Χρήστος Σταϊκούρας – Υπουργός Οικονομικών
Το προσχέδιο της Κομισιόν για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας αναμένεται να «αποκαλύψουν» σήμερα το μεσημέρι ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόβσκις και ο Επίτροπος Οικονομικών Πάολο Τζεντιλόνι.
Η αλλαγή των δημοσιονομικών κανόνων που θα πρέπει να ακολουθούν όλα τα κράτη – μέλη της ΕΕ «πάγωσαν» λόγω της πανδημίας έως και το 2022.
Μεγάλη ανησυχία έχει προκαλέσει το γεγονός ότι η πανδημία έχει αφήσει πίσω της τεράστια ελλείμματα και υψηλά χρέη, για τα οποία θα πρέπει να βρεθεί η κατάλληλη «φόρμουλα» μείωσής τους. Το θέμα αφορά άμεσα την Ελλάδα, η οποία καταγράφει διψήφια ποσοστά ελλείμματος, ενώ διαθέτει το υψηλότερο χρέος σε όλη την Ευρώπη, που ξεπερνά το 200% του ΑΕΠ.
Με βάση το τρέχον Σύμφωνο Σταθερότητας τα κράτη – μέλη δεν θα πρέπει να ξεπερνούν το όριο ελλείμματος του 3% του ΑΕΠ και το όριο του 60% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος για το χρέος. Ωστόσο, η ιστορία έχει αποδείξει στην πράξη ότι αυτοί οι δημοσιονομικοί κανόνες έχουν ακυρωθεί στην πράξη εδώ και χρόνια, αφού ο μέσος όρος χρέος στην Ευρώπη ξεπερνά το 90% του ΑΕΠ.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δηλώνει πρόθυμη να θέσει ρεαλιστικούς στόχους για τη μείωση του χρέους από το 2023, όταν και θα επανέλθει το Σύμφωνο, ωστόσο ο σκληρός πυρήνας χωρών του βορρά, πιέζουν για τη λήψη μέτρων ακόμα και μέσα στο 2022. Υπενθυμίζεται πως οκτώ χώρες (Σουηδία, Φινλανδία, Λετονία, Δανία, Ολλανδία, Τσεχία, Αυστρία και Σλοβακία) έχουν στείλει επιστολή στο άτυπο Eurogroup της 10ης Σεπτεμβρίου που συνεδρίαση στη Σλοβενία, με την οποία καλούν την Ευρώπη να εστιάσει στην άμεση μείωση του χρέους.
Πάντως, η Κομισιόν δεν αναμένεται να λάβει καμία τελική απόφαση πριν λάβει υπόψη της, τις απόψεις όλων των κρατών μελών. Με αυτό τον τρόπο θα δοθεί ο απαραίτητος χρόνος στη Γερμανία να σχηματίσει κυβέρνηση, αλλά και στη Γαλλία να εκλέξει νέο Πρόεδρο.
Η ρήτρα διαφυγής
Παρά τις πιέσεις του σκληρού μπλοκ των βόρειων χωρών, φαίνεται πως η Ευρώπη αναμένεται να λάβει υπόψη της το παράδειγμα της πανδημίας. Η Κομισιόν ενεργοποίησε τη γενική ρήτρα διαφυγής και τα κράτη μέλη κατάφεραν να καλύψουν το σύνολο ή τουλάχιστον ένα πολύ μεγάλο μέρος των απωλειών σε ένα χρόνο.
Επίσης, πηγές της Κομισιόν τονίζουν πως ορισμένες δημόσιες δαπάνες για επενδύσεις όπως για παράδειγμα για την πράσινη ανάπτυξη, θα πρέπει να έχουν διαφορετική μεταχείριση από τις υπόλοιπες επενδυτικές δαπάνες των κρατών μελών.
Οι ελληνικές προτάσεις
Στις αρχές Σεπτεμβρίου, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής είχε καταθέσει (κατόπιν αιτήματος του Υπουργού Οικονομικών κ. Χρήστου Σταϊκούρα τις ελληνικές θέσεις για την αναθεώρηση του Δημοσιονομικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης:
- Το κριτήριο του χρέους στο 60% του ΑΕΠ ως τιμή αναφοράς (anchor) για όλα ανεξαιρέτως τα κράτη μέλη είναι ιδιαίτερα περιοριστικό και πρακτικά ανεφάρμοστο. Tο 2020 το συνολικό δημόσιο χρέος της Ευρωζώνης έφτασε στο 98% του ΑΕΠ (από 84% το 2019). Σε κάποια κράτη-μέλη (Πορτογαλία, Ιταλία) το χρέος είναι υπερδιπλάσιο της τιμής αναφοράς (133,6% και 155,8% αντίστοιχα) ενώ στην Ελλάδα είναι υπερτριπλάσιο (205,6%). Θα πρέπει να καθοριστούν ρεαλιστικοί στόχοι για το ύψος του δημόσιου χρέους, διαφορετικοί για κάθε κράτος-μέλος, που θα λαμβάνουν υπόψη το αρχικό του ύψος, τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες, τις ευρύτερες οικονομικές συνθήκες (ονομαστική μεγέθυνση και επιτόκια δανεισμού) και τις δημοσιονομικές δυνατότητες προσαρμογής. Το κριτήριο του χρέους θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από σημαντικό βαθμό ευελιξίας, ώστε να είναι συμβατό με τις ποικίλες εθνικές ιδιαιτερότητες και να αποφεύγονται διαταραχές στη συνοχή της Ευρωζώνης. Οι στόχοι αυτοί θα προτείνονται από το κάθε κράτος-μέλος, κατόπιν ανεξάρτητης αξιολόγησης και θα εγκρίνονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δεσμεύοντας τη χώρα να συγκλίνει σε αυτό το επίπεδο σε ορίζοντα 5-10 ετών.
- Ο μεσοπρόθεσμος δημοσιονομικός στόχος (Medium Term Objective) είναι κριτήριο συμμόρφωσης που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί συμπληρωματικά. Υπολογίζεται ως το πρωτογενές αποτέλεσμα, αφού εξαιρεθούν τα εφάπαξ μέτρα, ως ποσοστό του δυνητικού ΑΕΠ. Παρότι επιτυγχάνει την εξάλειψη της κυκλικότητας από τη μέτρηση του δημοσιονομικού αποτελέσματος και παρέχει ευελιξία για τη δημιουργία ελλειμμάτων σε συνθήκες ύφεσης, δεν είναι παρατηρήσιμο μέγεθος και ο υπολογισμός του προκύπτει από σχετικά περίπλοκη μεθοδολογία που το καθιστά δυσνόητο στους περισσότερους πολίτες. Μπορεί να παραμείνει ως συμπληρωματικό στοιχείο, ενδεικτικό της δημοσιονομικής κατάστασης, χωρίς όμως να αποτελεί το βασικό κριτήριο συμμόρφωσης και επιβολής κυρώσεων όπως μέχρι σήμερα.
- Ο ρυθμός αύξησης των καθαρών δημόσιων δαπανών (expenditure benchmark) μπορεί να αποτελέσει το βασικό εργαλείο μέτρησης της δημοσιονομικής προσπάθειας και σύγκλισης προς το επιθυμητό ύψος δημόσιου χρέους. Το εν λόγω μέγεθος έχει οριστεί από το 2011 και υπολογίζεται από το σύνολο των δημόσιων δαπανών αφού αφαιρεθεί η εξυπηρέτηση χρέους και τα επιδόματα ανεργίας και αφού εξαιρεθούν οι (θετικές ή αρνητικές) μεταβολές των φορολογικών εσόδων που οφείλονται σε διακριτικές πολιτικές (δηλαδή αλλαγές συντελεστών). Το συγκεκριμένο μέγεθος είναι σχετικά εύκολα αντιληπτό και ο ρυθμός μεταβολής του πρέπει να καθορίζεται με τρόπο που οδηγεί στη μείωση του δημόσιου χρέους στο επιθυμητό επίπεδο. Επιπρόσθετα, μπορεί να επιτηρείται με διαφάνεια από εθνικούς και ευρωπαϊκούς φορείς ώστε να μετριέται η επίδοση της χώρας.
- Ιδιαίτερη μεταχείριση απαιτείται για τις δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες θα πρέπει να αυξηθούν σημαντικά προκειμένου να επιταχυνθεί η ανάκαμψη και να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής. Έχει διαπιστωθεί ότι σε πολλές περιπτώσεις δημοσιονομικής προσαρμογής οι δημόσιες επενδύσεις μειώνονταν δυσανάλογα, υπονομεύοντας τις μακροχρόνιες προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης. Ένα μέρος τους, σαφώς ορισμένο με αντικειμενικά κριτήρια, πρέπει να εξαιρεθεί από τον ορισμό των καθαρών δαπανών. Για να αποφευχθούν προβλήματα σχετικά με τον ορισμό των δημόσιων επενδύσεων και απόπειρες λογιστικής χειραγώγησης, θα πρέπει να υιοθετηθεί ένας αυστηρός κοινός «συμμετρικός» ορισμός που θα παρακολουθείται σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Ενδεικτικά, θα μπορούσαν να αφαιρούνται από τις καθαρές δαπάνες τόσο οι «πράσινες» δημόσιες επενδύσεις όσο και το κόστος μετάβασης σε καθαρές μορφές ενέργειας για κλάδους και περιοχές εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής.
- To Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα πρέπει να μετεξελιχθεί σε έναν μόνιμο μηχανισμό μακροοικονομικής σταθεροποίησης. Ο μηχανισμός αυτός θα πρέπει να υποστηρίζεται από ένα μεγάλο προϋπολογισμό σε επίπεδο ΕΕ, ο οποίος θα πρέπει να χρηματοδοτείται μέσω φορολογίας και θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα δανεισμού από τις διεθνείς αγορές. Η κύρια στόχευσή του θα πρέπει να είναι στη χρηματοδότηση επενδύσεων και στην αντιμετώπιση μεγάλων, εξωγενών διαταραχών.
- Καθώς κανένα πλαίσιο κανόνων δεν μπορεί να προβλέψει όλα τα πιθανά ενδεχόμενα, είναι απαραίτητο να διαμορφωθούν προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση εθνικής ρήτρας διαφυγής, εφόσον συντρέχουν ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες. Η ύπαρξη αυτών των συνθηκών θα πρέπει να πιστοποιείται από ανεξάρτητη εθνική αξιολόγηση και να εγκρίνεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.