Η αναβάθμιση των προοπτικών της ελληνικής αξιολόγησης σε θετικές από την Standard & Poor’s και μάλιστα εν μέσω της γεωπολιτικής έντασης στο μέτωπο Ιράν – Ισραήλ είναι ένα θετικό σήμα για τις αγορές μετοχών και ομολόγων.
Για την S&P, που μαζί με τη Moody’s, είναι οι βασικοί παίκτες στη διεθνή βιομηχανία αξιολογήσεων, η υπεραπόδοση της οικονομίας που αναπτύσσεται με επίμονα υψηλότερο ρυθμό σε σχέση με την ευρωζώνη, η δημοσιονομική πειθαρχία, η πρόοδος στις αποκρατικοποιήσεις – πρωτίστως των τραπεζών – και οι μεταρρυθμίσεις καθιστούν θετική την προοπτική της χώρας και την θέτουν στον προθάλαμο μιας νέας αναβάθμισης στους προσεχείς 24 μήνες. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί για παράδειγμα την επόμενη άνοιξη ή, πολύ δυσκολότερα, το προσεχές φθινόπωρο που ο οίκος θα επαναξιολογήσει την ελληνική οικονομία.
Εκείνο όμως που καθίσταται σαφές από την ανάλυση του ξένου οίκου που βαθμολογεί τη χώρα πλέον με ΒΒΒ- με θετική προοπτική, είναι πως για να αναβαθμιστεί η οικονομία περιμένει αποφασιστικά βήματα σε τομείς που μέχρι σήμερα η Ελλάδα κινείται προς την θετική κατεύθυνση αλλά δεν έχει ακόμη φθάσει εκεί που πρέπει.
«Το βασικό ρίσκο είναι να επέλθει μεταρρυθμιστική κόπωση προτού αναληφθεί επαρκής δράση, ιδίως εάν τα βελτιωμένα οικονομικά αποτελέσματα δεν γίνουν αισθητά σε όλη την κοινωνία» αναφέρεται στην ανάλυση.
Η S&P εντείνει την πίεση για γρήγορη δράση στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων, ολοκλήρωση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων – με έμφαση στην ολοκλήρωση της πώλησης των ποσοστών στον τραπεζικό τομέα αλλά και του σχεδιασμού για τον πέμπτο πόλο – και πλήρη αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης προκειμένου να διαχυθεί το όφελος και η οικονομία να πετύχει μέση ανάπτυξη 2,4% στην τριετία 2024 – 2027, και να διατηρήσει το χρέος σε μια επιταχυνόμενη πτωτική τροχιά.
«Μεσοπρόθεσμα και ιδίως εάν διατηρηθεί το μεταρρυθμιστικό μομέντουμ θεωρούμε πως η Ελλάδα μπορεί να αναπτύσσεται ταχύτερα από τα κράτη – μέλη στην ευρωζώνη με ρυθμό 2,4% στην τριετία 2024 – 2027» με δεδομένη τη διαθεσιμότητα των κονδυλίων του ΤΑΑ, την ευρύτερη βελτίωση της κατάστασης σε τράπεζες και νοικοκυριά αλλά και το ότι η ελληνική οικονομία παραμένει σχεδόν 22% μικρότερη σε σχέση με τα υψηλότερα επίπεδα που είχε φτάσει προ κρίσης.
Το κλειδί για όλα στην παρούσα φάση έγκειται στις μεταρρυθμίσεις. Όπως σημειώνει ο ξένος οίκος μετά την επιτυχή επανεκλογή της, η κυβέρνηση διαθέτει την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και είναι απίθανο να αντιμετωπίσει σημαντικά νομοθετικά εμπόδια για την εφαρμογή της πολιτικής της ατζέντας ενώ εστιάζει σε τέσσερα πεδία:
1. Δικαστικό σύστημα. Η μεγάλη καθυστέρηση στα δικαστήρια και τα ευρύτερα προβλήματα στο δικαστικό σύστημα εδώ και καιρό παρεμποδίζουν το κράτος δικαίου, το επενδυτικό περιβάλλον και, ως εκ τούτου, τις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας. Οι αλλαγές που έγιναν στις αρχές του 2024 ενθαρρύνουν τον εξωδικαστικό συμβιβασμό για διάφορους τύπους υποθέσεων, ενώ μια ευρύτερη δέσμη μέτρων που στοχεύει σε διάφορους τομείς του νομικού συστήματος ελπίζεται να περάσει φέτος.
2. Ιδιωτικοποιήσεις και ολοκλήρωση της αποκρατικοποίησης στον τραπεζικό κλάδο παράλληλα με την διαχείριση των προβλημάτων στις μη συστημικές τράπεζες. «Φέτος επιδιώκεται η είσπραξη επιπλέον 5 δισ. ευρώ με τις πωλήσεις διαφόρων αυτοκινητοδρόμων και λιμανιών είτε να έχουν πραγματοποιηθεί είτε να βρίσκονται στα σκαριά. Η πλήρης εκχώρηση του τελευταίου μεριδίου (τράπεζες), μαζί με την αντιμετώπιση των προβλημάτων που παραμένουν ακόμη σε μη συστημικές τράπεζες, αποτελούν βασικά ορόσημα που δεν έχουν ακόμη επιτευχθεί.»
3. Δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις επικεντρωμένες στην ψηφιοποίηση και στη φορολογική συμμόρφωση, ιδίως η υποχρέωση να διαθέτουν μηχανήματα POS για τους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας από την 1η Απριλίου, σε συνδυασμό με τη σύνδεση των εν λόγω μηχανημάτων με τις φορολογικές αρχές από το 2023, αναμένεται να περιορίσει περαιτέρω την παραοικονομία.
4. Συζητούνται και άλλες μεταρρυθμίσεις: σχετικά με την υγεία, τις χρήσεις γης, την αγορά προϊόντων και τον ανταγωνισμό, καθεμία από τις οποίες έχει τηδυνατότητα να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας, εάν εφαρμοστεί επιτυχώς
Όπως αναφέρουν οι αναλυτές του οίκου οι μεταρρυθμίσεις παράλληλα με το δυνητικό οικονομικό τους όφελος θα συμβάλλουν στην απελευθέρωση και απορρόφηση των κονδυλίων του ΤΑΑ, που είναι το βασικό αναπτυξιακό μαξιλάρι για την ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια. Το ΤΑΑ διαρκεί επισήμως μέχρι το τέλος του 2026, οπότε και πρέπει να απορροφηθούν οι επιχορηγήσεις, διαφορετικά θα χαθούν, ενώ τα δάνεια που έχουν συναφθεί έχουν επιπλέον τρία έτη να δαπανηθούν δηλαδή μέχρι το 2029 όπως σημειώνεται στην έκθεση με τον οίκο πάντως να εκτιμά πως δεν αποκλείεται η προθεσμία του 2026 να πάρει παράταση δεδομένης της αργής υιοθέτησης που σημειώνεται σε ολόκληρη την ΕΕ, επί του παρόντος.
Η πλήρης αξιοποίηση των κονδυλίων του ΤΑΑ θα επέτρεπε στη χώρα να προχωρήσει στην επίτευξη ενός από τους βασικούς στόχους της πολιτικής της, δηλαδή την αύξηση των επενδύσεων σε σχέση με το ΑΕΠ, το οποίο σήμερα ανέρχεται στο13,9%. Αφού κυμάνθηκαν γύρω στο 11% για όλα τα χρόνια μετά την κρίση χρέους, οι επενδύσεις αρχίζουν επιτέλους να ανακάμπτουν, αλλά παραμένουν πολύ χαμηλότερα κάτω τόσο από το μέσο όρο της ΕΕ (22,2% το 2023) όσο και από τα προ κρίσης επίπεδα της Ελλάδας (23,8% κατά μέσο όρο την περίοδο 2000-2009).
Σύμφωνα με το διεθνή οίκο, όπως και άλλες μικρές ανοικτές οικονομίες, η Ελλάδα παραμένει εκτεθειμένη στους μεταβαλλόμενους ανέμους της παγκόσμιας οικονομίας και τους συνεχιζόμενους γεωπολιτικούς κινδύνους. Αυτές περιλαμβάνουν μια πιθανή οικονομική επιβράδυνση που θα μπορούσε να επηρεάσει τους σημαντικούς για την οικονομική ανάπτυξη στη χώρα τομείς του τουρισμού και της ναυτιλίας, ή μια άλλη ξαφνική αύξηση των τιμών της ενέργειας.
Οι εξελίξεις αυτές θα μπορούσαν να επιβραδύνουν τη βελτιωμένη δυναμική των μεγεθών της Ελλάδας, ενώ το υψηλό απόθεμα χρέους – που ωστόσο έχει ένα εξαιρετικά ευνοϊκό προφίλ αποπληρωμής και δεν προκαλεί ανησυχία για την εξυπηρέτηση του – και η σχετικά αδύναμη θέση εξωτερικής ρευστότητας της οικονομίας παραμένουν βαρίδια για την αξιολόγηση των ξένων οίκων. Ένα από τα βασικά τρωτά σημεία της Ελλάδας έγκειται στις αυξημένες εξωτερικές ανισορροπίες της χώρας.
Παρόλο που το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών βελτιώθηκε αισθητά πέρυσι – μειώθηκε στο 6,4% του ΑΕΠ από 10,3% το 2022 – περαιτέρω μεγάλη βελτίωση του CAD φαίνεται απίθανη βραχυπρόθεσμα. Αυτό οφείλεται στο ότι η σημαντική μείωση των τιμών της ενέργειας, η οποία εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τη βελτίωση του περασμένου έτους, είναι απίθανο να επαναληφθεί. Επιπλέον, ο οίκος αναμένει ότι η επενδυτική δραστηριότητα με έμφαση στις εισαγωγές θα συνεχίσει να επιταχύνεται τα επόμενα χρόνια.
Η περαιτέρω πρόοδος στην αντιμετώπιση της εξωτερικής αδυναμίας της Ελλάδας είναι πιθανό να εξαρτάται από την επιτυχία ή μη της μείωσης της εξάρτησης από τις εισαγωγές ενέργειας, μεταξύ άλλων μέσω της αύξησης της εγχώριας παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.
Διαβάστε επίσης:
«Μικρά αλλά σημαντικά έργα, σε κάθε γωνιά της Ελλάδας»
Ο Δίας, η Αφροδίτη, τα ουράνια θαύματα και ο εθνοσωτήρας Στέφανος