Στην επενδυτική βαθμίδα έστειλε ξανά την Ελλάδα ο γερμανικός οίκος αξιολόγησης Scope, αναβαθμίζοντας όπως αναμενόταν το αξιόχρεο της ελληνικής οικονομίας σε BBB-, με σταθερό outlook.

Ο οίκος αξιολόγησης, ο οποίος δεν συγκαταλέγεται σε αυτούς που είναι επιλέξιμοι από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, είναι ο πρώτος Δυτικός οργανισμός που στέλνει μετά από τα χρόνια της κρίσης την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα και ο δεύτερος συνολικά μετά τον  ιαπωνικός οίκος R&I , ο οποίος στις 31 Ιουλίου αναβάθμισε το ελληνικό αξιόχρεο σε investment grade.

1

Η αναβάθμιση από τη Scope αναμένεται να δημιουργήσει ένα ιδιαίτερα θετικό κλίμα για την Ελλάδα, ενόψει και των κρίσιμων αξιολογήσεων των τεσσάρων μεγάλων οίκων (Fitch, S&P, Moody’s και DBRS), οι οποίοι λαμβάνονται υπόψιν από την ΕΚΤ.

Στην ανακοίνωσή της η Scope αναφέρει πως η αναβάθμιση της μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας σε επίπεδο επενδυτικής βαθμίδας BBB- αντικατοπτρίζει τους ακόλουθους παράγοντες αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας:

Διατήρηση της ευρωπαϊκής θεσμικής υποστήριξης για την Ελλάδα, αντανακλώντας τις αλλαγές μετά την κρίση του Covid-19 για τη στήριξη των ευάλωτων κρατών-μελών της Ευρωζώνης μέσω παρεμβάσεων νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτό αντανακλά, από το 2020, καινοτομίες στα προγράμματα αγοράς περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ και χαλάρωση των απαιτήσεων πλαισίου εξασφαλίσεων που έχουν διασφαλίσει την επιλεκτικότητα των ελληνικών κρατικών ομολόγων  παρά τις αξιολογήσεις της χώρας εκτός επενδυτικής βαθμίδας. Τα μέτρα της ΕΚΤ, μαζί με την έγκριση του σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ύψους 30,5 δισ. ευρώ (13,7% του μέσου ΑΕΠ 2021-2026) για την Ελλάδα, παράλληλα με τη δυνατότητα περαιτέρω μακροπρόθεσμης αντιμετώπισης του χρέους από τους ευρωπαίους εταίρους, καταδεικνύουν μια πιο διαρκή ευρωπαϊκή  υποστήριξη πέρα ​​από τις πρόσφατες κρίσεις, ενισχύοντας τη βιωσιμότητα του χρέους και δημιουργώντας δημοσιονομικό χώρο για την κυβέρνηση να αυξήσει τις δημόσιες επενδύσεις.

Σταθερή τροχιά μείωσης του δημόσιου χρέους, λόγω του υψηλού πληθωρισμού, της πραγματικής οικονομικής ανάπτυξης, του χαμηλού μέσου κόστους επιτοκίων του επικρατούντος χαρτοφυλακίου χρέους και της επίτευξης πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων. Ο λόγος του δημόσιου χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί στο 160,7% έως το 2023, σημειώνοντας μείωση 46 π.μ. από την κορύφωση του 2020.

Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που περιόρισαν ουσιαστικά τους δείκτες των υψηλών μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) και ουσιαστικά ενίσχυσαν τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος παράλληλα με τις πολιτικές που ευθυγραμμίζονται με τη χρηματοδότηση του Recovery and Resilience Facility (RRF) και το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο που κινητοποιούν τις επενδύσεις και ενισχύουν την ανάκαμψη.

Η αναβάθμιση της αξιολόγησης αντικατοπτρίζει επικαιροποιημένες αξιολογήσεις πεδίου εφαρμογής της Ελλάδας στις κατηγορίες «εσωτερικός οικονομικός κίνδυνος», «κίνδυνος δημόσιας χρηματοδότησης» και «κίνδυνος χρηματοοικονομικής σταθερότητας» της μεθοδολογίας του κράτους της.

