Μετά από μία δραματική ύφεση της τάξεως του 9,0% (σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ) το 2020, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει μία σημαντική ανάκαμψη «τύπου V» και όχι U.

Η ελληνική οικονομία ανακάμπτει με ταχύ ρυθμό, όπως σημειώνεται στο τετραμηνιαίο περιοδικό του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) «Οικονομικές Εξελίξεις», το οποίο είναι διαθέσιμο ηλεκτρονικά στην ιστοσελίδα του κέντρου (τεύχος 46 – Οκτώβριος 2021). Όμως, όπως αναφέρεται, η ακρίβεια δημιουργεί αβεβαιότητα.

Ουσιαστικά,  όπως τονίζει το ΚΕΠΕ, αυτό που βλέπουμε είναι μία επαλήθευση της θεωρίας του ελατηρίου. Και δεν είναι μόνο τα στοιχεία του τελευταίου τριμήνου που επαληθεύουν αυτήν την εκτίμηση.

Είναι και οι εκτιμήσεις των ξένων και εγχώριων οίκων και επενδυτικών τραπεζών που ανεβάζουν τον πήχη της ανάπτυξης για το 2021 γύρω στο 8%, αρκετά υψηλότερα από το αναθεωρημένο 6,1% της κυβέρνησης: Στο 7,5% η Εθνική Τράπεζα, στο 7,8% η UBS, η Oxford Analytics και η Moody’s Analytics, στο 7,9% το ΚΕΠΕ, στο 8% το ΙΟΒΕ, στο 8,5% η Capital Economics και στο 8,6% η Scope Ratings. Είναι, πλέον, προφανές ότι η κρατική στήριξη των περίπου 40 δισ. ευρώ διέσωσε την παραγωγική βάση της οικονομίας, αύξησε σημαντικά τις καταθέσεις και συγκράτησε την ανεργία στο 13,9% τον Αύγουστο του 2021, που είναι το χαμηλότερο επίπεδο 11 ετών.

Στην επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης συνεισέφεραν, κατά σειρά μεγέθους, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου (11,8%), η δημόσια κατανάλωση (7,0%), οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (5,8%) και η ιδιωτική κατανάλωση (4,7%) στην καταγεγραμμένη πορεία της εξαμηνιαίας ανάπτυξης του 2021.

Ακρίβεια: Ο μεγαλύτερος κίνδυνος

Όπως σημειώνει το ΚΕΠΕ, τους τελευταίους μήνες παρατηρείται μία έξαρση της ακρίβειας σχεδόν σε όλα τα αγαθά. Οι αυξήσεις είναι ιδιαίτερα αισθητές στην ενέργεια (φυσικό αέριο, ηλεκτρισμός, πετρέλαιο) στις μεταφορές και στις πρώτες ύλες. Για παράδειγμα, η τιμή του πετρελαίου ανήλθε σε περίπου 84 δολάρια ανά βαρέλι, τιμή πάνω από τέσσερις φορές υψηλότερη από εκείνη που είχε καταγραφεί εν μέσω πανδημίας (περίπου 20 δολ. ανά βαρέλι εντός του Απριλίου του 2020). Τα ηλεκτρολογικά είδη έχουν αυξηθεί έως και 60% από την αρχή του χρόνου. Το κόστος ενός κοντέινερ έχει εκτιναχθεί από τα 1.500 ευρώ πέρυσι στις 12.000 ευρώ φέτος. Η άνοδος του επιπέδου τιμών σε βασικά προϊόντα και κυρίως στην ενέργεια, που σημειώνεται τους τελευταίους μήνες, ενδέχεται να επιβαρύνει σημαντικά τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, συμπιέζοντας εν τέλει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Η ελληνική κυβέρνηση, σε μία προσπάθεια αναχαίτισης των επιπτώσεων των ανατιμήσεων στα νοικοκυριά, ήδη έχει προχωρήσει στην υιοθέτηση μέτρων στήριξης της κοινωνίας κατά των αρνητικών επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης, όπως στην αύξηση του επιδόματος θέρμανσης (από 36% για τα νοικοκυριά χωρίς τέκνα μέχρι 68% για νοικοκυριά με τρία τέκνα), αλλά και στη διεύρυνση των κριτηρίων επιλεξιμότητας, με σκοπό να καλύψει μεγαλύτερο ποσοστό νοικοκυριών (άνω του ενός εκατομμυρίου, έναντι περίπου 707 χιλ. νοικοκυριών το 2020). Παράλληλα, όπως είχε ανακοινώσει η κυβέρνηση στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, θα δοθεί επιδότηση στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος των νοικοκυριών, ενώ αναμένεται να εφαρμοστεί αντίστοιχη πολιτική και στους λογαριασμούς κατανάλωσης φυσικού αερίου. Το δημοσιονομικό κόστος από τις επιδοτήσεις των λογαριασμών ρεύματος αναμένεται να ανέλθει σε 326 εκατ. ευρώ, ενώ το κόστος του επιδόματος θέρμανσης, αντίστοιχα, σε 168 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, στη ΔΕΘ ανακοινώθηκαν πρόσθετες πολιτικές, οι οποίες αφορούν -κυρίως- τη μείωση της φορολογίας, με σκοπό τη στήριξη των εισοδημάτων, αλλά και των επιχειρήσεων (π.χ. επέκταση της απαλλαγής από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης το 2022, μείωση των ασφαλιστικών εισφορών στον ιδιωτικό τομέα, μείωση του φόρου επιχειρήσεων από το 24% στο 22%, επέκταση της εφαρμογής των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ στις μεταφορές, τον καφέ και τα μη αλκοολούχα ποτά, στους κινηματογράφους και το τουριστικό πακέτο έως τον Ιούνιο του 2022, κ.λπ.).

