Mία ημέρα μετά την αναθεώρηση – έκπληξη των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας από τον διεθνή οίκο Αξιολόγησης Scope Ratings ο Dennis Shen επικεφαλής αναλυτής, ανοίγει τα χαρτιά του αποκλειστικά στο mononews. 

Σε συνέντευξη του εξηγεί τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση αυτή,  προειδοποιώντας ωστόσο ότι η συνετή δημοσιονομική και οικονομική πολιτική πριν αλλά κυρίως μετά την εκλογική αναμέτρηση το 2023 είναι καθοριστική για να συνεχίσει η Ελλάδα να πετυχαίνει ανάπτυξη και αύξηση επενδύσεων.

Ο γερμανικός οίκος αξιολόγησης επιφύλαξε μια θετική έκπληξη, αναβαθμίζοντας αργά το βράδυ της Παρασκευής, σε θετική από ουδέτερη την προοπτική (outlook) της αξιολόγησης BB+ που διατηρεί για την Ελλάδα, δίνοντας πρακτικά σήμα για αναβάθμιση της αξιολόγησης (rating) εντός 12 – 18 μηνών.

Ο ίδιος υπογραμμίζει την βαρύτητα που έχει η επόμενη εκλογική αναμέτρηση στο δρόμο προς την επενδυτική βαθμίδα με τη λογική ότι οι αγορές παρακολουθούν στενά τον κίνδυνο «απομάκρυνσης» της χώρας από την πολιτική βούληση παραγωγής σταθερά υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και συμμόρφωσης με τους ευρωπαϊκούς κανόνες. 

«Οι εκλογές δημιουργούν αβεβαιότητα σχετικά με την μελλοντική οικονομική πολιτική με οποιαδήποτε αλλαγή κατεύθυνσης να αυξάνει δυνητικά τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους» αναφέρει μεταξύ άλλων.

Ο διεθνής οίκος αποκλείει το σενάριο ύφεσης για το 2023 προσγειώνει όμως μόλις στο 1,1% την πρόβλεψη του για την ανάπτυξη τον επόμενο χρόνο.

Την ίδια στιγμή υπογραμμίζει πως τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στα βιβλία των τραπεζών παραμένουν υψηλά παρά την ισχυρή πρόοδο που έχει συντελεστεί με τον τραπεζικό τομέα να έχει ακόμη αρκετές προκλήσεις να διαχειριστεί ενώ εκτιμά πως με την σταδιακή «απεξάρτηση» από τα μνημόνια και την αυξανόμενη εξάρτηση από τις αγορές θα αποδυναμωθεί σταδιακά το προφίλ του χρέους ειδικά σε περιβάλλον αυξανόμενων επιτοκίων.

Τονίζει επίσης πως το εάν η αυξητική τάση στις επενδύσεις συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια «εξαρτάται από το πλαίσιο πολιτικής της Ελλάδας μετά την έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία τον Αύγουστο και μετά τις εκλογές του επόμενου έτους». 

«Εάν η κυβέρνηση διατηρήσει συνετή οικονομική και δημοσιονομική πολιτική, μπορούμε να περιμένουμε ότι τα μερίσματα για την ανάπτυξη και τις επενδύσεις θα συνεχιστούν» αναφέρει χαρακτηριστικά. 