Ωστόσο, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας παραμένουν υπό αμφισβήτηση καθώς:

πρώτον, το υψηλό δημόσιο χρέος, που αντιπροσωπεύει μια μακροπρόθεσμη ευπάθεια σε επαναξιολογήσεις του κρατικού κινδύνου στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Το πεδίο εφαρμογής θα εξετάσει περαιτέρω ουσιαστικές μειώσεις του δείκτη χρέους – σύμφωνα με τις βασικές προσδοκίες – ως κρίσιμες για τη μελλοντική πορεία αξιολόγησης της Ελλάδας. Επιπλέον, η σταδιακή αποδυνάμωση της ισχυρής δομής του χρέους, με υψηλότερο κόστος αναχρηματοδότησης, παράλληλα με τη σταδιακή μετάβαση από το δημόσιο στο ιδιωτικό χρέος  και τη μικρότερη μέση διάρκεια του νέου χρέους, αντικατοπτρίζει μια πρόκληση.

Δεύτερον, υπάρχουν κίνδυνοι πολιτικής καθώς η Ελλάδα μεταβαίνει από την εξάρτηση από την υπό όρους πίστωση του επίσημου τομέα προς τη χρηματοδότηση με από την αγορά με λιγότερους όρους.

Τρίτον, οι αδυναμίες του τραπεζικού τομέα παραμένουν.

Τέλος, οι διαρθρωτικές οικονομικές αδυναμίες όπως το μέτριο μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό, η υψηλή ανεργία, ο αδύναμος εξωτερικός τομέας και οι μακροπρόθεσμες περιβαλλοντικές προκλήσεις αποτελούν περιορισμούς.

Το σταθερό Outlook αντιπροσωπεύει τη γνώμη της Scope ότι οι κίνδυνοι για τις αξιολογήσεις κρατών εξισορροπούνται τους επόμενους 12-18 μήνες.

Οι μακροπρόθεσμες αξιολογήσεις/Προοπτικές θα μπορούσαν να αναβαθμιστούν εάν, μεμονωμένα ή συλλογικά:

i) η ονομαστική ανάπτυξη και η δημοσιονομική εξυγίανση διατηρήσουν μια ισχυρή και διαρκή πτωτική πορεία του δημόσιου χρέους μεσοπρόθεσμα.

ii) οι κίνδυνοι του τραπεζικού τομέα μειώνονται περαιτέρω, μέσω ισχυρότερης κεφαλαιοποίησης, περαιτέρω μειώσεων των μη εξυπηρετούμενων δανείων ή/και περιορισμένων δεσμών κρατικών τραπεζών. και/ή

iii) οι διαρθρωτικές οικονομικές και εξωτερικές ανισορροπίες περιορίζονται, αυξάνοντας το μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό και ενισχύοντας τη μακροοικονομική βιωσιμότητα.

Αντίθετα, οι αξιολογήσεις/Προοπτικές θα μπορούσαν να υποβαθμιστούν εάν, μεμονωμένα ή συλλογικά:

i) η στήριξη του Ευρωσυστήματος για το ελληνικό χρέος περιοριζόταν σημαντικά, προκαλώντας αποκρυστάλλωση πιο σοβαρών σεναρίων αγοράς.

ii) οι δημοσιονομικές πολιτικές παραμένουν χαλαρές για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ή επέρχεται πιο σοβαρή οικονομική ύφεση, εμποδίζοντας ή αντιστρέφοντας μια τρέχουσα τροχιά μειώσεων του λόγου δημόσιου χρέους·

iii) οι κίνδυνοι του τραπεζικού τομέα εντείνονται εκ νέου, αυξάνοντας τον κίνδυνο κρυστάλλωσης των ενδεχόμενων υποχρεώσεων που επηρεάζουν τον ισολογισμό του δημοσίου. και/ή

iv) η βιωσιμότητα της μακροοικονομικής ανάπτυξης εξασθενεί ή/και αυξάνονται οι μακροοικονομικές ανισορροπίες και οι ανισορροπίες του εξωτερικού τομέα.

Διαβάστε αναλυτικά την έκθεση της Scope