Η ακρίβεια δημιουργεί αβεβαιότητα στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά αλλά και ένα μεγάλο ερώτημα: Κατά πόσο η επάνοδος του πληθωρισμού συνιστά ένα προσωρινό φαινόμενο που οφείλεται στην ταχύτερη προσαρμογή της ζήτησης σε σχέση με την προσφορά σε μία μεταπανδημική κανονικότητα ή αποτελεί μία δομική αλλαγή με μονιμότερα χαρακτηριστικά που συνδέεται με την ακολουθούμενη επεκτατική δημοσιο­νομική και νομισματική πολιτική σε διεθνές επίπεδο;

Μία προσεκτική ανάλυση των δεδομένων σε παγκόσμιο επίπεδο οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι πληθωριστικές πιέσεις, που παρατηρούνται διεθνώς, οφείλονται σε πολλούς και διαφορετικούς συγκυριακούς παράγοντες, που όλοι, όμως, εμφανίστηκαν στην τρέχουσα συγκυρία, οι οποίοι σταδιακά θα φθίνουν. Π.χ. η έντονη πτώση του επιπέδου τιμών κατά το προηγούμενο έτος λόγω της πανδημίας, σε συνδυασμό με την άνοδο των τιμών φέτος, η δυναμική αναθέρμανση των οικονομιών μετά από την άρση των περιοριστικών μέτρων σε συνδυασμό με τη δημιουργία αποθεμάτων από τις επιχειρήσεις για την αποφυγή μελλοντικών ελλείψεων αλλά και ενόψει των Χριστουγέννων, η ανισορροπία που παρατηρείται μεταξύ προσφοράς και ζήτησης σε ορισμένους κλάδους εξαιτίας της διαταραχής που προκλήθηκε στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα, αλλά και εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής (π.χ. πολύ ζεστό καλοκαίρι και άπνοια στην Ευρώπη, πυρκαγιές στη Σιβηρία, αυξημένη ζήτηση κλιματιστικών στην Ασία). Σε αυτά ήρθε να προστεθεί η (εσπευσμένη;) αλλαγή του ενεργειακού μείγματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε συνδυασμό με την πρόθεση για μετάβαση σε ένα παραγωγικό μοντέλο που θα βασίζεται περισσότερο σε Ανανεώσιμες και λιγότερο σε παραδοσιακές Πηγές Ενέργειας (π.χ. λιγνίτης, άνθρακας και πετρέλαιο), που οδήγησαν σε αύξηση της τιμής των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων διοξειδίου του άνθρακα που πληρώνουν οι παραγωγοί ενέργειας, με αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους παραγωγής, το οποίο εν συνεχεία μετακυλίεται τόσο στη χονδρική όσο και στη λιανική αγορά.

