Πιο συγκεκριμένα, ο κ. Παραδιάς αναφέρεται σε μία «απανθράκωση» των κατοικιών και όχι απανθρακοποίηση, ο οποίος είναι και ο στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την παραπάνω οδηγία, καθώς επισημαίνει ότι όποιος δε μπορεί να ανακαινίσει τα ακίνητά του, ειδικά εάν αυτά βρίσκονται στις τελευταίες κατηγορίες των πιστοποιητικών ενεργειακής απόδοσης, τότε δε θα μπορεί να τα ενοικιάσει ή θα πρέπει να τα πουλήσει πολύ χαμηλότερα από την πραγματική τους αξία.
Στο ενδεχόμενο της αγοραπωλησίας θα πρέπει ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη να αναλάβει το κόστος της αναβάθμισης, ενώ στην ενοικίαση το κόστος θα επιβαρύνει τον ιδιοκτήτη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον κ. Παραδιά την απαξίωση των τιμών των ακινήτων και ειδικά όσον αφορά τα ήδη αυξημένα ενοίκια, οι απαραίτητες ανακαινίσεις θα καταστήσουν τα μισθώματα απλησίαστα με αποτέλεσμα το πρόβλημα εύρεσης κατοικίας προς ενοικίαση να χειροτερεύει
Μάλιστα, όπως συνεχίζει, με την οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία εγκρίθηκε πρόσφατα, τα ακίνητα που βρίσκονται στις κατηγορίες Ζ και Η των Πιστοποιητικών Ενεργειακής Απόδοσης θα πρέπει να έχουν αναβαθμιστεί έως το 2030 ενώ οι αμέσως επόμενες κατηγορίες (Δ και Ε) θα πρέπει να έχουν αναβαθμιστεί ενεργειακά έως το 2033.
Ειδάλλως, η ποινή που θα επιβάλλεται σύμφωνα με τον κ. Παραδιά δε θα είναι κάποιο πρόστιμο, αλλά δε θα μπορούν να ενοικιαστούν τα μη αναβαθμισμένα ακίνητα. Γεγονός και το οποίο μεταφράζεται σε «κλειστά» σπίτια με αποτέλεσμα οι ενοικιαστές να μη βρίσκουν κατοικίες και το κόστος της ενοικίασης, το οποίο ήδη είναι αβάσταχτο, να αυξάνεται ακόμα περισσότερο.
Εν ολίγοις, όπως αναφέρει ο Πρόεδρος της ΠΟΜΙΔΑ, οι ιδιοκτήτες ακινήτων έχουν λιγότερο από μία δεκαετία στη διάθεσή τους για να αναβαθμίσουν ενεργειακά τα ακίνητά τους. Ωστόσο, εκτός από τον χρονικό περιορισμό υπάρχει και οικονομικός καθώς το κόστος της ενεργειακής αναβάθμισης είναι είναι αρκετά υψηλό, ενώ τα κριτήρια για ένταξη στα ελάχιστα ειδικά προγράμματα ενεργειακής ανακαίνισης είναι αρκετά αυστηρά.
Προσθέτει, δε, ότι η αδυναμία εύρεσης κρατικής χρηματοδότησης θα έχει ως αποτέλεσμα τη στροφή στη «μαύρη» εργασία, έτσι ώστε να μειωθεί όσο το δυνατόν περισσότερο το κόστος των ανακαινίσεων.
Τι αναφέρει η οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την οδηγία που έχει συμφωνηθεί από το 2018 είναι η η μείωση των εκπομπών και της χρήσης ενέργειας σε κτίρια σε ολόκληρη την ΕΕ, από τα σπίτια και τους χώρους εργασίας έως τα σχολεία, τα νοσοκομεία και άλλα δημόσια κτίρια.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στο νέο πλαίσιο, κάθε κράτος μέλος της ΕΕ θα πρέπει να υιοθετήσει για τα σπίτια μέτρα μείωσης χρήσης της πρωτογενούς ενέργειας. Το πρώτο έτος ορόσημο είναι το 2030 με την μείωση να ανέρχεται στο 16%, ενώ έως το 2035 το ποσοστό αυτό πρέπει να φτάνει έως το 22%, ενώ τουλάχιστον το 55% της μείωσης αυτής θα επιτευχθεί μέσω της ανακαίνισης των κτιρίων με τις χειρότερες επιδόσεις.
Επιπλέον, όλα τα νέα σπίτια αλλά και τα μη οικιστικά κτίρια θα πρέπει να έχουν μηδενικές εκπομπές από ορυκτά καύσιμα. Για τα δημόσια κτίρια το μέτρο αυτό θα τεθεί σε εφαρμογή από τις αρχές του 2028, ενώ για τα οικιστικά από το 2030.
Εκτός από τη στήριξη της σταδιακής κατάργησης των ορυκτών καυσίμων από τη θέρμανση των κτιρίων, η αναθεωρημένη οδηγία θεσπίζει ειδική απαίτηση για όλα τα νέα κτίρια να είναι «έτοιμα για ηλιακή ενέργεια», πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να είναι σε θέση να φιλοξενήσουν φωτοβολταϊκές ή ηλιοθερμικές εγκαταστάσεις στέγης σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς δαπανηρές διαρθρωτικές παρεμβάσεις.
Διαβάστε επίσης:
Τσακλόγλου: Η πλατφόρμα για τις συντάξεις με οφειλές θα είναι έτοιμη μέσα στο επόμενο δίμηνο
Γκάλοπ Marc: Περνάει τον πήχη του 33% η ΝΔ, στο Κέντρο η μάχη για τους αναποφάσιστους
Υπό έλεγχο η πυρκαγιά σε διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας