Αυξήσεις και αναδρομικά 21 μηνών θα λάβουν στο τέλος του μήνα, με τις συντάξεις Ιουλίου, περίπου 50.000 νέοι συνταξιούχοι που έχουν αποχωρήσει από την αγορά εργασίας μετά την εφαρμογή του νόμου Κατρούγκαλου, δηλαδή μετά τις 13 Μαΐου του 2016 και δεν έχουν προσωπική διαφορά.
Παράλληλα, έως το τέλος του μήνα θα ολοκληρωθεί η καταβολή αναδρομικών και οι προσαυξήσεις στους 50.000 εργαζόμενους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα, σύμφωνα με στοιχεία του e-ΕΦΚΑ, καθώς μειώνεται η περικοπή της σύνταξής τους από το 60% στο 30%. Έχουν ήδη λάβει τα αναδρομικά και τις προσαυξήσεις οι 20.000 εργαζόμενοι συνταξιούχοι του δημοσίου τομέα.
Νέοι συνταξιούχοι
Μηνιαίες αυξήσεις από 12 ευρώ έως 250 ευρώ και αναδρομικά έως 5.250 ευρώ αναμένεται να καταβληθούν από τις 24 έως τις 29 Ιουνίου μαζί με τις συντάξεις Ιουλίου σε 50.000 νέους συνταξιούχους του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Η πληρωμή θα αφορά σε αυτούς που έχουν συνταξιοδοτηθεί μετά τον Μάιο του 2016 και έχουν περισσότερα από 30 έτη ασφάλισης και δεν διατηρούν προσωπική διαφορά. Η αύξηση που δικαιούται στην καταβαλλόμενη σύνταξη τους κυμαίνεται κατά μέσον όρο στα 50 ευρώ.
Επίσης επισημαίνεται ότι τα αναδρομικά αφορούν στο διάστημα έως 21 μηνών (από τον Οκτώβριο του 2019) και ότι το ποσό των αναδρομικών διαμορφώνεται ανάλογα με το ύψος της σύνταξης και τα έτη ασφάλισης. Ωστόσο, δεν θα λάβουν αύξηση με το νέο σύστημα όσοι έχουν αποχωρήσει με 30 έτη ασφάλισης και κάτω όπως επίσης και όσοι έχουν συνταξιοδοτηθεί με 45 έτη ασφάλισης και πάνω.
Για παράδειγμα, αν ο συνταξιούχος έχει αποχωρήσει τον Δεκέμβριο του 2016 με 1.500 ευρώ συντάξιμες αποδοχές και 39 έτη ασφάλισης, δικαιούται αύξηση 100 ευρώ. Η αύξηση αυτή θα περάσει στη σύνταξή του για τον Ιούλιο και θα λάβει 2.100 ευρώ αναδρομικά 21 μηνών.
Ειδικότερα οι νέοι συνταξιούχοι από όλα τα πρώην Ταμεία του ιδιωτικού τομέα και το Δημόσιο που έχουν αποχωρήσει μετά τις 13 Μαΐου 2016 και δεν έχουν προσωπική διαφορά, θα λάβουν όλο το ποσό της αύξησης εφόσον έχουν πάνω από 30 χρόνια ασφάλισης ως αναπροσαρμογή του μεικτού ποσού αναδρομικά από 1η Οκτωβρίου 2019.
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν:
-Δημόσιοι υπάλληλοι ΥΕ και ΔΕ με χαμηλές και μεσαίες συντάξιμες αποδοχές που έχουν συνταξιοδοτηθεί με 30,1 έτη έως 44 έτη ασφάλισης.
-Αυτοκινητιστές του πρ. ΟΑΕΕ – ΤΣΑ που συνταξιοδοτήθηκαν την περίοδο 2016-2019 με περισσότερα από 30,1 έτη ασφάλισης και έως 44 έτη ασφάλισης.
-Συνταξιούχοι των πρώην ειδικών Ταμείων των ΔΕΚΟ – Τραπεζών (ΤΑΠ – ΟΤΕ, ΟΑΠ – ΔΕΗ, ΤΣΠ – ΕΤΕ κλπ) οι οποίοι αποχώρησαν με περισσότερα από 30 έτη και έως 44 έτη.
-Μισθωτοί ΙΚΑ που αποχώρησαν με πάνω από 30 έτη – κυρίως όσοι έχουν πάνω από 35 έτη – και έως 44 έτη ασφάλισης.
Επισημαίνεται ότι ιδιαίτερη κατηγορία συνιστούν οι νέοι συνταξιούχοι που αποχώρησαν από 13/5/2016 έως 31/12/2018 και διατηρούν προσωπική διαφορά στο πλαίσιο της σύντομης μεταβατικής περιόδου του νόμου Κατρούγκαλου.
