Αντί για λουκέτα, εγκαίνια. Η μεταμνημονιακή εποχή της επιχειρηματικότητας έχει ήδη ξεκινήσει, τα στοιχεία κάνουν λόγω για «έκρηξη», όμως υπάρχουν πολλά ακόμα που πρέπει να βελτιωθούν ώστε η Ελλάδα να επιστρέψει για τα καλά στο δρόμο της ανάπτυξης.

Τα πρώτα χρόνια των μνημονίων, η εικόνα των κλειστών καταστημάτων προκαλούσε σφίξιμο στην καρδιά. Εικόνα εγκατάλειψης μιας ζωής ολόκληρης, αφού τα «λουκέτα» σε συντριπτικό ποσοστό αφορούσαν μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Τα δικά μας «μαγαζιά της γειτονιάς» δεν άντεξαν την κρίση. Οκτώ χρόνια δύσκολα, με τις ευκαιρίες περιορισμένες, τη χρηματοδότηση πενιχρή και τη φορολογία στα ύψη. Σιγά-σιγά, όμως, κάτι άρχισε να δημιουργείται και το πρώτο φως φάνηκε στην άκρη του τούνελ.

Μέχρι που φτάσαμε στο 2018, έτος της «εκτόξευσης» στην έναρξη νέων επιχειρήσεων και τον συνδυασμό -αυτό είναι το πλέον σημαντικό- με την κάθετη πτώση της λήξης της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Με απλά λόγια, πολλά μαγαζιά άνοιξαν, λίγα έκλεισαν και για πρώτη φορά μετά από δέκα χρόνια το ισοζύγιο εμφάνισε τόσο υψηλό θετικό πρόσημο που οι συστάσεις νέων επιχειρήσεων ήταν σχεδόν διπλάσιες των διαγραφών.

Εικόνα αντίθετη με τα προηγούμενα χρόνια και αντιδιαμετρική με το καταστροφικό 2011 όταν το σοκ του πρώτου μνημονίου, των οριζόντιων μέτρων και της φτωχοποίησης της χώρας, οδήγησε περισσότερες από 100.000 επιχειρήσεις στην απόφαση να βάλουν λουκέτο.

Από τότε το ισοζύγιο ήταν, έστω και οριακά, θετικό με εξαίρεση το 2016, όταν αναδείχθηκαν οι συνέπειες των capital controls που επιβλήθηκαν το καλοκαίρι του 2015. Όμως από το 2017 επανήλθε η ισορροπία και έκτοτε τα πράγματα πηγαίνουν από το καλό στο καλύτερο. Το 2018 χαρακτηρίστηκε από τους ειδικούς ως η χρονιά της εκτόξευσης με περίπου 32.000 νέες επιχειρήσεις να εγγράφονται στα τοπικά επιμελητήρια και 18.000 να κλείνουν. Και η ανοδική πορεία συνεχίζεται καθώς σύμφωνα με στοιχεία του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (ΓΕΜΗ), τον Ιανουάριο του 2019 ιδρύθηκαν 2.907 επιχειρήσεις, ενώ υπήρξαν 1.489 διαγραφές. Υπερδιπλάσια τα εγκαίνια.

Εκτόξευση το 2018

Σύμφωνα με στοιχεία του ΓΕΜΗ που έδωσε στη δημοσιότητα το υπουργείο Οικονομικών έως το 2017 και σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2019, οι συνολικές συστάσεις και διαγραφές Επιχειρήσεων από το 2011 έως και το 2018 έχουν ως εξής:

ΕΤΟΣ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΙΣΟΖΥΓΙΟ

2011 37.880 106.286 -68.406

2012 41.506 40.802 704

2013 41.723 38.739 2.984

2014 36.023 36.608 -585

2015 29.719 26.716 3.003

2016 28.705 33.883 -5.178

2017 30.077 24.046 6.031

2018 32.379 18.632 13.747

Όπως τονίζουν οι ειδικοί στον χώρο των επιχειρήσεων, η αύξηση αυτή είναι ένα πραγματικό γεγονός που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ανάπτυξη, ευημερία και αύξηση της απασχόλησης, δεν αφήνει όμως περιθώρια για εφησυχασμό.

Τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί ραγδαία το ποσοστό της «επιχειρηματικότητας ανάγκης» η οποία αποτυπώνεται στις σχετικές έρευνες, με τελευταία αυτή του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) που δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2018. Το 29% των νέων επιχειρηματιών δήλωσε πως βασικό κίνητρο αποτέλεσε ο βιοπορισμός κι αυτό το ποσοστό «επιχειρηματικότητας ανάγκης» είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Τέτοιου είδους εγχειρήματα ενέχουν μεγάλο κίνδυνο να αποδειχθούν μικρής διάρκειας, αφού κίνητρο είναι η ανάγκη και όχι η επιχειρηματική ευκαιρία.

Η ίδια έρευνα, ωστόσο, κατέδειξε ότι αυξήθηκε για 4η διαδοχική χρονιά η επιχειρηματικότητα ευκαιρίας. Ενδεικτικά ορισμένα από τα θετικά συμπεράσματα που εξάγονται από την έρευνα του ΙΟΒΕ:

– Για 4η διαδοχική χρονιά αυξήθηκε το ποσοστό (37%) εκείνων που ξεκίνησαν το εγχείρημά τους αξιοποιώντας μια ευκαιρία που διέκριναν στην αγορά. Δηλαδή η Επιχειρηματικότητα Ευκαιρίας.

– Ενισχύεται η συμμετοχή στην επιχειρηματικότητα ατόμων με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο, καθώς πάνω από τους μισούς διαθέτουν πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου.

– Σταθεροποιείται η συνεισφορά άτυπων επενδυτών στη χρηματοδότηση νέων εγχειρημάτων, αν και οι περισσότεροι είναι μέλη της ευρύτερης οικογένειας του επιχειρηματία.

– Ενισχύεται ο τομέας της μεταποίησης στο 25% του συνόλου, με μικρή υποχώρηση της λιανικής στο 55%.

– Ενισχύεται η εξωστρέφεια, καθώς το 80% των νέων εγχειρημάτων απευθύνεται και σε ξένες αγορές.

– Οι νέοι θεωρούν πλέον ότι την επιχειρηματικότητα ως σχετικά καλή επιλογή επαγγελματικής σταδιοδρομίας, και κοινωνικής καταξίωσης.

Προέχει ωστόσο να ξεπεραστούν οι ανασφάλειες και οι φοβίες που δημιούργησε μια δεκαετία οικονομικής κρίσης. Σε πρόσφατη έρευνας του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ ο δείκτης ανασφάλειας και φόβου για την πορεία της επιχείρησης υποχωρεί σταθερά τα τελευταία τρία χρόνια, όμως παραμένει σε υψηλές τιμές. Το 31,4% των επιχειρηματιών θεωρεί ότι είναι αρκετά ή πολύ πιθανό να βάλει «λουκέτο» σε σύντομο χρονικά διάστημα. Τον Ιούλιο του 2017 το αντίστοιχο ποσοστό έφτανε το 38,1%. Ο φόβος της αποτυχίας είναι σταθερά υψηλός και το ποσοστό από τα χειρότερα παγκοσμίως.

Αμετάβλητα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, απουσία των γυναικών

Η έρευνα του ΙΟΒΕ αποτυπώνει γενικότερα μια ιδιαίτερα απαισιόδοξη προσέγγιση, από τους ίδιους τους νέους επιχειρηματίες! Το 64,5% των Ελλήνων επιχειρηματιών δηλώνει ότι κανένας πελάτης δε θα θεωρήσει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους νέα και πρωτοποριακά, έναντι 50,1% σε 18 ευρωπαϊκές χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα. Την ίδια στιγμή, το 54% των ελληνικών επιχειρήσεων αξιοποιούν ήδη γνωστές τεχνολογίες για την παραγωγή των προϊόντων τους, ενώ οι μισοί επιχειρηματίες (50,7%) εισέρχονται σε αγορές με ήδη ισχυρό ανταγωνισμό, αριθμοί που δεν είναι αρνητικοί σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες. Άρα λείπει η… αισιοδοξία κι αυτό αντικατοπτρίζεται από άλλους δύο δείκτες. Ο φόβος της επιχειρηματικής αποτυχίας (70%) είναι από τους υψηλότερους παγκοσμίως, ενώ ελάχιστοι (μόλις 13,7%) θεωρούν ότι η Ελλάδα παρέχει επιχειρηματικές ευκαιρίες και μάλιστα το ποσοστό αυτό αφορά το σύνολο του πληθυσμού, όχι μόνο τους επιχειρηματίες. Η αυτοπεποίθηση στην Ελλάδα παραμένει στο ναδίρ κι αυτό αποτελεί ξεκάθαρα «μνημονιακή» συνέπεια, καθώς το αντίστοιχο ποσοστό ήταν υπερδιπλάσιο (27,8%) το 2009, όταν άρχισε η «κατηφόρα» και… καταποντίστηκε στο 10,8% το 2011.

