Η διατήρηση, συνετών, πρωτογενών πλεονασμάτων και μετά τις εκλογές είναι κρίσιμη για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας εκτιμά ο γερμανικός οίκος αξιολόγησης Scope Ratings σε νέα του έκθεση, λίγες ημέρες πριν την επόμενη της αξιολόγηση που αναμένεται στις 3 Μαρτίου.

Αναλύοντας την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας ο οίκος τονίζει πως η Ελλάδα δεν αναμένεται να περάσει φέτος σε ύφεση αλλά θα βιώσει επιβράδυνση της ανάπτυξης στο 1,3%. Προειδοποιεί επίσης για τις ισχυρές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα κυρίως όσον αφορά τις μακροοικονομικές και νομισματικές συνθήκες.

1

Σύμφωνα με τον αναλυτή του οίκου κ. Denis Shen η αναβάθμιση που έκανε ο οίκος στην προοπτική της αξιολόγησης (outlook) από σταθερή σε θετική στις 22 Ιανουαρίου αποτυπώνει την πεποίθηση του οίκου ότι η Ελλάδα έχει τουλάχιστον μία στις τρεις πιθανότητα να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα εντός 18 μηνών.

Σύμφωνα με τον ίδιο ωστόσο η χώρα αντιμετωπίζει σειρά προκλήσεων, με τον οίκο να υπογραμμίζει μεταξύ άλλων τα εξής:

