Σημαντική και διαπιστωμένη πρόοδο παρουσιάζει η ελληνική οικονομία σύμφωνα με την επικαιροποιημένη αξιολόγηση της Κομισιόν που καλεί όμως για πιο αποφασιστική και συγκροτημένη δράση σε καίρια πεδία της οικονομίας καθώς παρά την πρόοδο η χώρα παραμένει ευάλωτη σε σημαντικές προκλήσεις, που πρέπει να αντιμετωπιστούν προκειμένου να πετύχει τη σύγκλιση.
Στα βασικά συμπεράσματα της Κομισιόν για την ελληνική οικονομία, η οποία πάντως έχει καταφέρει να μην αποτελεί το επίκεντρο των αυστηρών συστάσεων της Επιτροπής που έχουν πια μετατοπιστεί στις μεγαλύτερες – και πιο επικίνδυνες για τη συνοχή της ΕΕ – μεγαλύτερες ευρωπαϊκές οικονομίες συγκαταλέγονται τα εξής:
- Υπεραπόδοση: H Ελλάδα εξακολουθεί να υπεραποδίδει στην ανάπτυξη έναντι της ευρωζώνης με την ανάπτυξη να υποστηρίζεται κυρίως από την αύξηση των εισοδημάτων, τον τουρισμό και την ενίσχυση των καθαρών εξαγωγών. Στον αντίποδα, μετά από μια πολύ ισχυρή αύξηση στη διετία 2021 – 2022 οι επενδύσεις επιβραδύνθηκαν στο 2023 υπό το βάρος των αυξημένων επιτοκίων. Ωστόσο το μαξιλάρι του ΤΑΑ θα στηρίξει την επίτευξη ανάπτυξης 2,2% φέτος και 2,3% το 2025, με ρυθμό δηλαδή που υπερβαίνει το δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, υποστηριζόμενο και από την ανάκαμψη των επενδύσεων εξαιτίας της σταδιακής χαλάρωσης στη νομισματική πολιτική.
- Τιμές: Ο πληθωρισμός αναμένεται να συνεχίσει τη σταδιακή του αποκλιμάκωση και να διαμορφωθεί σε σχετικά υψηλά επίπεδα 2,8% φέτος προτού υποχωρήσει στο 2,1% το 2025.
- Χρέος. Το χρέος μειώνεται αλλά παραμένει υψηλό. Στα θετικά ωστόσο συγκαταλέγεται το ότι αν και είναι το υψηλότερο στην ΕΕ τα ρίσκα που σχετίζονται με την αναχρηματοδότηση του είναι περιορισμένα καθώς ένα μεγάλο μέρος του χρέους το διακρατούν οι Ευρωπαίοι εταίροι. Επιπλέον η χώρα κατάφερε να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα, από τους τρεις εκ των τεσσάρων βασικών οίκων αξιολόγησης.
- Το εξωτερικό ισοζύγιο βελτιώθηκε το 2023 και αναμένεται να βελτιωθεί περαιτέρω αν και με βραδύτερο ρυθμό στη διετία 2024 – 2025
- Η αγορά εργασίας παραμένει αντιμέτωπη με σοβαρές προκλήσεις. Η απασχόληση ανήλθε στο 67,9% στο τέταρτο τρίμηνο του 2023, πάνω από τα προ πανδημίας επίπεδα αλλά παραμένει χαμηλότερα του μέσου όρου της ΕΕ που είναι στο 75,5%. Την ίδια στιγμή σε πολλούς τομείς της οικονομίας εντοπίζονται ελλείψεις εργατικού δυναμικού και με τη χαμηλούς συντελεστές συμμετοχής στην αγορά εργασίας παραμένουν σημαντικές προκλήσεις
- Τράπεζες: Η κερδοφορία των τραπεζών βελτιώνεται και οι κεφαλαιακοί δείκτες ενισχύθηκαν το 2023 αλλά παραμένουν οι δεύτεροι χαμηλότεροι στην ΕΕ. Επιπλέον υπάρχει προβληματισμός για την ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων εξαιτίας του υψηλού, αν και μειούμενου, αναβαλλόμενου φόρου. Επιπλέον, η κερδοφορία των τραπεζών θα μπορούσε να επιδεινωθεί εξαιτίας του περιορισμού στα επιτοκιακά περιθώρια, πιθανών αυξημένων αναγκών για προβλέψεις και αυξημένα χρηματοδοτικά κόστη. Η επιχειρηματική πιστωτική επέκταση επιβραδύνθηκε μεταξύ Δεκεμβρίου 2022 και Σεπτεμβρίου 2023, αν και παρουσιάζει καλύτερη συμπεριφορά σε σχέση με άλλες χώρες της ευρωζώνης καθώς υποστηρίζεται από την ισχυρή αύξηση των δανείων μέσω ΤΑΑ. Στον αντίποδα η πιστωτική επέκταση προς τα νοικοκυριά έχει παραμείνει σε αρνητικό έδαφος από το 2010.