Όσοι συνταξιοδοτήθηκαν από τον Μάιο του 2016 έως τον Δεκέμβριο του 2018 δικαιούνται τμήμα προσωπικής διαφοράς (25% έως 50%) στην περίπτωση που η νέα σύνταξή τους -όπως υπολογίστηκε µε τον νόμο 4387/2016- ήταν μειωμένη κατά 20% και πάνω από τη σύνταξη που θα έπαιρναν µε το παλαιό καθεστώς.
Σε αυτή την κατηγορία βρίσκονται δημόσιοι υπάλληλοι κατηγοριών ΤΕ και ΠΕ με 35 και άνω έτη ασφάλισης, ασφαλισμένοι του πρώην ΤΕΒΕ που συνταξιοδοτήθηκαν με πάνω από 30 έτη ασφάλισης, ασφαλισμένοι του Ταμείου Νομικών, του ΕΤΑΑ – ΤΣΜΕΔΕ, του ΕΤΑΑ – ΤΣΑΥ που συνταξιοδοτήθηκαν με πάνω από 30 έτη ασφάλισης. Στο νόμο υπάρχει ενσωματωμένη ρήτρα προστασίας των αποδοχών των εν λόγω συνταξιούχων, στην περίπτωση που η νέα σύνταξη προκύψει μικρότερη μετά τον επανυπολογισμό της με τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης. Ειδικότερα αναφέρεται πως «το ποσό της διαφοράς που προκύπτει εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά».
Εργαζόμενοι συνταξιούχοι
Η μείωση της ποινής στους συνταξιούχους που εργάζονται από 60% σε 30% ψηφίστηκε τον Φεβρουάριο του 2020 με τον νόμο Βρούτση και τέθηκε σε εφαρμογή από τις συντάξεις Μαρτίου 2020, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει εφαρμοστεί. Οι συνταξιούχοι πέρα από την μηνιαία αύξηση στο πόσο της σύνταξης τους θα λάβουν και αναδρομικά 17 μηνών.
Επισημαίνεται ότι οι καταβληθείσες εισφορές χρησιμοποιούνται για την προσαύξηση του ανταποδοτικού μέρους της κύριας σύνταξης και της επικουρικής σύνταξης των εργαζόμενων συνταξιούχων. Δηλαδή, ο χρόνος ασφάλισης που πραγματοποιείται από τους απασχολούμενους συνταξιούχους μπορεί να αξιοποιηθεί για καταβολή επιπλέον ποσού στην κύρια και την επικουρική σύνταξη, τόσο στις περιπτώσεις που γίνεται περικοπή όσο και στις περιπτώσεις που γίνεται αναστολή της σύνταξης.
Συγκεκριμένα, ο απασχολούμενος συνταξιούχος, μετά τη διακοπή της αναληφθείσας εργασίας ή αυτοαπασχόλησης, δύναται, κατόπιν αιτήσεώς του, να λαμβάνει επιπλέον ποσό στην κύρια και την επικουρική του σύνταξη ως εξής:
α) Για την κύρια σύνταξη χορηγείται ποσό το οποίο προκύπτει με βάση τα ισχύοντα ποσοστά αναπλήρωσης και τις συντάξιμες αποδοχές, φυσικά μόνο για το χρονικό διάστημα της απασχόλησης ως συνταξιούχου.
β) Για την επικουρική σύνταξη χορηγείται ποσό, που προκύπτει με βάση τα ισχύοντα για τον υπολογισμό της επικουρικής σύνταξης και μόνο για το χρονικό διάστημα της απασχόλησης μετά τη συνταξιοδότηση.
Σημειώνεται ότι ο ανωτέρω τρόπος αξιοποίησης του χρόνου ασφάλισης στη χορηγούμενη σύνταξη εφαρμόζεται και σε όλες τις περιπτώσεις απασχολούμενων συνταξιούχων, οι οποίοι είχαν λάβει σύνταξη με βάση το προγενέστερο του νόμου Κατρούγκαλου νομοθετικό πλαίσιο και συνέχισαν να απασχολούνται χωρίς διακοπή και μετά τις 12/5/2016 και συνεχίζουν και μετά τις 28/2/2020 την απασχόλησή τους, με την προϋπόθεση ότι από τις προϊσχύουσες διατάξεις προβλεπόταν αξιοποίηση του χρόνου απασχόλησης.
Διαβάστε επίσης:
Με ένα κλικ οι νέες συντάξεις υγειονομικών και αναπηρίας
Νέα «βόμβα» ΔΝΤ: Ζητά μείωση συντάξεων και λιγότερες προσλήψεις στο Δημόσιο