ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Μια… κρυμμένη «έκπληξη» είχαν οι εαρινές προβλέψεις της Κομισιόν για την ελληνική οικονομία. Πέραν από τις αναθεωρημένες (προς τα πάνω) προβλέψεις για την ανάπτυξη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αλλάζει και τις εκτιμήσεις της για την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος.
Στο τέλος Απριλίου το Υπουργείο Οικονομικών είχε στείλει στις Βρυξέλλες το Πρόγραμμα Σταθερότητας στο οποίο είχε ενσωματώσει την αναθεωρημένη πρόβλεψη πως το πρωτογενές πλεόνασμα για φέτος δεν θα ήταν στο 0,7% που αναφέρει η Εισηγητική Έκθεση του προϋπολογισμού, αλλά στο 1,1%.
Ωστόσο, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον η Αθήνα παρατήρησε πως η Κομισιόν τοποθέτησε τον στόχο ακόμα υψηλότερα κοντά στο 1,9%. Πρόκειται για μια κίνηση – «έκπληξη», καθώς ανώτατα στελέχη του Υπουργείου Οικονομικών έλεγαν πως όλα δείχνουν πως το πρωτογενές αποτέλεσμα θα είναι φέτος υψηλότερο και από το 1,1%, αλλά η δική τους εκτίμηση μιλούσε για μια αύξηση πάνω από τον στόχο κοντά στο 0,2% – 0,3%, δηλαδή να έφτανε τελικά στο 1,3% – 1,4%.
«Παράθυρο» για μέτρα στήριξης
«Όταν προβλέπει παραπάνω η ΕΕ σημαίνει και παραπάνω δυνατότητες για δαπάνες», σημείωναν χαρακτηριστικά στελέχη του οικονομικού επιτελείου. Με δεδομένο ότι και για το 2023 ισχύει η ρήτρα διαφυγής, το υπερβάλλον πρωτογενές πλεόνασμα θα μπορεί – δυνητικά – να διατεθεί για νέα μέτρα στήριξης, ωστόσο όπως επισημαίνουν τα ίδια στελέχη, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, καθώς αυτό μπορεί να «κοστίσει» στους στόχους του 2024.
Με άλλα λόγια, ακόμα και αν προκύψει επιπλέον δημοσιονομικός χώρος πάνω από 1 δις ευρώ, πολύ δύσκολα θα διατεθούν στο σύνολό του σε μέτρα στήριξης. Προεκλογικά, η κυβέρνηση έχει αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο για παράταση του market pass μετά τον Ιούλιο και το δεύτερο εξάμηνο του 2023, σύμφωνα και με τα όσα είχε πει ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο debate των πολιτικών αρχηγών. Στις σκέψεις είναι η επανάληψη του επιδόματος προσωπικής διαφοράς, που καταβλήθηκε σε όσους συνταξιούχους που ωφελήθηκαν λίγο ή καθόλου από την αύξηση των συντάξεων, κάτι που θα μπορούσε να καταβληθεί στο τέλος του έτους. Υπενθυμίζεται πως ο πρωθυπουργός έχει διαμηνύσει πως οι συνταξιούχοι θα ενισχύονται για όσο χρονικό διάστημα απαιτηθεί μέχρι να εξαλειφθεί η προσωπική διαφορά, που προκύπτει από το νόμο Κατρούγκαλου.
To «παζάρι» για μετά το 2024
Η Κομισιόν πάντως, εκτιμά ότι το πρωτογενές πλεόνασμα του 2024, όταν και θα επιστρέψουν οι δημοσιονομικοί κανόνες, θα διαμορφωθεί στο 2,5% (έναντι του 2,2% στις φθινοπωρινές προβλέψεις), δηλαδή θα κινείται κοντά στα επίπεδα που εκτιμάται πως θα συμφωνηθούν με τους θεσμούς. Η ελληνική πλευρά θεωρεί πως το πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 2% μπορεί να κριθεί… ικανοποιητικό, ένας στόχος που θα «κλειδώσει» με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς το επόμενο χρονικό διάστημα.
Όμως, όπως επισημαίνουν στελέχη του οικονομικού επιτελείου, υπάρχει ένας σημαντικός «προβληματισμός»: αυτός έχει να κάνει με τη διαφορά στους στόχους ανάμεσα στις προβλέψεις των θεσμών και στο τελικό αποτέλεσμα του προϋπολογισμού. Δηλαδή, αν ο στόχος κινείται στο 2,5% και τελικά επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα πχ 3%, δύσκολα θα μπορεί να διανεμηθεί σε μέτρα στήριξης, λόγω της επιστροφής της χώρας σε δημοσιονομικό «μονοπάτι».
Με δεδομένο ότι η Κομισιόν δεν έχει συμφωνήσει ακόμα με την Αθήνα τους δημοσιονομικούς κανόνες των επόμενων ετών, ουδείς γνωρίζει πως μπορεί να γίνει η διαχείριση του επιπλέον δημοσιονομικού χώρου, άρα και η κατάρτιση ενός έξτρα προγράμματος φορο-ελαφρύνσεων σε βάθος τετραετίας.
Γι’ αυτό το λόγο εκτιμάται πως μόλις συμφωνηθούν οι νέοι κανόνες και οι κατευθύνσεις που θα δώσει η Κομισιόν σε κάθε κράτος – μέλος ξεχωριστά (κάτι που αναμένεται τις επόμενες εβδομάδες) θα ξεκινήσει ένα άτυπο «παζάρι» με τους θεσμούς για τη διαχείριση του δημοσιονομικού χώρου, σε περίπτωση που τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι υψηλότερα από τους στόχους.
Όπως εξηγούν πηγές του Υπουργείου Οικονομικών, το υπερβάλλον ποσό θα μπορούσε να κατευθυνθεί και στην αποπληρωμή του χρέους. Και εδώ ξεκινά ο πραγματικός «πονοκέφαλος» για το όποιο οικονομικό επιτελείο προκύψει μετά τις εκλογές. Μπορεί σε πρώτη ανάγνωση όλα τα παραπάνω να μην φαντάζουν ως… πρόβλημα, ωστόσο όπως λένε στελέχη του Υπουργείου Οικονομικών, θα είναι στην ευχέρεια των θεσμών να… διαπραγματευθούν ξανά τους κανόνες, από τη στιγμή που το χρέος θα μειώνεται ταχύτερα από τις εκτιμήσεις.
Σημαντικό σημείο για την αναθεώρηση των εκτιμήσεων, αποτελούν οι τιμές στην ενέργεια. Σήμερα οι διεθνείς τιμές του φυσικού αερίου κινούνται στα επίπεδα των 33 ευρώ η μεγαβατώρα, στα επίπεδα του Δεκεμβρίου του 2021, πριν ξεκινήσει ο πόλεμος στην Ουκρανία και η εκτόξευση των τιμών. Στο οικονομικό επιτελείο γίνονται καθημερινά ασκήσεις επί χάρτου, για το όφελος που θα έχει στο ΑΕΠ η μείωση των τιμών.
Διαβάστε επίσης
Ψηφιακή κάρτα: Τι έδειξαν οι έλεγχοι της Επιθεώρησης Εργασίας