Στην επιβεβαίωση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας στο ΒΒ+ με σταθερή προοπτική προχώρησε η Standard & Poor’s το βράδυ της Παρασκευής.

Tο σταθερό outlook αντανακλά την προσδοκία ότι τα δημοσιονομικά αποθέματα της χώρας αλλά και η  αποδεδειγμένη της αποτελεσματική πολίτική θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να απορροφήσει τις έμμεσες επιπτώσεις στην οικονομία και τα δημόσια οικονομικά της από τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας. Η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να αναβαθμιστεί εφόσον συνεχιστούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, παράλληλα με ισχυρότερες από τις αναμενόμενες οικονομικές και δημοσιονομικές επιδόσεις. Αντίθετα θα μπορούσε να μειώσει τις αξιολογήσεις της Ελλάδας εάν η οικονομία αποδυναμωθεί σημαντικά περισσότερο από ό,τι αναμένουμε ή εάν οι δημοσιονομικές επιδόσεις επιδεινωθούν σημαντικά κάτω από τις προβλέψεις του οίκου.

Ο οίκος αξιολόγηση προβλέπει επίσης πως το 2023 η ανάπτυξη της Ελλάδας θα επιβραδυνθεί κάτω από το 2%, ενώ πιθανές περαιτέρω ενεργειακές διαταραχές στην Ευρώπη θολώνουν τις προοπτικές.

Η S&P προβλέπει πως οι ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας το 2022 θα οδηγήσουν σε σημαντική μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος φέτος σε περίπου 4,0% του ΑΕΠ από 7,4% το 2021.

«Παρόλο που πιστεύουμε ότι η οικονομική επιβράδυνση και οι πιθανές πρόσθετες πιέσεις στις κρατικές δαπάνες ενόψει των βουλευτικών εκλογών του 2023 ενδέχεται να εμποδίσουν την ικανότητα της κυβέρνησης να επιτύχει τον στόχο της για δημοσιονομικό ισοζύγιο, αναμένουμε ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα θα μειωθεί περαιτέρω, θέτοντας διακριτά το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ σε πτωτική τροχιά», εκτιμά η S&P.

Για το χρέος, η S&P αναφέρει πως λαμβάνοντας υπόψη τη λητότητα και το μέσο κόστος επιτοκίου, η Ελλάδα έχει ένα από τα πιο ευνοϊκά προφίλ χρέους από όλα τα κράτη που αξιολογεί ο οίκος. Αναμένει ότι το εμπορικό μέρος του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης της Ελλάδας θα αντιπροσωπεύει περίπου το 25% του συνολικού χρέους, ή λίγο περισσότερο από το 50% του ΑΕΠ, στο τέλος του 2022. Προβλέπει επίσης ότι οι δείκτες ακαθάριστου και καθαρού χρέους της γενικής κυβέρνησης της Ελλάδας προς το ΑΕΠ θα συνεχίσουν να έχουν πτωτική τάση το 2022-2025, υποβοηθούμενοι από την ανάκαμψη της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ και τη δημοσιονομική εξυγίανση.

Ο αμερικανικός οίκος, που αιφνιδίασε ευχάριστα τον περασμένο Απρίλιο ωθώντας την ελληνική οικονομία ένα μόλις σκαλοπάτι πριν την επενδυτική βαθμίδα, αναμενόταν ούτως ή άλλως πως πολύ δύσκολο θα προχωρούσε σε βελτίωση της αξιολόγησης του, δίνοντας στη χώρα την επενδυτική βαθμίδα, πριν τις εκλογές και σε περιβάλλον έντονης μεταβλητότητας και ισχυρών προκλήσεων διεθνώς.

Κάπως έτσι, έκλεισε για την  ελληνική οικονομία, χωρίς θετικές εκπλήξεις, ο φετινός κύκλος των «ραντεβού» της με τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης.

Θα πρέπει να σημειωθεί πως από την ερχόμενη εβδομάδα μέχρι και τις αρχές Δεκεμβρίου, το Δημόσιο θα βρίσκεται με το χέρι στη σκανδάλη για να πραγματοποιήσει μια ακόμη ομολογιακή έκδοση, πιθανόν περιορισμένης έκτασης και μάλλον της τελευταίας για φέτος. Ο χρόνος της έκδοσης θα είναι συνάρτηση κυρίως της μεταβλητότητας στις αγορές. Όσο υπάρχει έντονη μεταβλητότητα δύσκολα θα προκριθεί μια νέα έκδοση καθώς το βασικό ζητούμενο για το δημόσιο είναι να κάνει εκδόσεις που δεν θα γεμίζουν απλά τα ταμεία αλλά που θα ενδυναμώνουν τη σχέση του δημοσίου ως εκδότη με τους επενδυτές.

Αυτό σημαίνει πως έχοντας την πολυτέλεια των ταμειακών διαθεσίμων, που κινούνται σε πολύ υψηλά επίπεδα, το Δημόσιο προτιμά να κάνει εκδόσεις όταν θα κρίνει πως η αγορά είναι πιο ομαλή για να αποφεύγονται οι εκπλήξεις και για το ίδιο αλλά και για τους επενδυτές μετέπειτα. Πάντως οι αρχικές προβλέψεις για δανεισμό από 10 – 12 δισ. ευρώ φέτος φαίνεται πως δεν θα πραγματοποιηθούν. Το δημόσιο έχει ήδη δανειστεί σχεδόν 7,5 δισ. φέτος ενώ και ο σχεδιασμός για την έκδοση του πρώτου πράσινου ομολόγου μετατίθεται για το 2023, όπως είχε αποκαλύψει το Mononews.