Αναλυτικά η συνέντευξη του Dennis Shen στο mononews

ΕΡΩΤΗΣΗ: Τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα για να επανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα το 2023; Είναι περισσότερο ή λιγότερο πιθανό η Ελλάδα να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα το 2023;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: H Scope Ratings ηγήθηκε στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας στο ΒΒ+ – μια βαθμίδα κάτω από την επενδυτική – στις αρχές του Σεπτεμβρίου 2021. Η ενισχυμένη υποστήριξη των ευρωπαϊκών θεσμών προς τη χώρα ήταν ένας σημαντικός παράγοντας για την αναβάθμιση. Είναι ένας παράγοντας που θα πρέπει να έχει συνέχεια πέρα και από τις τρέχουσες κρίσεις και υποστηρίζει το επιχείρημα για περαιτέρω άνοδο στην αξιολόγηση της Ελλάδας εάν η στήριξη συνεχιστεί μετά τις εκλογές του 2023 όπως και μετά την πανδημία της Covid19.  Οι διαφοροποιήσεις στη νομισματική και δημοσιονομική πολιτικής της ζώνης του ευρώ μετά την κρίση του Covid 19 είναι πιθανό να αποδειχθούν μόνιμες, ενισχύοντας τη βιωσιμότητα του χρέους ευάλωτων δανειοληπτών όπως η Ελλάδα. Η μεγάλη μείωση του δημόσιου χρέους και η επιστροφή σε πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα έως το 2023 στηρίζουν επίσης τις ευνοϊκές προοπτικές μας για την Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά, η πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας το επόμενο έτος εξακολουθεί να τελεί υπό περιορισμούς, πρώτον, λόγω του ακόμη αυξημένου δημόσιου χρέους – που είναι το δεύτερο υψηλότερο στην ομάδα των 38 χωρών που αξιολογούνται από το Scope μετά την Ιαπωνία (η οποία έχει αξιολόγηση Α με αρνητική προοπτική). Για τη Scope περαιτέρω ουσιαστικές μειώσεις στο λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ θα ήταν πιστωτικά θετικό στοιχείο και θα περιόριζε την επανεκτίμηση εκ μέρους της αγοράς του κινδύνου που συνδέεται με τους υπερχρεωμένους κρατικούς δανειολήπτες της ζώνης του ευρώ. Καθώς η Ελλάδα βγαίνει από τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής με τα συναφή δάνεια με ευνοϊκούς όρους και την ελάφρυνση του χρέους, η εξάρτηση της κυβέρνησης από τη χρηματοδότηση μέσω των αγορών θα αποδυναμώσει σταδιακά το προφίλ χρέους της χώρας, ιδίως σε ένα περιβάλλον αυξανόμενων επιτοκίων. Επιπλέον, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στα βιβλία των ελληνικών τραπεζών εξακολουθούν να είναι αυξημένα με βάση τα πρότυπα της ΕΕ. Άλλες αδυναμίες του τραπεζικού τομέα δεν έχουν επιλυθεί: κεφαλαιακή επάρκεια κάτω του μέσου όρου, κακή ποιότητα ενεργητικού και ισχυροί δεσμοί μεταξύ κρατών – τραπεζών. Διαρθρωτικές οικονομικές αδυναμίες, όπως η άτονη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική, η διατήρηση της ανεργίας άνω του μέσου όρου, η περιορισμένη οικονομική διαφοροποίηση, η ακαμψία της αγοράς εργασίας και το αδύναμο εξωτερικό περιβάλλον αντανακλούν τις προκλήσεις. Τέλος, οι εκλογές που θα διεξαχθούν το 2023 δημιουργούν αβεβαιότητα σχετικά με τη μελλοντική οικονομική πολιτική, με οποιαδήποτε αλλαγή κατεύθυνσης να αυξάνει δυνητικά τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Είναι η ύφεση ένα πιθανό σενάριο για την Ελλάδα το 2023; Πιστεύετε πως πρέπει να αναμένουμε καθυστερήσεις στην υλοποίηση του ΤΑΑ στην Ελλάδα;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Αναθεωρήσαμε ανοδικά τις προσδοκίες μας για την οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα στο 6,0% για το 2022 (από 4,9%), αλλά αναθεωρήσαμε πτωτικά τις προσδοκίες μας για το 2023 στο 1,1%, από 2,1%. Συμφωνούμε με τις κυβερνητικές προβλέψεις ότι η Ελλάδα θα αποφύγει την οικονομική συρρίκνωση το επόμενο έτος, αλλά πιστεύουμε ότι η πρόβλεψη για ανάπτυξη 2,1% για το 2023 είναι αισιόδοξη.  