Θα αποκτήσει χαρακτηριστικά βιώσιμης ανάπτυξης η τρέχουσα πορεία ανάκαμψης;

Εφόσον ξεπεραστεί ο κίνδυνος της ακρίβειας, το ζητούμενο είναι η ανάκαμψη -που σημειώνεται σήμερα- να αποκτήσει χαρακτηριστικά βιώσιμης ανάπτυξης, με διάρκεια, ειδικά υπό το πρίσμα της εξόδου της χώρας από την ενισχυμένη εποπτεία το 2023, και της πιεστικής ανάγκης να ανακτηθεί ταχύτερα και όχι αργότερα η επενδυτική βαθμίδα. Οι τρεις προϋποθέσεις για να συμβεί αυτό είναι οι εξής:

– Πρώτον, η αποτελεσματική απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.

Σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις υπογραμμίζεται ότι η Ελλάδα έχει κάνει σημαντική πρόοδο τα τελευταία χρόνια, εφαρμόζοντας διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που μπορούν να ενισχύσουν τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας. Υπάρχουν, ωστόσο, ακόμη κάποια σημαντικά εμπόδια για να επιτευχθεί σταθερή και ισχυρή ανάπτυξη.

Η εντατικοποίηση των μεταρρυθμίσεων, ειδικότερα στους τομείς της Παιδείας, της Δικαιοσύνης και της Δημόσιας Διοίκησης, θα ενισχύσει την παραγωγικότητα του κεφαλαίου κάνοντας πιο αποτελεσματικές τις επενδύσεις. Συγκεκριμένα, αναφέρεται: «Η κυβέρνηση δεν είναι μόνη της στην προσπάθεια αυτή. Έχοντας μαζί της ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας που ζητά αλλαγές, καλείται να μη διαψεύσει τις προσδοκίες της. Εκατομμύρια γονείς ενδιαφέρονται για τα αποτελέσματα του σχολείου που στέλνουν τα παιδιά τους και χιλιάδες εκπαιδευτικοί, παρά τις επιδιώξεις των συνδικαλιστικών τους ηγεσιών, θα ήθελαν να γνωρίζουν τις προτιμήσεις των γονέων και των παιδιών, δηλαδή των καταναλωτών της υπηρεσίας που παρέχουν. Εκατομμύρια πολίτες και εκατοντάδες επενδυτές ενδιαφέρονται να διεκπεραιώνουν γρήγορα τις υποθέσεις τους χωρίς άσκοπες μετακινήσεις και ανώφελες δαπάνες. Είναι απαραίτητη μία καθολική εφαρμογή της αξιολόγησης στο Δημόσιο αλλά και μία εκ βάθρων αλλαγή του συστήματος αξιολόγησης των δικαστών που θα στηρίζεται στις επιδόσεις τους και μόνο σε αυτές».

– Δεύτερον, η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας. Τονίζεται ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για χαλάρωση των πιο μακροπρόθεσμων στόχων όσον αφορά τα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση ώστε οι χρηματοδοτικές ανάγκες για την επόμενη δεκαετία να παραμείνουν διαχειρίσιμες.

Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα πάντα ήταν μεγάλη, όπως και η παραοικονομία. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια το ύψος της, ειδικά στο πεδίο του ΦΠΑ, έχει μεγαλώσει. Πιθανόν αυτό να οφείλεται στους υψηλούς συντελεστές αλλά και στη μείωση των εισοδημάτων που ωθούν την αγορά, αλλά και τους ίδιους τους πολίτες, σε «μαύρες» συναλλαγές.

– Τρίτον, η εξασφάλιση της ρευστότητας των τραπεζών. Όπως σημειώνεται, επί του παρόντος, οι τράπεζες διαθέτουν επαρκή ρευστότητα και κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας που τους επιτρέπουν να χορηγήσουν δάνεια στην πραγματική οικονομία. Όμως, το ποσοστό των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων στο σύνολο των δανείων παραμένει το υψηλότερο στη ζώνη του ευρώ και αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την πιστωτική επέκταση, ιδίως προς τις μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται από υψηλότερο πιστωτικό κίνδυνο.

Διαβάστε επίσης

Π. Λιαργκόβας (ΚΕΠΕ): «Με τις εκταμιεύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης θα δούμε μαζικά επενδύσεις»