Πέραν όμως της απαισιοδοξίας και της έλλειψης αυτοπεποίθησης, απουσιάζει και η γυναικεία «πινελιά». Οι Ελληνίδες απέχουν… πανηγυρικά από τα νέα επιχειρηματικά εγχειρήματα καθώς οι επιδόσεις τους (5,1%) είναι οι χειρότερες ανάμεσα στις 18 ευρωπαϊκές χώρες. Δεν διαφαίνεται επιθυμία ή πρόθεση να υλοποιήσουν επιχειρηματικές ιδέες. Κι αυτό έρχεται σε απόλυτη αντιδιαστολή με την «πρωτιά» που καταλαμβάνουν στη συμμετοχή σε εδραιωμένες επιχειρήσεις, οι οποίες λειτουργούν για περισσότερα από 3,5 χρόνια. Σύμφωνα με μετρήσεις που καλύπτουν και το 2016, οι Ελληνίδες είναι στην κορυφή με ποσοστό 10,8%, κι αυτό αποτελεί συνέπεια της υψηλής αυτοαπασχόλησης.

Η συμμετοχή των γυναικών σε νέες επιχειρήσεις ερμηνεύεται εν μέρει και από τις κοινωνικές αντιλήψεις που επικρατούν σε κάθε χώρα. Αν, δηλαδή, κυριαρχεί η αντίληψη πως υπάρχουν ευκαιρίες, αν εμπιστεύονται τις δυνατότητές τους και πόσο επηρεάζονται από το φόβο της αποτυχίας. Στους συγκεκριμένους δείκτες η Ελλάδα είναι και πάλι ουραγός, καθώς μόνο το 11% των γυναικών θεωρεί ότι υπάρχουν ευκαιρίες για ένα επιχειρηματικό ξεκίνημα. Είναι ξεκάθαρο ότι βρισκόμαστε πολύ πίσω, από τη στιγμή που ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι τριπλάσιος (33%)

ΕΒΕΘ: Αύξηση άνω του 57% στις εγγραφές στα μητρώα το 2018, μείωση 20% στις διαγραφές

Σημαντική αύξηση των εγγραφών νέων επιχειρήσεων στα μητρώα του, κατά 57,6%, σε σχέση με το 2017, καταγράφει για το 2018 το Εμποροβιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης (ΕΒΕΘ), με ταυτόχρονη αισθητή μείωση των διαγραφών κατά 20%. Συγκεκριμένα, 1371 επιχειρήσεις έκαναν πέρυσι έναρξη και πραγματοποίησαν εγγραφή στα μητρώα του ΕΒΕΘ, ενώ 559 «κατέβασαν ρολά» και διεγράφησαν.

Η αύξηση των εγγραφών αφορά κυρίως τις ΟΕ (ομόρρυθμες εταιρείες), κατηγορία στην οποία καταγράφεται ένα εντυπωσιακό 408%, ενώ ακολουθούν οι Ετερόρρυθμες (ΕΕ) με 127%, οι Περιορισμένης Ευθύνης (ΕΠΕ) με 76% και οι Ιδιωτικές Κεφαλαιουχικές Εταιρίες (ΙΚΕ) με 28%. Στην περίπτωση των ατομικών επιχειρήσεων η αύξηση είναι μόνο 8%, ενώ στην κατηγορία των Ανώνυμων Εταιριών (ΑΕ), οι εγγραφές έφτασαν πέρυσι τις 96 και οι διαγραφές περιορίστηκαν σε 51.

Σχολιάζοντας το ισοζύγιο αυτό, ο πρόεδρος του ΕΒΕΘ, επιχειρηματίας Γιάννης Μασούτης, εξέφρασε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ την ελπίδα «η τάση να συνεχιστεί και να επαληθευτούν οι προσδοκίες για δημιουργία ενός καλύτερου επιχειρηματικού κλίματος στο κοντινό μέλλον με χαμηλότερες ασφαλιστικές εισφορές και μείωση των φορολογικών συντελεστών (…)».

Ερωτηθείς σε ποιους κλάδους επιχειρηματικής δραστηριότητας καταγράφονται οι περισσότερες εγγραφές-διαγραφές, ο κ. Μασούτης επισημαίνει ότι παρότι δεν μπορεί να βγάλει κάποιος ασφαλή συμπεράσματα από τους κωδικούς δραστηριότητας των επιχειρήσεων (αφού αυτές δηλώνουν σειρά κωδικών και μάλιστα με εντελώς διαφορετικά αντικείμενα), ωστόσο η εκτίμηση είναι ότι «αναμφισβήτητα, τον τελευταίο χρόνο, έχει παρατηρηθεί βελτίωση των μεγεθών στις επιχειρήσεις που απευθύνονται σε αγορές του εξωτερικού είτε αυτό αφορά άμεσες εξαγωγές αγαθών, είτε αγαθών αλλά κυρίως υπηρεσιών που σχετίζονται κυρίως με τον τομέα του τουρισμού».

Κληθείς να σχολιάσει αν πιστεύει ότι οι νέες επιχειρήσεις στην Ελλάδα, μετά την κρίση, εξακολουθούν να είναι πολύ μικρές και να εντάσσονται στο πλαίσιο της «επιχειρηματικότητας ανάγκης», με κυρίαρχο χαρακτηριστικό την αυτοαπασχόληση ή αυτό έχει αλλάξει, ο κ. Μασούτης απαντά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «(…)Από πρόσφατη έρευνα που έκανε το ΕΒΕΘ στο τέλος Ιανουαρίου 2019, αναφορικά με τις προσφερόμενες θέσεις εργασίας, προέκυψε ότι για το κοντινό μέλλον, οι επιχειρήσεις προβλέπουν αύξηση (απασχόλησης) σε ποσοστό 16%, μείωση προβλέπει το 14%, ενώ το 66% προβλέπει αμετάβλητη κατάσταση».

Αναφορικά με το σημαντικότερο αντικίνητρο για την επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα και την πιο ευνοϊκή αλλαγή που έχει παρατηρηθεί ο κ. Μασούτης λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Επικαλούμενος και πάλι την προαναφερόμενη έρευνα, όσον αφορά στα θετικά, την πρώτη θέση καταλαμβάνουν η άρση των κεφαλαιακών περιορισμών και η αίσθηση που δημιούργησε η τυπική λήξη των μνημονίων. Αναφορικά με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις, την πρώτη θέση με ποσοστό 75% καταλαμβάνουν οι φορολογικές υποχρεώσεις και ακολουθούν η μειωμένη ρευστότητα (58%), ο μειωμένος κύκλος εργασιών (43%), οι επισφάλειες πελατών (42%) και η αδυναμία πρόσβασης σε τραπεζική χρηματοδότηση (33%)».

«Για να μπορέσει να ορθοποδήσει η οικονομία χωρίς στήριξη (…) πρέπει να αρχίσει και πάλι να παράγει. Αυτό λοιπόν που χρειαζόμαστε είναι η υιοθέτηση μέτρων που θα εξασφαλίσουν με τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Έχω αναφέρει, πολλές φορές, ότι πρέπει να προσελκύσουμε επενδύσεις σε καινοτόμες και εξωστρεφείς, παραγωγικές δραστηριότητες, που θα αποφέρουν εισόδημα σε ελληνικά χέρια. Χρειάζεται ένα επιχειρηματικό περιβάλλον φιλικό στο επιχειρείν με ξεκάθαρο νομοθετικό πλαίσιο, γρήγορες αδειοδοτήσεις, ξεκάθαρο χωροταξικό πλαίσιο, ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης και σταθερό φορολογικό καθεστώς με χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές. Τέλος, πρέπει να αποκατασταθεί η ρευστότητα, η οποία με τη σειρά της προϋποθέτει: επιτάχυνση της επιστροφής των οφειλών του κράτους προς τον ιδιωτικό τομέα, ρύθμιση των κόκκινων δανείων και επιτάχυνση του εξωδικαστικού συμβιβασμού των επιχειρήσεων με την αξιοποίηση των επιμελητηριακών δομών» καταλήγει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο επιχειρηματίας, που δραστηριοποιείται στον κλάδο του λιανεμπορίου.

ΒΕΘ: Σχεδόν ισοσκελισμένο ισοζύγιο εγγραφών-διαγραφών, με τις διαγραφές να υπερτερούν και τις ΙΚΕ να αυξάνονται σημαντικά

Σχεδόν ισοσκελισμένο ήταν το 2018 το ισοζύγιο εγγραφών-διαγραφών επιχειρήσεων στα μητρώα του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης (ΒΕΘ), με τις διαγραφές να υπερτερούν ωστόσο έναντι των εγγραφών, όπως προκύπτει από δηλώσεις στο ΑΠΕ-ΜΠΕ του προέδρου του φορέα, επιχειρηματία Αναστάσιου Καπνοπώλη. Ο ίδιος επισημαίνει ότι «η Ελλάδα έχει ακόμα πολύ δρόμο να διανύσει, προκειμένου να επανέλθει στην κανονικότητα και να μπει στο δρόμο της ανάπτυξης, ενώ η ύφεση, οι υψηλοί φόροι, οι αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές και η έλλειψη ρευστότητας, δημιουργούν συνεχώς νέες ασφυκτικές πιέσεις στην αγορά».

Κατά τον κ. Καπνοπώλη, η κατάσταση αποτυπώνεται στα στοιχεία του ΒΕΘ: το 2018 διαγράφηκαν από τα μητρώα του επιμελητηρίου 487 επιχειρήσεις και έκαναν εγγραφή 454. Η πλειονότητα των επιχειρήσεων που διαγράφηκαν είναι ατομικές (351), ενώ αντίστοιχη είναι η εικόνα και στις εγγραφές, με τις ατομικές να κυριαρχούν, καθώς έναρξη έκαναν 296 επιχειρήσεις του είδους. Σημαντικός ήταν κι ο αριθμός των ΙΚΕ, καθώς εγγράφηκαν 58, ενώ τερμάτισαν τη λειτουργία τους επτά. Εννέα ανώνυμες εταιρίες έκαναν έναρξη και πέντε προχώρησαν σε διαγραφή, 22 ετερόρρυθμες εταιρίες ξεκίνησαν τη λειτουργία τους, ενώ αντίστοιχος ήταν ο αριθμός των ΕΕ που κατέβασαν ρολά. Σαράντα έξι ομόρρυθμες έκαναν εγγραφή στο ΒΕΘ και 91 προχώρησαν σε διαγραφή. Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία ο αριθμός των ΙΚΕ έχει αυξηθεί σημαντικά, καθώς μπορούν να συσταθούν ταχύτατα, ενώ οι ατομικές, που αποτελούν και τη «ραχοκοκαλιά» του ΒΕΘ εξακολουθούν να είναι οι πιο δημοφιλείς.

Αναφερόμενος στους κυριότερους λόγους οι οποίοι οδήγησαν στο κλείσιμο των επιχειρήσεων-μελών του ΒΕΘ ο κ. Καπνοπώλης τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι είτε κρίθηκαν ασύμφορες (256), είτε προχώρησαν σε λύση της επιχείρησης (85) είτε τέλος συνταξιοδοτήθηκαν (34) χωρίς να αφήσουν διάδοχη κατάσταση.

Κατά τον κ. Καπνοπώλη, για να γίνουν πιο υγιείς και βιώσιμες οι ελληνικές επιχειρήσεις, «πρωταρχικό μέλημα, θα πρέπει να είναι η σταθεροποίηση του οικονομικού κλίματος σε συνδυασμό με την υλοποίηση ενός εθνικού σχεδίου μεταρρυθμίσεων και μέτρων, που θα στοχεύει στη δημιουργία του κατάλληλου δημοσιονομικού χώρου για ένα διαφορετικό μείγμα πολιτικής, ευνοϊκό προς την ανάπτυξη».

«Εάν δεν δημιουργηθεί ένα ευνοϊκό φορολογικό περιβάλλον, που θα δημιουργεί εμπιστοσύνη στους επενδυτές και θα ενθαρρύνει την ανάληψη νέων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, με σταδιακή μείωση των συντελεστών ΦΠΑ, προκειμένου να υπάρξει αποτέλεσμα στη φοροδιαφυγή και παράλληλα χαμηλότερες ασφαλιστικές εισφορές, δεν θα μπορέσει να υπάρξει αλλαγή σελίδας» σημειώνει ο κ. Καπνοπώλης, ένας από τους δύο ιδρυτές κατασκευαστικής εταιρίας, που δραστηριοποιείται στον τομέα των μηχανολογικών κατασκευών για τη βιομηχανία γάλακτος και τροφίμων και εδρεύει στη Σίνδο.

ΕΕΘ: «Χάσαμε περίπου 8000 επιχειρήσεις μεταξύ 2010 και 2018»

Σε περίπου 8.000 ανέρχονται οι επιχειρήσεις που το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης «έχασε» από τα μητρώα του από τον Μάρτιο του 2010 ως το τέλος του 2018, με βάση τα επίσημα στοιχεία του ΓΕΜΗ, γεγονός που προφανώς σηματοδοτεί «τεράστια απώλεια θέσεων εργασίας και μικρομεσαίας επιχειρηματικής δραστηριότητας», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρός του, Μιχάλης Ζορπίδης.

«Και δεν πρόκειται μόνο για αριθμητικές απώλειες. Το διάστημα αυτό παρατηρούμε παράλληλα μία ποιοτική διαφοροποίηση, καθώς κλείνουν εταιρίες με τις πιο “σταθερές” μορφές όπως οι ΑΕ, οι ΟΕ και οι ΕΠΕ και ανοίγουν ΙΚΕ και προσωπικές εταιρίες. Είναι και αυτό στοιχείο της κρίσης» σημειώνει. Το ίδιο, όπως επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, βλέπουμε και στα στοιχεία του 2018, όπου όμως οι εγγραφές είναι περισσότερες από τις διαγραφές κατά 444 επιχειρήσεις (2.487 εγγραφές έναντι 2043 διαγραφών).

«Από την εμπειρία μας βλέπουμε ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις που ανοίγουν (κάνουν έναρξη λειτουργίας) σχετίζονται με την εστίαση και τον καφέ, όπως και το λιανικό εμπόριο (ψιλικά κλπ). Σίγουρα αυτό δεν περιγράφει μια υγιή ανάπτυξη. Θα προτιμούσαμε να έχουμε νέες επιχειρήσεις στον τομέα της παραγωγής και της μεταποίησης, που επηρεάζουν περισσότερο αλλά και με πιο δραστικούς τρόπους τα οικονομικά στοιχεία μίας κοινωνίας» τονίζει ο κ. Ζορπίδης, ενώ ερωτηθείς αν εξακολουθούμε να μιλάμε για επιχειρηματικότητα πολύ μικρή και ανάγκης, με βασικό χαρακτηριστικό την αυτοαπασχόληση, σημειώνει: «Αυτό το στοιχείο δεν διευκρινίζεται από τα στοιχεία που υποβάλλονται στο ΓΕΜΗ, ωστόσο από την εικόνα που έχουμε μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι το 95% των νέων εταιριών έχει από κανέναν έως τρεις εργαζόμενους, όπως άλλωστε συμβαίνει εδώ και πολλά χρόνια».

Η ό,ποια αύξηση εγγραφών, τυχόν, σημειώνεται έχει θετικά και υγιή χαρακτηριστικά; «Η αύξηση των εγγραφών είναι προτιμότερη από τη μείωση. Ωστόσο, θα πρέπει, προκειμένου να είμαστε σίγουροι ότι αποτυπώνουν μία βελτίωση, να δούμε στοιχεία όπως η ίδρυση των “μεγάλων”, δηλαδή εταιριών μορφής ΑΕ, ΕΠΕ και ΟΕ και όχι των “εύκολων”, που είναι οι προσωπικές εταιρίες και οι ΙΚΕ» λέει χαρακτηριστικά.

Σύμφωνα με τα όσα λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Ζορπίδης «οι σταθερές θέσεις του ΕΕΘ, όπως άλλωστε και όλου του επιμελητηριακού κινήματος αφορούν τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων, που σήμερα, λόγω της δραματικής υπερφορολόγησης έχουμε μία θηλιά στο λαιμό του κάθε συναδέλφου. Αλλά και τη δραστική αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών, η οποία θα επιφέρει αύξηση στην αγοραστική του δύναμη, συνεπώς και στον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων. Κάτι το οποίο μπορεί φυσικά να επιτευχθεί πάλι μέσω της αποκλιμάκωσης της υπερφορολόγησης, των νοικοκυριών, αυτή τη φορά. Μην ξεχνάμε ότι ο ΟΟΣΑ ανακήρυξε τη χώρα μας ως Παγκόσμια Πρωταθλήτρια στους φόρους».

Αναφορικά με το σημαντικότερο αντικίνητρο, αλλά και την πιο ευνοϊκή αλλαγή που έχει παρατηρηθεί ο πρόεδρος του ΕΕΘ λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και η μείωση στους εταιρικούς φόρους, που ανακοινώθηκε, σίγουρα κινούνται προς την θετική κατεύθυνση. Ωστόσο, δεν αρκούν. Η πατρίδα μας χρειάζεται ένα “Φιλοεπιχειρηματικό και επενδυτικό σοκ”, για να συνέλθει από την κρίση. Δυστυχώς δεν βλέπουμε πολιτική βούληση για κάτι τέτοιο…».

Εξαγωγές

Όπως φαίνεται ξεκάθαρα από τις τοποθετήσεις των πλέον ειδικών, η αύξηση στην έναρξη επιχειρήσεων και κυρίως ο περιορισμός στις διαγραφές, δημιουργεί αισιοδοξία για το μέλλον. Πολύ σημαντικό ρόλο, ωστόσο, διαδραματίζει και το χαρακτηριστικό της εξωστρέφειας.

Το ΑΠΕ-ΜΠΕ επικοινώνησε με τον Enterprise Greece, τον αρμόδιο εθνικό φορέα για την προώθηση εξαγωγών, και σε αυτό το επίπεδο, επιβεβαιώνεται η άνοδος των δεικτών, αλλά η Ελλάδα βρίσκεται ακόμα… στου δρόμου τα μισά. Συγκεκριμένα, ο βαθμός εξωστρέφειας της Ελλάδας είναι περίπου 17%, μόλις στο μισό του ευρωπαϊκού μέσου όρου (περίπου 33%). Τι ακριβώς σημαίνει αυτό, εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Γιώργος Παπαστεργιόπουλος, διευθυντής πληροφόρησης και υποστήριξης επιχειρήσεων του Enterprise Greece.

«Ο βαθμός εξωστρέφειας μιας χώρας, είναι το ποσοστό με το οποίο συμμετέχουν στο ΑΕΠ οι εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών. Με βάση τα πιο πρόσφατα δεδομένα, στις εξαγωγές προϊόντων η Ελλάδα βρισκόταν σχεδόν στο μισό του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Στις υπηρεσίες, κυρίως λόγω τουρισμού, βρισκόμασταν πιο ψηλά με 14% έναντι 12% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Αυτό δείχνει ανάγλυφα μια εικόνα. Για τα φτάσουμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στις εξαγωγές προϊόντων, πρέπει σχεδόν να διπλασιάσουμε τις εξαγωγές μας και αυτός δεν είναι ένας ανέφικτος στόχος. Υπάρχει η προοπτική».

Πράγματι, τα πρώτα στοιχεία δείχνουν ότι ο στόχος μπορεί να επιτευχθεί. Οι μετρήσεις για τον βαθμό εξωστρέφειας της Ελλάδας αφορούν στο έτος 2016. Στα δύο χρόνια που ακολούθησαν τα στοιχεία δείχνουν, αν μη τι άλλο, αξιοσημείωτη άνοδο. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η αύξηση στις ελληνικές εξαγωγές σε παγκόσμιο επίπεδο το 2018 έφτασε το 15,8%, ενώ το 2017 είχε κλείσει επίσης με άνοδο 7,8%.