- Παρά τις ισχυρές επιδόσεις η Ελλάδα εξακολουθεί να παραμένει ευάλωτη μακροοικονομικά. Απαιτείται, όπως αναμένεται περαιτέρω βελτίωση στο δημοσιονομικό ισοζύγιο για να διασφαλιστεί ότι το χρέος θα παραμείνει σε πτωτική τροχιά. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών περιορίστηκε αλλά παραμένει υψηλό. Η ανεργία μειώνεται αλλά παραμένει μεταξύ των υψηλότερων στην ΕΕ. Το απόθεμα των κόκκινων δανείων που διακρατούν οι τράπεζες εξακολούθησε να μειώνεται. Ωστόσο είναι περιορισμένη η πρόοδος που έχει γίνει στη μείωση των χαρτοφυλακίων κόκκινων δανείων που βρίσκονται υπό τη διαχείριση των servicers.
- Η παραγωγικότητα εργασίας αυξάνεται αλλά παραμένει κάτω του μέσου όρου στην ΕΕ ενώ οι σχετικά χαμηλές δαπάνες για έρευνα & ανάπτυξη όπως επίσης και τα ελλείμματα δεξιοτήτων εξακολουθούν να περιορίζουν την παραγωγικότητα.
- Η Ελλάδα πέτυχε σημαντικά κέρδη σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας κόστους την τελευταία δεκαετία. Το μοναδιαίο κόστος εργασίας υποχώρησε κατά περισσότερες από 10 μονάδες στη δεκαετία 2009 – 2019 και η χώρα αν και θα δει το κόστος αυτό να αυξάνεται ο ρυθμός θα είναι συγκρίσιμος με εκείνον των βασικών εμπορικών εταίρων της χώρας. Αυτό σημαίνει πως η χώρα θα διατηρήσει τα οφέλη
Επτά μεγάλες προκλήσεις
- Η Ελλάδα αντιμετωπίζει πρόσθετες προκλήσεις όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησής της, τη λειτουργία του χρηματοοικονομικού τομέα, το κανονιστικό πλαίσιο για τις επιχειρήσεις, την αγορά εργασίας και την πράσινη μετάβαση. Είναι σημαντικό οι προκλήσεις που εντοπίστηκαν να αντιμετωπιστούν τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο
- Η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη στη βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών. Το ακόμη υψηλό δημόσιο χρέος υπογραμμίζει την ανάγκη για συνετές δημοσιονομικές πολιτικές. Η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους της Επιτροπής, η οποία αξιολογεί την ικανότητα της χώρας να αποπληρώσει το χρέος της, δείχνει ότι οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του χρέους είναι χαμηλοί βραχυπρόθεσμα, υψηλοί μεσοπρόθεσμα και χαμηλοί μακροπρόθεσμα. Η επίτευξη του επιδιωκόμενου πρωτογενούς πλεονάσματος του προϋπολογισμού άνω του 2% του ΑΕΠ είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση της επανεξισορρόπησης της οικονομίας. Περαιτέρω προσπάθειες για την ενίσχυση της φορολογικής διοίκησης θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αντιμετώπιση του επενδυτικού κενού και στην αύξηση της φορολογικής συμμόρφωσης
- Υπάρχει περιθώριο αύξησης της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης της Ελλάδας. Οι επιδόσεις της παραμένουν σχετικά χαμηλές, όπως αντικατοπτρίζεται, για παράδειγμα, στη δυσκολία προσέλκυσης νέων δημοσίων υπαλλήλων υψηλής ειδίκευσης.
- Ενώ οι τράπεζες συνέχισαν να αφαιρούν το μη εξυπηρετούμενο χρέος από τους ισολογισμούς τους, μεγάλο μέρος αυτού του χρέους παραμένει στην οικονομία. Μετά από σημαντική μείωση το 2022 σημαντικό ποσό των παλαιών ΜΕΔ εξακολουθούσε να βρίσκεται στην κατοχή των διαχειριστών πιστώσεων το 2023 (69,5 δισεκατομμύρια ευρώ ή 32% του ΑΕΠ). Αν και οι διαχειριστές αναμένεται να προχωρήσουν σε περαιτέρω διευθέτηση και αναδιάρθρωση του χρέους, ο ρυθμός της διευθέτησης υστερεί σε σχέση με τα αρχικά επιχειρηματικά σχέδια. Ως αποτέλεσμα, τα παλαιά ΜΕΔ εξακολουθούν να επηρεάζουν αρνητικά τους ισολογισμούς, παρεμποδίζοντας τον δανεισμό από τον ιδιωτικό τομέα. Η καθυστέρηση στη ρύθμιση οφείλεται κυρίως στις χαμηλές ανακτήσεις από ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων λόγω της αναστολής των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19. Ωστόσο, αντικατοπτρίζει επίσης καθυστερήσεις στις δικαστικές διαδικασίες και υψηλό ποσοστό ανεπιτυχών πλειστηριασμών. Παρά κάποια μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί για παράδειγμα, βελτίωση των διαδικασιών αναγκαστικής είσπραξης οφειλών και της αποτελεσματικότητας της δευτερογενούς αγοράς ΜΕΔ και λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους του προβλήματος, περαιτέρω μέτρα θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αύξηση της ζήτησης εξασφαλίσεων από τρίτους και στην επιτάχυνση της διαδικασίας μετά τον πλειστηριασμό. Αυτά θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν τη βελτίωση των διαδικασιών ηλεκτρονικών πλειστηριασμών με τη διάθεση περισσότερων πληροφοριών σχετικά με τα πλειστηριαζόμενα ακίνητα και την άρση της εδαφικής αποκλειστικότητας των συμβολαιογράφων.