Η χώρα επιτυγχάνει τα κύρια ορόσημα του Next Generation EU (NGEU) της ΕΕ, τα οποία συνίστανται στην υιοθέτηση προαπαιτούμενων στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και την υλοποίηση των επενδυτικών προγραμμάτων. Περίπου το ένα τέταρτο των προγραμματισμένων δόσεων έχει εκταμιευθεί στην Ελλάδα μέχρι σήμερα, με εγκεκριμένα επενδυτικά σχέδια ύψους 13,5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 1,7 δισ. ευρώ έχουν εκταμιευθεί στους δικαιούχους. Οποιαδήποτε μετεκλογική στροφή της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής θα μπορούσε, ωστόσο, να αυξήσει τον κίνδυνο όσον αφορά τη συνέχιση της συνετής εκτέλεσης των όρων του Ταμείου Ανάκαμψης και τη λήψη της χρηματοδότησης του προγράμματος.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Πως αξιολογείτε τον ελληνικό τραπεζικό τομέα ενόψει των προκλήσεων του 2023;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Οι λόγοι των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (NPL) του τραπεζικού συστήματος έχουν σημειώσει ουσιαστική υποχώρηση από το 49,2% τον Ιούνιο του 2017 και το 40% στο τέλος του 2019. Και οι τέσσερις συστημικές τράπεζες αναμένεται να πετύχουν το στόχο των μονοψήφιων δεικτών NPL έως το τέλος του 2022. Ωστόσο παρά την αποκλιμάκωση ο λόγος των NPL παραμένει ο υψηλότερος στην ευρωζώνη. Τα αυξημένα μη εξυπηρετούμενα δάνεια επιβαρύνουν την κερδοφορία των τραπεζών και την ικανότητά τους να στηρίζουν τις επενδύσεις και την ανάκαμψη της παραγωγής. Παρά το ότι οι τράπεζες έχουν λάβει κεφαλαιακές δράσεις για την κάλυψη του κόστους των τιτλοποιήσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων και τη σταδιακή κατάργηση μεταβατικών ρυθμίσεων, οι δείκτες Tier 1  μειώθηκαν στο 13,9% του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ενεργητικού το β’ τρίμηνο του 2022, από 15,2% το δ’ τρίμηνο του 2020. Αυτό αντανακλά, επιπλέον,  χαμηλή κερδοφορία και την κακή ποιότητα ενεργητικού, με την τελευταία να περιλαμβάνει ένα υψηλό μερίδιο κεφαλαίων χαμηλότερης ποιότητας σε αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις και τους ακόμη υψηλούς δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων των μη συστημικών τραπεζών (49,7%), οι οποίες δεν ήταν επιλέξιμες για να επωφεληθούν από τα κυβερνητικά προγράμματα εγγυήσεων. Το υψηλό μερίδιο των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων, η αυξημένη κατοχή εγχώριων κρατικών ομολόγων από τις τράπεζες, οι συμμετοχές του κράτους στο τραπεζικό σύστημα και οι κρατικές εγγυήσεις στο πλαίσιο του Ηρακλή συνεπάγονται ισχυρότερη σχέση κράτους-τραπεζών – αυξάνοντας τους ενδεχόμενους κινδύνους για το Δημόσιο σε δυσμενή σενάρια για το τραπεζικό σύστημα. Επιπλέον, τρεις από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες παρουσίασαν δείκτες βασικών ιδίων κεφαλαίων που έπεσαν στο 8% ή χαμηλότερα σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο των τεστ αντοχής της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών 2021.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Βλέπουμε αυξημένο ενδιαφέρον για επενδύσεις στην Ελλάδα. Εκτιμάται πως αυτό είναι μια εδραιωμένη τάση που υποδηλώνει μια υποσχόμενη βελτίωση στο επενδυτικό κλίμα για τη χώρα;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: To Ταμείο Ανάκαμψης επιδιώκει την κινητοποίηση επιπλέον 26 δις. Ευρώ με επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα επιπλέον των χρηματοδοτήσεων του NGEU. Οι Αρχές αναμένουν πως το Ελλάδα 2.0 θα φέρει αύξηση της παραγωγής κατά 4,3% μέχρι το 2026 ενώ σε συνδυασμό με τις προγραμματισμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις το ΑΕΠ θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 6,9% μέχρι το 2026. Παράλληλα με τη μείωση των ελλειμμάτων, την αποκλιμάκωση του χρέους, την εύρωστη οικονομική ανάκαμψη και τη, συγκριτικά, πολιτική σταθερότητα των τελευταίων ετών, αυτό στήριξε το επενδυτικό κλίμα. Ωστόσο, το αν αυτή η σταθερή τάση θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια εξαρτάται από το πλαίσιο πολιτικής της Ελλάδας μετά την έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία τον Αύγουστο και μετά τις εκλογές του επόμενου έτους. Εάν η κυβέρνηση διατηρήσει συνετή οικονομική και δημοσιονομική πολιτική, μπορούμε να περιμένουμε ότι τα μερίσματα για την ανάπτυξη και τις επενδύσεις θα συνεχιστούν.