«Πολλά προβληματικά σημεία» εντοπίζει ο ΣΕΒ στο νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, επισημαίνοντας ειδικότερα τα θέματα που σχετίζονται με την εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας εργασίας, το γεγονός ότι η διευθέτηση του χρόνου εργασίας δεν θα μπορεί να γίνεται με πρόταση της επιχείρησης (αλλά μόνο του εργαζόμενου εφόσον δεν προβλέπεται από συλλογική σύμβαση), το πλαίσιο της τηλεργασίας και τις αλλαγές για τις απολύσεις οι οποίες – κατά τον Σύνδεσμο – «θα δημιουργήσουν σοβαρά δικονομικά προβλήματα».

Ο ΣΕΒ αναφέρει σε σχετική ανακοίνωση ότι το νομοσχέδιο περιέχει θετικά εκσυγχρονιστικά στοιχεία όπως η κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας 190 (για τη βία και παρενόχληση στους χώρους εργασίας), την Οδηγία 2019/1158 της ΕΕ για την ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής για τους γονείς και τους φροντιστές, κ.α.

«Ωστόσο, προσθέτει, το προτεινόμενο από το νομοσχέδιο πλαίσιο, περιλαμβάνει πολλά προβληματικά σημεία. Πολλές από τις διατάξεις του χαρακτηρίζονται από ασάφειες, έχουν νομικά και ερμηνευτικά προβλήματα και προκαλούν πρόσθετο διοικητικό βάρος που είναι ασύμβατο με τις τεχνολογικές εξελίξεις της εποχής, το οποίο θα λειτουργήσει τόσο εις βάρος των επιχειρήσεων, όσο και των εργαζομένων».

Ο ΣΕΒ εντοπίζει την κριτική του στα εξής σημεία:

-Η εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας, που είναι ένα μέτρο που νομοθετήθηκε για πρώτη φορά το 2011, ενώ μπορεί να συμβάλλει στην προσπάθεια ελέγχου της αδήλωτης ή υποδηλωμένης εργασίας, απαιτεί πολλές επιμέρους διευκρινήσεις και προσδιορισμό λεπτομερειών σχετικά με την ορθολογική εφαρμογή της, καθώς και την απαλλαγή των επιχειρήσεων από το γραφειοκρατικό και διοικητικό βάρος που προκαλεί το υφιστάμενο πλαίσιο του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, με τρόπο πάντα που διασφαλίζει τον εργαζόμενο.

-Η πρόταση για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας δεν λαμβάνει υπόψη τις ευρωπαϊκές πρακτικές, τις πραγματικές λειτουργικές ανάγκες των επιχειρήσεων και τα σύγχρονα οργανωτικά μοντέλα, αλλά και τις ανάγκες των ίδιων των εργαζομένων, αφού οι επιχειρήσεις δεν έχουν καν τη δυνατότητα να προτείνουν στους εργαζόμενους τους διευθέτηση του χρόνου εργασίας τους, κατά τρόπο που και οι δύο πλευρές να μπορούν να επωφεληθούν από τα ευεργετικά αποτελέσματα μίας τέτοιας ρύθμισης.

-Το προτεινόμενο πλαίσιο για την τηλεργασία απέχει από τις ευρωπαϊκές πρακτικές, την πρόσφατη συμφωνία των ευρωπαίων κοινωνικών εταίρων για την ψηφιοποίηση της εργασίας και δυσχεραίνει τον ψηφιακό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας, καθώς οι επιχειρήσεις στερούνται το δικαίωμα της εφαρμογής συστήματος τηλεργασίας βάσει των επιχειρησιακών και οργανωτικών αλλαγών τους, με όρους προφανώς ευελιξίας και συμφιλίωσης του επαγγελματικού και ιδιωτικού χρόνου των εργαζομένων τους.

-Εισάγονται ριζικές αλλαγές στο δίκαιο της καταγγελίας της αορίστου χρόνου σύμβασης εργασίας, οι οποίες θα δημιουργήσουν σοβαρά δικονομικά προβλήματα.

«Η εργασιακή μεταρρύθμιση, καταλήγει ο Σύνδεσμος, οφείλει να συμβάλλει στη βελτίωση του εργασιακού και του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, χωρίς, όμως, να επιφέρει πρόσθετα άμεσα και έμμεσα οικονομικά και λειτουργικά βάρη στις επιχειρήσεις και ειδικά στις μικρομεσαίες, που επηρεάζουν σημαντικά τη δυνατότητά τους να παραμένουν παραγωγικές, αποτελεσματικές και ανταγωνιστικές. Επίκεντρο κάθε εργασιακής μεταρρύθμισης πρέπει να είναι η ενδυνάμωση των σχέσεων εμπιστοσύνης ανάμεσα στους εργαζόμενους και στις επιχειρήσεις, ώστε να ενισχύεται η δυνατότητα της οικονομίας μας να προοδεύει, προς όφελος ολόκληρης της κοινωνίας».