ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Ωστόσο πρόκειται για μια εξέλιξη που ουδείς μπορεί να θεωρεί σίγουρη, καθώς από την τελευταία αναβάθμιση, και μάλιστα, κατά δύο βαθμίδες τον Σεπτέμβριο του 2023, έχουν μεσολαβήσει μόλις επτά μήνες και συνήθως αναβαθμίσεις σε rating γίνονται σε διάστημα 12 – 18 μηνών.
Στον αντίποδα, βέβαια, πρόκειται για τον μοναδικό οίκο που δεν έχει επαναφέρει τη χώρα στην επενδυτική βαθμίδα τηρώντας μια, αδικαιολόγητη για πολλούς, αυστηρή στάση.
Βεβαίως, ακόμη και έτσι τίποτα δεν την υποχρεώνει να βιαστεί.
Στο σενάριο της αναβάθμισης, όμως, θα μιλάμε για μια σημαντική κίνηση, ορόσημο, αφού πλέον η Ελλάδα θα είναι και τυπικά στην επενδυτική βαθμίδα από όλους τους οίκους, κλείνοντας τη σελίδα της μη κανονικότητας που άνοιξε για τη χώρα το 2010, όταν οι οίκοι έριξαν το ελληνικό χρέος στην κατηγορία junk. Μια περίοδος που διήρκησε σχεδόν 13 χρόνια.
Αυτό εκτιμάται πως θα δημιουργήσει πρόσθεση ζήτηση της τάξης των 7 – 10 δισ. ευρώ σταδιακά, καθώς πλέον η Ελλάδα θα απευθύνεται σε μια σειρά πιο ώριμων δεικτών και χαρτοφυλακίων.
Εν τω μεταξύ μπορεί αυτή η κίνηση σε έναν μεγάλο βαθμό να έχει προεξοφληθεί από την αγορά, που αναμένει πως θα συμβεί τώρα η σε λίγους μήνες εντός του 2024, ωστόσο όταν συμβεί θα μιλούμε πλέον για ένα γεγονός που θα ανοίξει και το δρόμο για να εισαχθεί και η αγορά στον προθάλαμο της αναβάθμισης σε καθεστώς ώριμων αγορών.
Αυτό είναι σίγουρα ένα σημαντικό ορόσημο για την ελληνική οικονομία, καθώς πλέον θα έχει εδραιωθεί σε ισχυρές βάσεις η επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα.
Στο σενάριο της μη αναβάθμισης σήμερα το βράδυ οι περισσότεροι αναλυτές δεν θα μιλούν πάντως για αρνητική έκπληξη, καθώς είναι αρκετοί όσοι εκτιμούν πως ο οίκος μπορεί να πάρει τον χρόνο του και να περιμένει έως το φθινόπωρο προτού δώσει στη χώρα την επενδυτική βαθμίδα.
Αυτό για μερικούς είναι και η πιο λογική εξέλιξη εάν ληφθεί υπόψιν το ότι η συνήθης διαδικασία προβλέπει πως πρέπει να υπάρχει χρονική απόσταση 12 μηνών τουλάχιστον μεταξύ δύο αναβαθμίσεων rating, ειδικά εάν δεν έχει προκύψει μια απρόσμενα θετική εξέλιξη που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως θετικό gamechanger.
Διαβάστε επίσης:
DBRS για ελληνικές τράπεζες: Γιατί βλέπει συνέχεια στα ισχυρά περιθώρια κέρδους