- Την ίδια στιγμή η περιορισμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση εμποδίζει τις εταιρικές επενδύσεις, ιδίως για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ). Σύμφωνα με την έρευνα SAFE της ΕΚΤ ( 10), οι ελληνικές ΜΜΕ αντιμετωπίζουν περισσότερες δυσκολίες πρόσβασης σε τραπεζικές πιστώσεις από ό,τι οι αντίστοιχες της ΕΕ. Τα μέτρα που αποσκοπούν στην εμβάθυνση των κεφαλαιαγορών περιλαμβάνουν την εφαρμογή της σχετικής εθνικής στρατηγικής, την αντιμετώπιση της παραοικονομίας (εκτιμάται στο 20% του ΑΕΠ από την Τράπεζα της Ελλάδος) και την παροχή κινήτρων στις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους. Τα μέτρα αυτά μπορούν να βελτιώσουν την τραπεζική και χρηματοοικονομική προσβασιμότητα των εταιρειών.
- Οι κανονιστικοί περιορισμοί εξακολουθούν να επιβαρύνουν τον ανταγωνισμό και να βλάπτουν τις ιδιωτικές επενδύσεις και την ανταγωνιστικότητα. Σύμφωνα με τον δείκτη περιορισμού του εμπορίου υπηρεσιών εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι μία από τις χώρες με το υψηλότερο επίπεδο περιορισμών σε διάφορους βασικούς τομείς υπηρεσιών, όπως οι θαλάσσιες μεταφορές, οι κατασκευές, η λογιστική, η μηχανική και οι νομικές υπηρεσίες Επιπλέον, οι περιορισμοί εισόδου σε ορισμένα βασικά επαγγέλματα, όπως οι αρχιτέκτονες, οι πολιτικοί μηχανικοί, οι σύμβουλοι διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, οι ξεναγοί, οι δικηγόροι και οι λογιστές, είναι υψηλότεροι από τον μέσο όρο της ΕΕ, επιβαρύνοντας την ανταγωνιστικότητα
- Καθώς οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού αυξάνονται στην Ελλάδα, η περαιτέρω μείωση της ανεργίας απαιτεί στοχευμένη και αποφασιστική δράση. Την ίδια στιγμή οι ταχέως αυξανόμενες τιμές των ακινήτων καθιστούν τη στέγαση λιγότερο προσιτή και πιο δύσκολο για τους ανθρώπους να αλλάξουν δουλειά. Οι τιμές των ακινήτων έχουν αρχίσει να αυξάνονται από το 2018, κυρίως ως αποτέλεσμα της ισχυρής ανάκαμψης της εγχώριας και εξωτερικής ζήτησης. Εκτός από το ότι οδηγούν σε λιγότερο προσιτή στέγαση, οι αυξήσεις των τιμών των ακινήτων επηρεάζουν την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού. Αυτό επιδεινώνει περαιτέρω το πρόβλημα της αναντιστοιχίας δεξιοτήτων και της έλλειψης εργατικού δυναμικού, ιδίως σε περιοχές με υψηλή ζήτηση εργατικού δυναμικού, όπως η Αττική ή τα νησιά. Όσον αφορά το μέλλον, η Ελλάδα θα επωφεληθεί από μια ολοκληρωμένη στρατηγική κοινωνικής στέγασης που θα προσδιορίζει τις ανάγκες κοινωνικής στέγασης και θα εξορθολογίζει τις πολιτικές και τα εργαλεία υλοποίησης.
Διαβάστε επίσης
Γαλλικό «ιό» φοβάται η Ελλάδα – Το πολιτικό ρίσκο επανέρχεται στο προσκήνιο
ΟΔΔΗΧ: Στο 3,56% η απόδοση των δεκαετών ομολόγων στη δημοπρασία
Ευρωζώνη: Πλεόνασμα €39 δισ. στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τον Απρίλιο