Με την ευρωπαϊκή οικονομία να… τρέμει για το ενδεχόμενο εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, το οικονομικό επιτελείο αναμένει με τη δική του αγωνία την αντίδραση της αγοράς ομολόγων αυτή την εβδομάδα, μετά και τα σαφή μηνύματα υπέρ της δημοσιονομικής σύνεσης και κατά των αλόγιστων παροχών που έσπευσε να στείλει η κυβέρνηση.

Η τελευταία εβδομάδα σηματοδοτήθηκε από την ισχυρή επιδείνωση στην ελληνική αγορά χρέους με την απόδοση του δεκαετούς να σημειώνει άλμα σχεδόν μίας ποσοστιαίας μονάδας, δοκιμάζοντας την Παρασκευή ενδοσυνεδριακά το 2,6% από σχεδόν 1,7% στις 3 Φεβρουαρίου, ημέρα της… επίμαχης συνεδρίασης της ΕΚΤ.

1

Η αλματώδης αύξηση των ελληνικών επιτοκίων μπορεί να πυροδοτήθηκε από εξωγενείς παράγοντες, με επιπλέον εξωγενείς κινδύνους όπως το ουκρανικό μέτωπο να ελλοχεύουν απειλητικοί, αποκάλυψε όμως την ιδιαίτερη ευαισθησία που εξακολουθεί να χαρακτηρίζει την ελληνική αγορά στην μεταβλητότητα και στις κρίσεις. Και μπορεί όντως στην παρούσα φάση η αύξηση στο κόστος δανεισμού να μην επηρεάζει τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους, δεν υπάρχει όμως αμφιβολία πως πλήττεται το κλίμα για το δανεισμό μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων, κεντρικό συστατικό στην επιχείρηση επιστροφής της οικονομίας στην κανονικότητα και στην εδραίωση βιώσιμων και υψηλών ρυθμών ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια.

Φρένο στις αποδόσεις μετά το φρένο στην παροχολογία;

Σε αυτό το κλίμα ήταν σαφή τα μηνύματα που έστειλε η κυβέρνηση σε ανώτατο επίπεδο, επιχειρώντας να διαβεβαιώσει καταρχάς τις αγορές πως η χώρα είναι πιστή στη δέσμευση για ταχεία αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους.

«Δεν υπάρχει λεφτόδεντρο» υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνέντευξή του στον ΣΚΑΙ, επισημαίνοντας την ανάγκη για μετρημένες και όχι «εύκολες και ανέξοδες παροχές».

«Θα πρέπει αυτή τη στιγμή που έχουμε συγκεκριμένους δημοσιονομικούς στόχους για το 2022, είναι απολύτως κρίσιμο να τους πετύχουμε, να είμαστε σίγουροι για την εκτέλεση του προϋπολογισμού. Άρα, όσοι εξαγγέλλουν μέτρα δεξιά και αριστερά χωρίς να έχουν καμία ιδέα για το πώς θα τα εφαρμόσουν και κυρίως πού θα βρουν τα λεφτά, είναι εκτός τόπου και χρόνου» δήλωσε μεταξύ άλλων και υπογράμμισε τη βούληση του η χώρα να έχει επανέλθει την επενδυτική βαθμίδα, «ξεκλειδώνοντας δισεκατομμύρια πόρων τα οποία θα μπορούν να επενδυθούν πια στην Ελλάδα», σημείωσε ο πρωθυπουργός.

Οι στόχοι αυτοί, όπως είναι περισσότερο από σαφές στους κύκλους των θεσμών αλλά κυρίως των αγορών δεν συμβαδίζουν με την παροχολογία. Όπως δήλωσε άλλωστε στο mononews.gr η Moody’s την Πέμπτη, η προσδοκία είναι ότι το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα ξεκινήσει να αποκλιμακώνεται σταδιακά από αυτό το έτος και ότι ο προϋπολογισμός θα επιστρέψει σε πρωτογενή πλεονάσματα στα επόμενα 2-3 χρόνια.

