ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Τα μεγάλα σχέδια της Intralot, το παρασκήνιο για τη ΔΕΠΑ, οι νέες business του Λου Κολλάκη, έτοιμος ο Φέσσας, οι αλλαγές του Νεμπή, τα νέα πλοία του Προκοπίου, το κάλεσμα της Μήτση, οι περιπέτειες της πλατινομαλλούσας σε Βουλιαγμένη – Λεγρενά και ο ΧΧ
Ανακουφίζουν μεν, δεν μειώνουν την ύφεση δε, τα δημοσιονομικά μέτρα ελάφρυνσης μισθωτών, νοικοκυριών, επιχειρήσεων και επαγγελματιών που λαμβάνει η κυβέρνηση.
Τη στιγμή που ο πρωθυπουργός ανακοινώνει από το βήμα της Βουλής χθες νέα μέτρα για τα αδύναμα νοικοκυριά με νέα επιδόματα, αποτελεί κοινή διαπίστωση, όχι μόνο στο οικονομικό επιτελείο, αλλά και στους κόλπους του Eurogroup, ότι ακόμα κι αν αυξηθούν τα δημοσιονομικά μέτρα, κάτι τέτοιο δεν αποτυπώνεται σε μείωση της ύφεσης. Κατά συνέπεια ακυρώνονται αιτιάσεις, προτάσεις ή πρωτοβουλίες που έχουν διατυπωθεί κατά το παρελθόν, στην Ελλάδα, κυρίως από την αξιωματική αντιπολίτευση, τον ΣΥΡΙΖΑ, για εμπροσθοβαρή μέτρα της τάξης των 30 δισ. ευρώ.
Με μια ψύχραιμη ματιά, το σκεπτικό της διαπίστωσης αυτής είναι ότι τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο lockdown, στην Ελλάδα, αλλά και στη συνέχεια που ήρθησαν οι περιορισμοί, δεν έπεσαν χρήματα στην κατανάλωση. Το αντίθετο μάλιστα. Μισθοί, επιδόματα, ειδικές αποζημιώσεις κατευθύνθηκαν στους τραπεζικούς λογαριασμούς, όπου και παρέμειναν. Ακόμα και δόσεις δανείων που εξυπηρετούνταν κανονικά μέχρι την επιβολή των περιοριστικών μέτρων στη κοινωνία και την οικονομία έμειναν απλήρωτες, με συνέπεια οι τράπεζες, αλλά και η κεντρική τράπεζα της χώρας, να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τη δημιουργία στρατιάς νέων «κόκκινων» δανείων, που θα υπερβούν τα 5 δισ. ευρώ.
Η κατάσταση αναμένεται να επιβαρυνθεί περισσότερο. Η κυβέρνηση δεν αποκλείει το ενδεχόμενο και τρίτου lockdown, αυτή τη φορά για τους πρώτους μήνες του 2021, που σημαίνει νέα μέτρα, διάθεση νέων όπλων από τα διαθέσιμα ή από τα δάνεια που θα συνάψει η κυβέρνηση από νέες εξόδους της χώρας στις αγορές, επιβαρύνοντας α) το έλλειμμα, β) μην αλλάζοντας το ρυθμό της ύφεσης και γ) το χρέος, για το οποίο η επίσημη εκτίμηση, όπως διατυπώθηκε από τον αναπληρωτή ΥΠΟΙΚ Θεόδωρο Σκυλακάκη θα αγγίξει ακόμα και το 206% ως ποσοστό του ΑΕΠ!
Ποιος θα βγει να ξοδέψει όταν ξέρει ότι μπορεί να έρθει νέα καραντίνα ή όταν οι περιορισμοί στην οικονομική δραστηριότητα θα συνεχίσουν να υπάρχουν;
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθενται στο προσχέδιο του προϋπολογισμού, «οι τραπεζικές καταθέσεις των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων αυξήθηκαν συνολικά περίπου κατά 4,8 δισ. ευρώ τους πρώτους επτά μήνες του έτους (έναντι αύξησης 0,4 δισ. ευρώ την ίδια περίοδο του 2019). Η άνοδος των καταθέσεων των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων προήλθε επίσης κατά κύριο λόγο από καταθέσεις μίας ημέρας (3/4 της συνολικής ροής του επταμήνου Ιανουαρίου – Ιουλίου 2020) πιθανώς αντανακλώντας τη συγκέντρωση διαθεσίμων από τις επιχειρήσεις κατά την περίοδο της πανδημίας, είτε για λόγους πρόνοιας είτε λόγω πίστωσης προϊόντος δανείου ή χρηματοδοτικού εργαλείου υπέρ της ενίσχυσης ρευστότητας των επιχειρήσεων που επλήγησαν από την πανδημία. Παρά την αρνητική επίδραση που συνέχισε να ασκεί η συρρίκνωση των στεγαστικών και των καταναλωτικών δανείων, οι καταθέσεις των νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά 3,3 δισ. ευρώ (έναντι αύξησης 3,1 δισ. ευρώ την ίδια περίοδο του 2019)».
Εν μέσω καραντίνας δύσκολα λοιπόν κάποιος θα καταναλώσει ή κάποια επιχείρηση θα ξοδέψει. Η εγχώρια ζήτηση, σύμφωνα με το προσχέδιο, το οποίο αναμένεται να αλλάξει δραστικά από τις νεότερες εκτιμήσεις του οικονομικού επιτελείου που θα παρατίθενται στον προϋπολογισμό, αναμένεται να έχει μεγαλύτερη αρνητική συμβολή στο ΑΕΠ στο σύνολο του έτους σε σχέση με τον εξωτερικό τομέα της οικονομίας, εξηγώντας το 60% της ύφεσης. Η πραγματική ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να μειωθεί κατά 6,0% έναντι του 2019, εν μέσω μείωσης της συνολικής απασχόλησης κατά 4,7% και της απασχόλησης των μισθωτών κατά 5,2%, που εκτιμάται ότι θα επιφέρει μείωση των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας κατά 7%. Η μείωση αυτή οφείλεται αφενός στη μείωση του αριθμού των μισθωτών και αφετέρου στην απώλεια του 1,9% του μέσου ονομαστικού μισθού το 2020. Ο πραγματικός μέσος μισθός εκτιμάται ότι θα μειωθεί λιγότερο, κατά 1,3% έναντι του 2019.
Διαβάστε ακόμη: