον αφορά τη δημοπράτηση και τη χρηματοδότηση έργων», προσθέτει ο Μιχαήλ Δακτυλίδης.

Ποια είναι τα βασικά προβλήματα

Οι εν λόγω τροπολογίες εντάσσονται, όπως επισημαίνει ο Πρόεδρος της ΠΕΔΜΔΕ, σε πολυνομοσχεδίο του Υπουργείου Οικονομικών και ήδη η Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων (ΕΑΑΔΗΣΥ) έχει εκφράσει σημαντικές επιφυλάξεις σχετικά με την αποτελεσματικότητα των νέων προτάσεων σε σχετική της απόφαση.

Συγκεκριμένα, τα προβλήματα που εντοπίζει η εν λόγω αρχή, η οποία έχει γνωμοδοτική ικανότητα, αφορούν το γεγονός ότι παύει να υπάρχει το πλαφόν του 10% του ετήσιου προϋπολογισμού των αναθετουσών αρχών στις απευθείας αναθέσεις, τις προϋποθέσεις τεχνικής επάρκειας των αναθετουσών αρχών, το περιεχόμενο των εγγράφων της σύμβασης, τη διαβούλευση επί των δημοσιευμένων εγγράφων της σύμβασης και τη διαδικασία ανάθεσης εξειδικευμένων υπηρεσιών σε εξωτερικούς συμβούλους (για έργα η αξία των οποίων ξεπερνάει τα 30 εκατ. ευρώ) μεταξύ άλλων.

Η ΕΑΑΔΗΣΥ κρίνει πως οι τροπολογίες που οδεύουν προς ένταξη στο νέο νομοσχέδιο δεν έχουν κάποια σκοπιμότητα, ενώ το μόνο που θα κάνουν είναι «να δημιουργήσουν ένα κενό δικαίου το οποίο και θα καλείται να καλύψει η αναθέτουσα αρχή με την εκάστοτε διακήρυξη».

Επίσης, εκφράζεται η άποψη ότι «ελλοχεύει ο κίνδυνος θέσπισης με την οικεία διακήρυξη κανόνων οι οποίοι ενδεχομένως δεν συνάδουν με το πνεύμα και τις απαιτήσεις της εθνικής και ενωσιακής νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων και οι οποίοι αναγκαστικά θα οδηγηθούν προς εξέταση και κρίση από τις αρμόδιες διοικητικές και δικαστικές αρχές, με αποτέλεσμα τελικά περαιτέρω καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών».

Το αποτέλεσμα της εφαρμογής των τροποποιήσεων, σύμφωνα με την ΕΑΑΔΗΣΥ, θα είναι «η δημιουργία ενός κλίματος ανασφάλειας δικαίου, ενώ θα αυξηθούν οι διενέξεις και θα υπάρξουν περαιτέρω δυσκολίες όσον αφορά τον προδικαστικό και δικαστικό έλεγχο των προς υπογραφή συμβάσεων».

Όσον αφορά τις εξαιρέσεις του νόμου για τις απευθείας αναθέσεις, η ΕΑΑΔΗΣΥ κρίνει ότι αυτές «δεν συνάδουν με την αξία των συμβάσεων που εμπίπτουν στο Αναπτυξιακό Πρόγραμμα Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας, ενώ δε φαίνεται να λαμβάνεται υπόψη ότι το ισχύον πλαίσιο ήδη περιλαμβάνει δυνατότητες ευελιξίας ως προς τις συμβάσεις ΣΔΙΤ ή παραχωρήσεις και πολύ δε περισσότερο όταν αυτές θα χρηματοδοτούνται και από ευρωπαϊκά και διαρθρωτικά ταμεία που επιβάλλουν αυστηρό σύστημα διαχείρισης και ελέγχου, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η απουσία σαφούς νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου μπορεί να επιφέρει δημοσιονομικές διορθώσεις».