  • Ενώ έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος, μια σειρά από προκλήσεις παραμένουν: Περιορισμένη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη της τάξης του 1%, ανεργία άνω του μέσου όρου της ΕΕ στο 11,6%, άκαμπτη αγορά εργασίας, τρωτά σημεία που σχετίζονται με τον εξωτερικό τομέα και μη εξυπηρετούμενα δάνεια που παραμένουν σε υψηλά επίπεδα. Οι βουλευτικές εκλογές που θα πρέπει να διεξαχθούν μέχρι τον Ιούλιο αυξάνουν επίσης τις πολιτικές αβεβαιότητες, καθώς οποιαδήποτε μετεκλογική στροφή των οικονομικών πολιτικών θα μπορούσε να αυξήσει τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους.
  • Η ελληνική οικονομία θα επιβραδυνθεί αλλά δεν θα περάσει σε ύφεση. Η ανάπτυξη αναμένεται να επιβραδυνθεί στο 1,3% φέτος προτού ανακάμψει σε 2% τον επόμενο χρόνο ενώ αναμένεται να κινηθεί κατά μέσο όρο στο 1,4% στην περίοδο 2025 – 2027. Η φετινή ανάπτυξη διαδέχεται το ισχυρό rebound με αύξηση του ΑΕΠ κατά 8,4% το 2021 και μια προσδοκώμενη ανάπτυξη 4,9% το 2022, ρυθμοί που ήταν υψηλότεροι του μέσου όρου στην ευρωζώνη.
  • Ο πληθωρισμός αναμένεται να επιβραδυνθεί από το 9,3% πέρσι σε 3,9% το 2023 και 2,8% το 2024. Η αναμενόμενη παύση στις αυξήσεις των επιτοκίων μέχρι το καλοκαίρι αναμένεται να εκτονώσει τις πιέσεις στις αγορές. Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί πως η απόδοση του δεκαετούς έχει υποχωρήσει στο 4,3% με το spread έναντι του γερμανικού Bund στις 187μονάδες βάσης, αρκετά χαμηλότερα από τα επίπεδα του φθινοπώρου.
  • Η στήριξη από τους κοινοτικούς πόρους είναι θετική για την αξιολόγηση εφόσον διατηρηθεί μετά τις εκλογές. Τα εργαλεία της ευρωπαϊκής νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής ενισχύουν τη βιωσιμότητα του χρέους ιδιαίτερα των ευάλωτων κρατών όπως η Ελλάδα, μέσω αγορών περιουσιακών στοιχείων από την κεντρική τράπεζα και επανεπένδυσής τους, χαλαρών απαιτήσεων σε ό,τι αφορά τις εξασφαλίσεις και εκταμιεύσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Το ενισχυμένο πλαίσιο πολιτικής της ΕΚΤ μετά την πανδημική κρίση και τα waivers  εξασφαλίζουν την πρόσβαση της Ελλάδας στις διευκολύνσεις του Ευρωσυστήματος εδραιώνουν έναν βαθμό σύγκλισης σε ό,τι αφορά το προφίλ πιστωτικού κινδύνου που αντιμετωπίζει η χώρα με αυτό άλλων κρατών μελών της ευρωζώνης. Όσο η Ελλάδα συμμορφώνεται με το κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ, η ΕΚΤ θα προσφέρει backstop για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, επιδεικνύοντας τη συνέχιση της στήριξης της στην Ελλάδα, ακόμη και εάν φθίνουν οι συνθήκες που διαμόρφωσε η πανδημία. Επιπλέον έχουν ενισχυθεί τα δημοσιονομικά πακέτα της ΕΕ.  Το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί ουσιαστικό βήμα προς τον στόχο της δημοσιονομικής ολοκλήρωσης, βοηθώντας δυσανάλογα τους πιο υπερχρεωμένους δανειολήπτες της ΕΕ όπως η Ελλάδα.
  • Η θετική προοπτική της αξιολόγησης στηρίζεται και στη μείωση του δημοσίου χρέους. Η βασική ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους προβλέπει τη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ από 171% το 2022 στο 164,5% το 2023 και στο 150,5% έως το 2027, από τα υψηλά του 206,3% που είχαν καταγραφεί το 2020. Ο υψηλός πληθωρισμός συμβάλει στην υποχώρηση των λόγων αλλά ο πληθωρισμός μπορεί επίσης να αποδειχθεί βασικό εμπόδιο στο δρόμο της Ελλάδας προς την επενδυτική βαθμίδα εάν αυξάνονταν εκ νέου τα επιτόκια δανεισμού.
  • Λόγω των υψηλότερων επιτοκίων, το καθαρό επιτοκιακό κόστος ως ποσοστό των συνολικών εσόδων της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να αυξηθεί από το 5% το 2021 στο 8,9% έως το 2027, έστω και εάν ο δείκτης του χρέους μειώνεται. Αυτό είναι ένας αρνητικός παράγοντας για περαιτέρω άνοδο στην αξιολόγηση της Ελλάδας. Παρόλο που η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους βρίσκει στήριξη στη  μείωση του δείκτη χρέους, η βιωσιμότητα του χρέους σε βραχυπρόσθεσμο και μεσοπρόθεσμο ορίζοντα αποδυναμώνεται καθώς τα δάνεια με ευνοϊκούς όρους από τον ευρωπαϊκό επίσημο τομέα αντικαθίστανται σταδιακά από ακριβότερη χρηματοδότηση μέσω της αγοράς.  Επιπλέον, η μετάβαση της ΕΚΤ στην ποσοτική σύσφιξη θα μεταφέρει χρέος που κατέχει το Ευρωσύστημα στους ισολογισμούς του ιδιωτικού τομέα. Με δεδομένο ότι οι αξιολογήσεις αποδίδονται βάσει του δημοσίου χρέους που κατέχουν ιδιώτες, η ποσοτική αυστηροποίηση είναι πιστωτικά αρνητική καθώς διευρύνεται το απόθεμα ιδιωτικού χρέους.

Τέλος, ο οίκος «αναμένει πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα 1% του ΑΕΠ από το 2024-2027, ελαφρώς πιο συντηρητικά από την κυβέρνηση που αναμένει 2%.

Η διατήρηση συνετών πρωτογενών πλεονασμάτων μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος Ενισχυμένης Εποπτείας και μετά τις εκλογές του 2023 είναι ζωτικής σημασίας για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας τονίζει χαρακτηριστικά.

Διαβάστε επίσης: 

Ένα βήμα πιο κοντά στην αναβάθμιση λόγω υψηλότερης ανάπτυξης και δημοσιονομικής υπεραπόδοσης

Eνα σκαλοπάτι πριν την επενδυτική βαθμίδα η Ελλάδα μετά την αναβάθμιση από Fitch

Σταϊκούρας: Έτος μεγάλων προκλήσεων και ανάπτυξης το 2023