«Τυχόν αναστροφή θα ήταν αρνητική για την αξιολόγηση» προειδοποίησε ξεκάθαρα ο διεθνής οίκος, που αναμένεται να «μιλήσει» για την Ελλάδα σε ένα περίπου μήνα μαζί με την DBRS. Συγκεκριμένα Moody’s και DBRS θα αξιολογήσουν την ελληνική οικονομία στις 18 Μαρτίου 2022 και 16 Σεπτεμβρίου 2022. Η Standard and Poor’s αναμένεται στις 22 Απριλίου, ενώ η Fitch αναμένεται πάλι στις 8 Ιουλίου.

Από την πλευρά του οικονομικού επιτελείου πάντως η κατάσταση παρακολουθείται ώρα με την ώρα με το θερμόμετρο να ανεβαίνει επικίνδυνα τις προηγούμενες ημέρες βλέποντας τους δείκτες των αποδόσεων να κοκκινίζουν επικίνδυνα, παγώνοντας (εννοείται) οποιοδήποτε σχεδιασμό. Άλλωστε και πριν τη συνεδρίαση της ΕΚΤ στις 3 Φεβρουαρίου, αρμόδια στελέχη του οικονομικού επιτελείου μιλώντας στο mononews.gr μετέφεραν κλίμα συγκράτησης ως προς την προσδοκία μιας νέας έκδοσης, κλίνοντας περισσότερο προς την προσεκτική αναμονή…

Εν τω μεταξύ, στις 4 Μαρτίου αναμένεται να δημοσιοποιήσει η ΕΛΣΤΑΤ επικαιροποιημένες εκτιμήσεις για την πορεία του ελληνικού ΑΕΠ. Θα έχει προηγηθεί στις 23 Φεβρουαρίου μια από τις τελευταίες εκθέσεις των θεσμών στο πλαίσιο της, ενισχυμένης, μεταμνημονιακής εποπτείας ενώ στις 10 Μαρτίου όλη η προσοχή θα στραφεί στην κρίσιμη συνεδρίαση της ΕΚΤ.

Πρωτογενή πλεονάσματα… χθες

Η αναταραχή πάντως των τελευταίων ημερών ανέδειξε με σαφή τρόπο την εύθραυστη ισορροπία στην οποία παραμένει η ελληνική αγορά παρά την ισχυρή βελτίωση που έχει σημειωθεί, υπογραμμίζοντας την ανάγκη οι αγορές να μην αμφιβάλλουν πως για την Ελλάδα η βελτίωση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους με την ενίσχυση της πτωτικής δυναμικής του πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα της δημοσιονομικής πολιτικής τα επόμενα χρόνια. Και φυσικά την ανάγκη επιστροφής, σε πρωτογενή πλεονάσματα…χθες…

Αυτό είναι μεταξύ άλλων ένα από κυρίαρχα μηνύματα που περνά και ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδoς, Γ. Στουρνάρας, σε άρθρο του που φιλοξένησε η Καθημερινή την Κυριακή.

Όπως σημειώνει, σύμφωνα με τις αναλύσεις βιωσιμότητας του Ευρωσυστήματος, το ελληνικό χρέος, παρά το υψηλό του επίπεδο, εμφανίζει αυξημένη ανθεκτικότητα σε διάφορα δυσμενή μακροοικονομικά και δημοσιονομικά σενάρια, εξαιτίας διαφόρων παραγόντων όπως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της δομής του, η θετική συμβολή του αποτελέσματος της χιονοστιβάδας (της διαφοράς μεταξύ του ρυθμού μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ και του έμμεσου επιτοκίου δανεισμού) και στη δημοσιονομική θέση της χώρας λόγω των διαρθρωτικών δημοσιονομικών πλεονασμάτων.

Ωστόσο, σύμφωνα με τον Διοικητή, παρά την ύπαρξη αυτών των θετικών χαρακτηριστικών η βελτίωση της βιωσιμότητας του με την ενίσχυση της πτωτικής του δυναμικής πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα δημοσιονομικής πολιτικής τα επόμενα χρόνια προκειμένου αφενός να αποφευχθεί στο μέλλον (πέραν της δεκαετίας) μια επανάληψη της κρίσης χρέους του παρελθόντος και αφετέρου να μην αυξηθεί το κόστος δανεισμού του ιδιωτικού τομέα.