Την απόφαση της κυβέρνησης να προχωρήσει στην αύξηση του κατώτατου μισθού από 5 έως και 10% με ταυτόχρονη κατάργηση του υποκατώτατου μισθού για τους νέους κάτω των 25 ετών θα παρουσιάσει σήμερα το πρωί η υπουργός Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Έφη Αχτσιόγλου στους εκπροσώπους των δανειστών. Ήδη έχουν ξεκινήσει οι πρώτες αντιδράσεις για το ύψος της αύξησης τόσο από την πλευρά των δανειστών, όσο και των κοινωνικών εταίρων.

Κύκλοι του υπουργείου Εργασίας ξεκαθαρίζουν ότι η συνάντηση θα είναι ενημερωτική κι ότι δεν θα γίνει καμία διαπραγμάτευση και ότι το χρονοδιάγραμμα που έχει τεθεί θα τηρηθεί και οι κατώτατες αμοιβές θα αυξηθούν από την 1η Φεβρουαρίου. Σύμφωνα με υψηλόβαθμα στελέχη η Κομισιόν έχει ενημερωθεί για την πρόθεση της κυβέρνησης να καταργήσει τον υποκατώτατο μισθό από τον Σεπτέμβριο, ενώ οι Βρυξέλλες έχουν ταχθεί υπέρ της αύξησης του κατώτατου μισθού, εκφράζοντας βέβαια επιφυλάξεις ως προς τις συνέπειες που μπορεί να έχει στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Μάλιστα οι εκπρόσωποι των δανειστών θέτουν τον πήχη της αύξησης του κατώτατου μισθού κοντά στο 2,5 %, όσο δηλαδή η αύξηση του ΑΕΠ, επιμένοντας ότι μεγαλύτερη αύξηση θα πλήξει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Αρνητικά τάσσονται στην κατάργηση του υποκατώτατου μισθού, επιμένοντας ότι θα αυξηθεί η ανεργία των νέων.

Έντονη ήταν και η αντίδραση του ΣΕΒ, όπως αποτυπώθηκε στο μηνιαίο δελτίο του Συνδέσμου. Σύμφωνα με αυτό, η διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ μισθών και παραγωγικότητας, που επέφεραν οι μεταρρυθμίσεις των προηγούμενων ετών, είναι αναγκαία προκειμένου να μετασχηματιστεί η χώρα σε μια εξωστρεφή οικονομία, προσανατολισμένη στις εξαγωγές και την προσέλκυση επενδύσεων. Συνεπώς, η επιστροφή στις πολιτικές της εποχής πριν την κρίση, κυρίως σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική διαχείριση και τη λειτουργία των αγορών, ιδίως της αγοράς εργασίας, μπορεί να αποβεί καταστροφική.

Ο Σύνδεσμος επισημαίνει στο δελτίο ότι είναι σημαντικό να κρατηθεί το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος υπό έλεγχο. Φέρνοντας μάλιστα ως παράδειγμα την Πορτογαλία, υποστηρίζει ότι η συνεχιζόμενη αύξηση των αμοιβών παρά την πτώση της παραγωγικότητας, προοιωνίζεται απώλεια ανταγωνιστικότητας και κάμψη του ρυθμού ανάπτυξης στο άμεσο μέλλον. Υπογραμμίζει μάλιστα με σημασία, πως οι συνεχείς αυξήσεις του κατώτατου μισθού μετά την έξοδο από το Μνημόνιο το 2015 (περίπου +20%) έχουν οδηγήσει σε σημαντική αύξηση των μέσων αμοιβών (+6,5%), αλλά και προκαλέσει σημαντική απώλεια ανταγωνιστικότητας (-5,6%).

Σε διαφορετικό μήκος κύματος κινείται η ΕΣΕΕ και η ΓΣΕΒΕΕ, που επίσης, συναντήθηκαν χθες, με τους Θεσμούς. Οι εκπρόσωποι των μικρομεσαίων τόνισαν για μια ακόμη φορά την θετική διάσταση που θα έχει η επικείμενη αύξηση, στην κατανάλωση. Επιμένοντας ότι σταδιακά πρέπει να φτάσει τα 751 ευρώ. Ζήτησαν όμως ταυτόχρονα με την αύξηση των μισθών, μείωση του μη μισθολογικού κόστους, δηλαδή των ασφαλιστικών εισφορών και των φόρων. Αλλαγή του μείγματος της εφαρμοζόμενης πολιτικής ζήτησε και η ηγεσία της ΓΣΕΕ από τους εκπροσώπους των δανειστών κατά την μεταξύ τους συνάντηση. Αναφερόμενοι στο θέμα του κατώτατου μισθού, οι συνδικαλιστές υπογράμμισαν ότι η όποια αύξηση θα εξαλειφθεί από την αυξημένη φορολόγηση και ζήτησαν την άμεση επαναφορά των κατώτατων αποδοχών στα 751 ευρώ με παράλληλη αποκατάσταση του δικαιώματος των κοινωνικών εταίρων να αποφασίζουν γι’ αυτές.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: Πρώτη κατοικία: Συμφωνούν… διαφωνώντας τράπεζες, κυβέρνηση, Θέσμοι

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: «Κλείδωσε» ο νέος κατώτατος μισθός – Όλο το παρασκήνιο των διαπραγματεύσεων

ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ: Red alert από τον ΣΕΒ: Πρέπει να γίνουν εκλογές το συντομότερο – Όχι στις νέες αυξήσεις μισθών