H αναμενόμενη με μεγάλη αγωνία από την Αθήνα σημερινή συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στη Φρανκφούρτη αναμένεται να ρίξει φως στο πως και εάν θα καταστεί δυνατό η Ελλάδα να εξακολουθήσει να επωφελείται από τη φθηνή ρευστότητα και μετά την εκτόνωση των έκτακτων – λόγω πανδημίας – μέτρων στήριξης.

Σε σκηνικό αβεβαιότητας για την πορεία της πανδημίας αλλά και ισχυρών πιέσεων εξαιτίας του πληθωρισμού τα πράγματα ζορίζουν με τις αγορές να περιμένουν τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια σήμερα από την ΕΚΤ. Οι απαντήσεις της Κριστίν Λαγκάρντ στη συνέντευξη τύπου που έχει προγραμματιστεί το μεσημέρι μετά τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου θα ζυγιστούν προσεκτικά από τις αγορές με κυρίαρχο ερώτημα το χρονοδιάγραμμα για τον τερματισμό του PEPP και τις προβλέψεις των κεντρικών τραπεζιτών για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό.

Αρκετοί αναλυτές εκτιμούν πως σε ένα βαθμό τουλάχιστον για να αποκρυσταλλωθούν οι τάσεις θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι την επόμενη συνεδρίαση το Φεβρουάριο καθώς ο βαθμός αβεβαιότητας στη σκιά της ραγδαίας εξάπλωσης της Όμικρον, παραμένει ισχυρός. Σε κάθε σενάριο ωστόσο οι τάσεις που θα παρουσιαστούν σήμερα θα ξεκαθαρίσουν σε μεγάλο βαθμό το τοπίο.

Ειδικά για την περίπτωση της Ελλάδας, το πως θα αντιμετωπίσει τελικά η ΕΚΤ τα ελληνικά ομόλογα, τα μόνα ομόλογα στην ευρωζώνη που ανήκουν στην κατηγορία junk καθώς δεν έχουμε επενδυτική βαθμίδα είναι ένα εξαιρετικά πιεστικό ερώτημα, ύψιστης προτεραιότητας.

Η μάχη που έχει δοθεί στο παρασκήνιο σε επίπεδο οικονομικής διπλωματίας τους τελευταίους μήνες, ειδικά από τη διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος είναι πολυεπίπεδη και σκληρή. Το να συμπεριληφθεί όμως η Ελλάδα, χωρίς επενδυτική βαθμίδα, στο κανονικό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (ΑPP) είναι εξαιρετικά δύσκολο, λόγω καταστατικών και άλλων περιορισμών.

Εκείνο που φαίνεται να επιδιώκεται είναι να εξασφαλιστεί μια ευέλικτη φόρμουλα, με την οποία μέσω των επανεπενδύσεων των ομολόγων του PEPP, να παρασχεθεί στήριξη στα ελληνικά ομόλογα μέχρις ότου η χώρα ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα, κάτι που οι περισσότεροι δεν αναμένουν πριν τις αρχές του 2023.

Το μεγάλο ερώτημα βέβαια είναι το κατά πόσο το όποιο σχήμα εν τέλει αποφασισθεί θα έχει την «ισχύ» να θωρακίσει την ελληνική αγορά από μια σημαντική άνοδο του κόστους δανεισμού, που θα ήταν άκρως επιβαρυντική στην ανάκαμψη της οικονομίας με βιώσιμο τρόπο. Θα ήταν παράλογο σε μια στιγμή που το κυρίαρχο ζητούμενο είναι η ανάκαμψη να αφεθεί η Ελλάδα στην τύχη της επειδή, λόγω πανδημίας, καθυστέρησε η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.

Αυτό είναι ένα από τα βασικά επιχειρήματα της Αθήνας, το οποίο υποστηρίζει φυσικά ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος που είναι στην πρώτη γραμμή της λεπτής αυτής συζήτησης, ενώ την ίδια στιγμή τα οικονομικά δεδομένα που υπάρχουν στο τραπέζι δρουν βοηθητικά στην επιχειρηματολογία της Αθήνας. Η ανάκαμψη κινείται με δυναμικό ρυθμό, παρά τις αντιξοότητες, τα δημοσιονομικά παρά την επιδείνωση δεν αφήνονται στην τύχη τους ενώ η χώρα διαθέτει ταμειακά διαθέσιμα σχεδόν 40 δισ. ευρώ, το υψηλότερο ως ποσοστό του ΑΕΠ σίγουρα στην Ευρώπη.

Κάποια σενάρια θέλουν τη φόρμουλα για να συνεχίσουν τα ελληνικά ομόλογα να τυγχάνουν αντίστοιχης «στήριξης» με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά να συνδέεται με κάποιον τρόπο με το ενδεχόμενο μιας τεχνικού χαρακτήρα παράτασης της μεταμνημονιακής εποπτείας, που τυπικά λήγει στις αρχές καλοκαιριού. Προκειμένου να δίνεται μια εξασφάλιση, τυπικού, χαρακτήρα για να συνεχίζεται η παροχή στήριξης και να διατηρείται συμπιεσμένο το κόστος δανεισμού προς όφελος της ανάκαμψης στο μικρό αυτό διάστημα που μεσολαβεί μέχρι την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.

Ούτως ή άλλως με τεχνική παράταση ή χωρίς, οι συζητήσεις για τη λήξη της μεταμνημονιακής εποπτείας αναμένεται να ξεκινήσουν με τους επόπτες στις αρχές Ιανουαρίου. Το σενάριο της παράτασης δεν είναι φυσικά το ιδανικό. Κάποιοι όμως, ειδικά στην περίπτωση που τα πράγματα ζορίσουν, εκτιμούν πως εν τέλει θα μπορούσε απλά να είναι το μικρότερο κακό, ή απλά μια χρήσιμη παραχώρηση από την ελληνική πλευρά προκειμένου να θωρακιστεί αυτό που εν τέλει έχει και την πιο μεγάλη αξία. Δηλαδή η ανάπτυξη.

Διαβάστε επίσης:

FED: Τέλος τον Μάρτιο το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων – Έως τρεις αυξήσεις επιτοκίων μέσα στο 2022

Σταϊκούρας για μειωμένο ΦΠΑ σε νησιά: Διεκδικήσαμε και πετύχαμε καθαρές λύσεις