ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Το εύθραυστο σκηνικό της ανάπτυξης, όπως επίσης και οι κεφαλαιακά ευάλωτες ελληνικές τράπεζες, βρίσκονται στο… στόχαστρο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), οι διαπιστώσεις του οποίου μοιάζουν με… ρουκέτες. Για μεν την ανάπτυξη, τουλάχιστον όπως αυτή αποτυπώνεται από το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ), το Ταμείο θεωρεί ότι θα αρχίσει βαθμιαία να υποχωρεί φτάνοντας στο τέλος της επόμενης τριετίας στα εξαιρετικά ισχνά επίπεδα του 1,2%.
Σε ό,τι αφορά τις τράπεζες, το ΔΝΤ εκτιμά ότι προκειμένου να αντιμετωπίσουν ριζικά τα “κόκκινα δάνεια” θα πρέπει να χτίσουν μια νέα και σαφώς πιο ανθεκτική κεφαλαιακή βάση. Είτε μέσω αυξήσεων κεφαλαίου, για τις οποίες όμως το Ταμείο διαπιστώνει ότι δεν μπορούν να «τρέξουν» υπό τις υπάρχουσες συνθήκες, είτε με χρηματοοικονομικά εργαλεία που δεν επιφέρουν συρρίκνωση της επενδυτικής βάσης των υφιστάμενων μετόχων τους (ομολογιακές εκδόσεις TIER1).
Ελληνικό τραπεζικό σύστημα
Το ΔΝΤ εντοπίζει αδυναμίες στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, καθώς υπολογίζει ότι η έκθεση των τραπεζών στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια παραμένει ιδιαίτερα υψηλή, ενώ παράλληλα εκτιμά ότι και η ποιότητα των εξυπηρετούμενων δανείων είναι χαμηλή με αποτέλεσμα να καθίσταται «αβέβαιη» η αποπληρωμή τους. Το Ταμείο αναγνωρίζει πως οι τράπεζες καταβάλλουν προσπάθεια να περιορίσουν την έκθεσή τους στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Από την άλλη όμως πλευρά, περιγράφει ως βασικά εμπόδια σε αυτή τη προσπάθεια το χαμηλής ποιότητας κεφάλαιο, τη χαμηλή κερδοφορία και τη στενότητα που παρατηρείται στη ρευστότητά.
Χαρακτηρίζοντας τον χρηματοπιστωτικό τομέα ως «δημοσιονομικό κίνδυνο», οι συντάκτες της έκθεσης υπενθυμίζουν ότι το ελληνικό Δημόσιο παραμένει εκτεθειμένο στον ελληνικό τραπεζικό τομέα, καθώς όχι μόνο διαθέτει μετοχές και καταθέσεις, αλλά εξαρτάται και από τη συμμετοχή των τραπεζών στις εκδόσεις ομολόγων του Δημοσίου.
Για τον λόγο αυτό, το Ταμείο τονίζει ότι η ταχύτατη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η οποία θα ενισχύσει τη χώρα απέναντι σε μια σειρά από καθοδικούς κινδύνους. Ειδικότερα, το Ταμείο εμφανίζεται να φοβάται ότι ένα ευάλωτο τραπεζικό σύστημα αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο για μια νέα αυτοτροφοδοτούμενη κρίση, η οποία θα χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση προβλημάτων ρευστότητας, μείωση της εμπιστοσύνης, αλλά και εξάντληση των τραπεζικών κεφαλαίων.
Αναφορικά με τις προτάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και του ΤΧΣ για την απομείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το ΔΝΤ εμφανίζεται επιφυλακτικό, καθώς εκτιμά ότι οι λύσεις σχημάτων εγγυοδοσίας συνιστούν ένα είδος κρατικής ενίσχυσης και ως εκ τούτου αντιβαίνουν τους κανόνες της ΕΕ. Από την πλευρά του, το Ταμείο προκρίνει την λύση των «συντονισμένων ενεργειών» με στόχο να ενισχυθεί η οικονομική δυνατότητα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και να σημειωθεί πρόοδος στην γενική κουλτούρα πληρωμών.
Υπό αυτό το πρίσμα, η αλλαγή του πλαισίου προστασίας της πρώτης κατοικίας και η απλοποίηση των δικαστικών διαδικασιών θεωρούνται εργαλεία που μπορούν να συμβάλουν στον περιορισμό των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η μελέτη του ΔΝΤ έρχεται μία ημέρα αφότου το Eurogroup «πάγωσε» τουλάχιστον έως τον Απρίλιο την εκταμίευση δόσης 1 δισ. και ενδέχεται να στείλει αρνητικό μήνυμα στις αγορές, την ώρα που η Αθήνα επιχειρεί να επιστρέψει πλήρως σε καθεστώς αυτοχρηματοδότησης.
Σημειώνεται, επίσης, πως «κόκκινα» δάνεια, χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, υψηλό ιδιωτικό χρέος, προεκλογικές παροχές, όπως η μεγάλη αύξηση του κατώτατου μισθού, μαζί με την κόπωση στις μεταρρυθμίσεις και τους δημοσιονομικούς κινδύνους από τις διεκδικήσεις των αναδρομικών, αποτελούν «νάρκες» για την ελληνική οικονομία που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν δυσμενή δυναμική στην αποπληρωμή του χρέους, που θα οδηγούσε σε νέο Μνημόνιο.
Το ΔΝΤ ζητεί να προετοιμαστεί προληπτικό σχέδιο αντιμετώπισης των δημοσιονομικών απειλών από τις δικαστικές αποφάσεις, να εφαρμοστεί κανονικά η μείωση του αφορολογήτου ορίου από το 2020, ώστε να υπάρξει μείωση άμεσων φόρων και να επανεξεταστεί η επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων.
Την έκθεσή του το ΔΝΤ τονίζει πως δικαστικές αποφάσεις για τα αναδρομικά ενδέχεται να επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό με έκτακτες πληρωμές έως και 9,4 δισεκατομμυρίων ευρώ – ποσό που αντιστοιχεί σχεδόν στο 5% του προβλεπόμενου φετινού ΑΕΠ. Ο αντίκτυπος θα γίνει αισθητός και σε βάθος χρόνου, καθώς οι δημόσιες μισθολογικές και ασφαλιστικές δαπάνες θα αυξηθούν κατά έως 0,8% του ΑΕΠ ετησίως.
Ωστόσο στο μέτωπο της ανάπτυξης, η έκθεση του ΔΝΤ παρουσιάζει μια επιτάχυνση και διεύρυνση της ανάκαμψης, καθώς το Ταμείο υπολογίζει πως το ΑΕΠ θα διαμορφωθεί στο 2,4% για το 2019, σηματοδοτώντας μια αύξηση κατά 0,3% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Όπως σημειώνεται, χαρακτηριστικά, υπάρχει μια γενική βελτίωση στο οικονομικό κλίμα, ενώ οι εξαγωγές, οι επενδύσεις αλλά και η ιδιωτική κατανάλωση είναι οι βασικοί πυλώνες που στήριξαν την ανάπτυξη. Παρόλα, όμως, αυτά το Ταμείο εκτιμά ότι η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί μεσοπρόθεσμα, επανερχόμενη σταδιακά προς τα επίπεδα του 1,2% (από το 2022 και μετά).
Αναφορικά με τη χαλάρωση των μέτρων για τη διαχείριση της ροής κεφαλαίων, η έκθεση αναφέρει πως αυτή η εξέλιξη κατέστη εφικτή λόγω της σταδιακής αύξησης των τραπεζικών καταθέσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, το Ταμείο εμφανίζεται να στηρίζει την προσπάθεια για την πλήρη άρση των capital controls, υπό τον όρο ότι κάτι τέτοιο θα γίνει σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του οδικού χάρτη και χωρίς να υπάρξει διαταραχή στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Η έκθεση του ΔΝΤ χαρακτηρίζει «επαρκή» την ικανότητα της Ελλάδας να αποπληρώσει το χρέος σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο. Παρόλα αυτά, όμως, το Ταμείο αναγνωρίζει ότι η ελληνική οικονομία έχει ορισμένες σημαντικές αδυναμίες, οι οποίες πρέπει να ληφθούν υπόψη, ενόψει μιας σειράς αυξανόμενων κινδύνων που έχουν αρχίσει να διαφαίνονται. Όπως επισημαίνεται, οι εγχώριοι και οι εξωτερικοί κίνδυνοι έχουν επεκταθεί, ενώ ορισμένες «κληρονομιές της κρίσης», όπως το υψηλό δημόσιο χρέος και οι ευπαθείς ισολογισμοί του ιδιωτικού τομέα, εξακολουθούν να παραμένουν η «αχίλλειος πτέρνα» της ελληνικής οικονομίας.
Αναφορικά με τη σχέση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, η έκθεση του ΔΝΤ εκτιμά ότι θα κλείσει η ψαλίδα σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, καθώς υπολογίζεται ότι τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που έχουν συμφωνηθεί με τους Ευρωπαίους σε συνδυασμό την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ και την ελάφρυνση του χρέους, η οποία διασφαλίζεται από το ταμειακό απόθεμα και το χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης των δανείων, θα συμβάλει θετικά προς αυτή την κατεύθυνση.
Βιωσιμότητα του χρέους
Η έκθεση του ΔΝΤ εκτιμά ότι τα μέτρα ελάφρυνσης που συμφωνήθηκαν στο Eurogroup τον περασμένο Ιούνιο έχουν καταστήσει το χρέος βιώσιμο σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο. «Το μεσοπρόθεσμο χρέος και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες φαίνονται διαχειρίσιμες. Η τάση του χρέους προς το ΑΕΠ είναι πτωτική, ενώ οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες θα παραμείνουν κάτω από το 15% του ΑΕΠ καθ ‘όλη την περίοδο αναφοράς», σημειώνεται στην έκθεση.