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Η Ελλάδα οδεύει σε εκλογές τον επόμενο χρόνο. Θα μπορούσε αυτό να αποτελεί παράγοντας ανησυχίας κατά την εξέταση του χρόνου ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ενόψει των γενικών εκλογών έως τον Ιούλιο του 2023, η υποστήριξη προς τη Νέα Δημοκρατία έχει μειωθεί σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, καθιστώντας πιο πιθανή την προοπτική μιας μελλοντικής κυβέρνησης συνασπισμού και της σχετικής πολιτικής αβεβαιότητας. Επί του παρόντος, τα πιο πιθανά σενάρια είναι είτε ένας μεγάλος συνασπισμός της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, είτε, εναλλακτικά, ένας αριστερός συνασπισμός με τη συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ. Όπως και να έχει, υπάρχει η πιθανότητα δύσκολων διαπραγματεύσεων συνασπισμού μετά τις εκλογές, η πιθανότητα ενός κοινοβουλίου χωρίς αυτοδυναμία και σε ένα βαθμό πολιτική στροφής προς τα αριστερά, που θα μπορούσε να επηρεάσει τις δημοσιονομικές και οικονομικές πολιτικές, ιδίως την προθυμία να διατηρηθεί ένα αυξημένο πρωτογενές πλεόνασμα και να συμμορφωθεί με τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες. Οποιαδήποτε εκλογική αβεβαιότητα ή/και μεταβολή της δημοσιονομικής πολιτικής μετεκλογικά θα μπορούσε να αυξήσει τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους, γι’ αυτό και οι εκλογές αποτελούν σχετικό παράγοντα που λαμβάνουμε υπόψη στις αξιολογήσεις μας.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Πως αξιολογείτε τις προβλέψεις του κρατικού προϋπολογισμού; Θα έπρεπε η Ελλάδα να στοχεύει σε πιο φιλόδοξους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα τον επόμενο χρόνο;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Αναμένουμε μείωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης στο 3,5% του ΑΕΠ το 2022 από 8% το 2021 και 10,9% το 2020. Αυτό ενσωματώνει την υπόθεση για πρωτογενές έλλειμμα 0,6% του ΑΕΠ αυτό το χρόνο. Για τον επόμενο χρόνο αναμένουμε πρωτογενές πλεόνασμα στο 0,5% του ΑΕΠ (κοντά στην πρόβλεψη της κυβέρνησης) – το πρώτο πρωτογενές πλεόνασμα στην Ελλάδα από το 2019 και δημοσιονομικό έλλειμμα 2,8% του ΑΕΠ έναντι του 2,1% που αναμένει η κυβέρνηση. Για τα επόμενα χρόνια εμείς παίρνουμε ως υπόθεση την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 1% του ΑΕΠ μεταξύ 2024 – 2027 σε σχέση με τους στόχους της κυβέρνησης για 2%, και είμαστε συντηρητικοί εν αναμονή του πλαισίου πολιτικής μετά τις εκλογές του 2023. Υπάρχουν λιγότεροι δημοσιονομικοί έλεγχοι με την ολοκλήρωση των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής και του ενισχυμένου πλαισίου εποπτείας. Αυτό ισοδυναμεί με συνολικό έλλειμμα περίπου 2,6% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο μεταξύ 2024-27.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Είναι ικανοποιητική η ταχύτητα μείωσης του ελληνικού δημοσίου χρέους;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Η μείωση του δημόσιου χρέους στηρίζει τις ευνοϊκές προοπτικές μας για τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας. Επί του παρόντος, η βασική ανάλυση βιωσιμότητας χρέους της Scope προβλέπει ότι το χρέος προς το ΑΕΠ θα φθάσει το 169,0% έως το 2022, το 159,5% έως το 2023 και το 147,4% έως το 2027, που είναι μια αξιοσημείωτη μείωση από το 206,4% το 2020. Σύμφωνα με το βασικό οικονομικό μας σενάριο, το χρέος ως προς το ΑΕΠ επιστρέφει στα χαμηλότερα του επίπεδα, από το PSI του 2012 έως το 2027 και συγκλίνει με τις προσδοκίες μας για χρέος της γενικής κυβέρνησης της Ιταλίας (142,1% του ΑΕΠ έως το 2027). Ωστόσο, ενδέχεται να επικρατήσουν δυσμενή σενάρια που θα μπορούσαν να επιβραδύνουν ή να αντιστρέψουν τη μείωση του χρέους, όπως:

i) μια απότομη οικονομική επιβράδυνση

ii) η επιστροφή σε χαμηλό πληθωρισμό,

iii) μια συνεχής και πιο μεγάλη αύξηση των επιτοκίων δανεισμού και/ή

iv) μια απροσδόκητη αποδυνάμωση της δημοσιονομικής θέσης. Σύμφωνα με ένα δυσμενές σενάριο διετούς ύφεσης το 2023-24, το ελληνικό χρέος θα διαμορφωθεί στο 170,6% του ΑΕΠ το 2027.

Διαβάστε επίσης

Κριστίν Λαγκάρντ: Το έδαφος μετατοπίζεται κάτω από τα πόδια μας

Ουκρανία: Η Ukrenergo εξασφάλισε δάνειο ύψους 300 εκατ. ευρώ από την EBRD