Όπως υπενθυμίζεται, η Ελλάδα εξήλθε από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα στήριξης με ένα μεγάλο ταμειακό απόθεμα, το πόσο του οποίου υπολογιζόταν σχεδόν στα 30 δισ. ευρώ ή στο 16% του ΑΕΠ στο τέλος του 2018.
Το Ταμείο, ωστόσο, εκτιμά ότι το ταμειακό διαθέσιμο θα συρρικνωθεί το 2019 σε περίπου 23 δισ. ευρώ και τελικά θα περιοριστεί στα 10 δισ. ευρώ το 2024.
«Οι Αρχές σχεδιάζουν τακτικές εξόδους στις αγορές και τη σταδιακή εξάντληση του ταμειακού τους αποθέματος», αναφέρει η έκθεση.
Επιπλέον, η πρόωρη εξόφληση μέρους των δανείων του ΔΝΤ αναμένεται ότι θα διαδραματίσει εποικοδομητικό ρόλο στη μεσοπρόθεσμη θετική πορεία του ελληνικού χρέους, καθώς γίνεται φανερό ότι η Ελλάδα εξετάζει πλέον το ενδεχόμενο να αποπληρώσει αυτό το ακριβό τμήμα του χρέους της.
Μάλιστα, υπολογίζεται ότι οι προσαυξήσεις αυτών των δανείων μπορούν να αγγίξουν το ποσό των 5,68 δισ. ευρώ, ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, η Ελλάδα οφείλει στο Ταμείο 9,5 δισ. ευρώ. Στο πλαίσιο αυτής της ευρύτερης στρατηγικής, το ΔΝΤ εκτιμά ότι ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους θα ακολουθήσει την επιλογή της μη εξόφλησης, αλλά της ανανέωσης όλο και μεγαλύτερων ποσών από τις εκδόσεις των έντοκων γραμματίων.
Δικαστικές αποφάσεις για τα αναδρομικά
Ως «δημοσιονομική απειλή» περιγράφει η έκθεση του Ταμείου τις πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις που έχουν επιδικάσει αναδρομικές πληρωμές, οι οποίες σχετίζονται με την περικοπή μισθών και συντάξεων. Από τη σκοπιά του ΔΝΤ, αυτές οι αποφάσεις συνιστούν ανατροπή της προσπάθειας δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς, όπως αναφέρεται στην έκθεση, «αυτό αποτελεί μέρος ενός κύματος περιπτώσεων που αμφισβητούν τις μεταρρυθμίσεις που είχαν πραγματοποιηθεί στο παρελθόν».
Οι συντάκτες της έκθεσης του ΔΝΤ εκτιμούν ότι οι εν λόγω δικαστικές αποφάσεις έχουν δημιουργήσει αυξημένους δημοσιονομικούς κινδύνους, δεδομένου ότι υπολογίζεται ότι θα μπορούσαν να επιβαρύνουν ετησίως τις μελλοντικές δαπάνες του προϋπολογισμό με 9,5 δισ. ευρώ, ένα ποσό που αντιστοιχεί στο 0,75% του ΑΕΠ. Στην προειδοποίηση του, το ΔΝΤ αναφέρει ότι «αν οι μελλοντικές δικαστικές αποφάσεις επεκταθούν και σε άλλες μεταρρυθμίσεις στις οποίες μπορούν να εφαρμοστούν τα ίδια επιχειρήματα, οι εφάπαξ δαπάνες θα μπορούσαν να είναι σημαντικές».
Σχετικά με τις προτάσεις που έχει καταθέσει η ελληνική πλευρά για την λήψη αντισταθμιστικών μέτρων, το ΔΝΤ σημειώνει ότι «έχουν προταθεί αρκετά δημοσιονομικά μέτρα από τις αρχές, που αντιπροσωπεύουν περίπου το 0,6% του ΑΕΠ, τα οποία, όμως, δεν αποτυπώνονται ακόμα στις προβλέψεις του προϋπολογισμού. Οι αβεβαιότητες γύρω από αυτές τις εκτιμήσεις είναι μεγάλες και μια συνολική εκτίμηση είναι δύσκολη».
Τα πέντε «αγκάθια» που εντοπίζει το ΔΝΤ
- Μεταρρυθμιστική κόπωση η οποία μπορεί να οδηγήσει σε πισωγυρίσματα έναντι προηγούμενων μεταρρυθμίσεων ιδίως εξαιτίας της προοπτικής εκλογών εντός του 2019.
- Έντονη επιδείνωση της εμπιστοσύνης προς τις τράπεζες. Καθυστερήσεις στην εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών
- Μεγαλύτερες των προβλεπομένων αρνητικές επιδράσεις των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων στην ανάπτυξη και καθυστερήσεις στις επενδύσεις λόγω πολιτικής αβεβαιότητας
- Ραγδαία επιδείνωση των παγκόσμιων οικονομικών συνθηκών
- Αύξηση του διεθνούς προστατευτισμού με ενίσχυση των εμπορικών πολέμων