Με μία βελτίωση στην προοπτική της αξιολόγησης (outlook), από σταθερή σε θετική, που ανοίγει το δρόμο για μια αναβάθμιση μέσα στους επόμενους μήνες, η Moodys δίνει ραντεβού με την ελληνική οικονομία το φθινόπωρο διατηρώντας τη χώρα, πεισματικά, τρία σκαλοπάτια κάτω από την επενδυτική βαθμίδα. Η εξέλιξη είναι σαφώς θετική αφού ο διεθνής οίκος έχει παγώσει την αξιολόγηση της χώρας εδώ και πολύ καιρό διαφοροποιώντας τη θέση του από τους άλλους τρείς επιλέξιμους οίκους που έχουν ευθυγραμμιστεί φέρνοντας τη χώρα μια βαθμίδα πριν την επενδυτική.

Παρά το ότι ο οίκος δεν έκανε το μεγάλο βήμα να καλύψει την απόσταση δίνοντας μια αναβάθμιση στην Ελλάδα, στην οποία αναγνωρίζει ωστόσο πολύ σημαντική πρόοδο και αναπτυξιακή δυναμική, τα μηνύματα που περνάει είναι σε γενικές γραμμές θετικά. Ξεκαθαρίζει δε πως η διατήρηση της οικονομικής πολιτικής στα τρέχοντα επίπεδα, η δέσμευση στην περαιτέρω δημοσιονομική εξυγίανση που θα οδηγήσουν σε ταχύτερη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας ή/και σε ταχύτερη βελτίωση της δημοσιονομικής ανθεκτικότητας της χώρας σε σχέση με αυτά που ήδη αναμένει η Moodys σε συνδυασμό με περαιτέρω ενδυνάμωση του τραπεζικού τομέα είναι τα τρία «κλειδιά» για περαιτέρω αναβάθμιση. Την ίδια στιγμή, περαιτέρω μεταρρυθμίσεις σε δικαιοσύνη, εκπαίδευση, επιχειρηματικό περιβάλλον, αγορά εργασίας θα μπορούσαν να υποστηρίξουν μια υψηλότερη αξιολόγηση από τον διεθνή οίκο.

Στον αντίποδα μια ενδεχόμενη μακρά περίοδος πολιτικής αβεβαιότητας που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανατροπή των πολιτικών που ακολουθούνται τα τελευταία χρόνια επηρεάζοντας αρνητικά το επιχειρηματικό και επενδυτικό κλίμα θα μπορούσε να υποβαθμίσει πάλι τις προοπτικές της χώρας σε σταθερές. Στην περίπτωση που προκύψει μια διατηρήσιμη επιδείνωση στη δημοσιονομική θέση της χώρας σε συνδυασμό με μια απότομη επιδείνωση στην υγεία του τραπεζικού τομέα θα μπορούσε να προκύψει υποβάθμιση στην αξιολόγηση. Πιέσεις στην αξιολόγηση θα ασκούσε και το ενδεχόμενο επιδείνωσης της γεωπολιτικής έντασης στην Ευρώπη με την εμπλοκή του ΝΑΤΟ όπως επισημαίνεται στην έκθεση. Επιπροσθέτως το χρέος παραμένει πολύ υψηλό και ανήκει κυρίως στους επίσημους πιστωτές με την επιστροφή του, πλήρως, στα χέρια της αγοράς να συναρτάται από την διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων τα επόμενα χρόνια. Η ευνοϊκή του όμως διάρθρωση, η οποία χαρακτηρίζεται από μια μακρά μέση διάρκεια μέχρι τη λήξη περίπου 20 ετών, σε συνδυασμό με το μεγάλο ταμειακό απόθεμα της Ελλάδας αποτελούν σημαντικά ελαφρυντικά και θωρακίζουν το πιστωτικό προφίλ από την άνοδο των επιτοκίων.

Μεταξύ των σημείων που αναδεικνύει στην έκθεση του ο διεθνής οίκος:

–  Βασικός λόγος για την βελτίωση της προοπτικής της αξιολόγησης είναι η εκτίμηση πως το ελληνικό ΑΕΠ θα αυξηθεί με ταχύτερο ρυθμό σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία κυρίως λόγω του ότι προγενέστερες μεταρρυθμίσεις στον οικονομικό και τραπεζικό τομέα αποδίδουν πλέον καρπούς. Σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη προσήλωση σε υγιή δημόσια οικονομικά η υψηλότερη ονομαστική ανάπτυξη θα συμβάλλει σε μια σημαντική μείωση του δημοσίου χρέους τα επόμενα λίγα χρόνια. Η Ελλάδα ανέκαμψε γρήγορα από την πανδημία και αντιμετώπισε καλά την ενεργειακή κρίση, αναδεικνύοντας τη συνολική οικονομική της ανθεκτικότητα. Το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 5,9% το 2022, από 8,4% το 2021. Η ισχυρή ανάπτυξη οφείλεται κυρίως στον τουρισμό, την εγχώρια κατανάλωση και τις επενδύσεις. Η καλύτερη του αρχικά αναμενόμενου εξέλιξη της ενεργειακής κρίσης στην  Ευρώπη θα στηρίξει την ανάπτυξη στην Ελλάδα, την οποία η Moodys προβλέπει σε περίπου 1,8% το 2023 και το 2024, κυρίως λόγω της εύρωστης κατανάλωσης και της συνεχιζόμενης ισχυρής αύξησης των επενδύσεων. Σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό σε μέτρια αλλά θετικά επίπεδα, μόλις υποχωρήσει το τρέχον σοκ των τιμών της ενέργειας, η Moodys αναμένει ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ κατά 4-6% περίπου τα επόμενα χρόνια, σε σύγκριση με ρυθμούς ανάπτυξης κάτω του 2% και συχνά αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης κατά τη δεκαετία έως το 2020.

Η ταχύτερη αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να μειωθεί αισθητά το δημόσιο χρέος της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια. Επιπλέον, η επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα, υποβοηθούμενη από την οικονομική ανάκαμψη και τη δημοσιονομική εξυγίανση, θα συμβάλλει στη μείωση του χρέους. Μεταξύ 2021 και 2023, η Moody’s προβλέπει για την Ελλάδα μία από τις μεγαλύτερες μειώσεις χρέους από όλα τα κράτη που έχουν αξιολογηθεί και τη μεγαλύτερη μεταξύ των προηγμένων οικονομιών και των μελών της ευρωζώνης, με το δημόσιο χρέος να μειώνεται στο 162% του ΑΕΠ το 2023 από 194,5% το 2021. Συνολικά, το δημόσιο χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ θα πρέπει να μειωθεί σε λιγότερο από 150% του ΑΕΠ έως το 2026.

– Η Moody’s εκτιμά ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδας μειώθηκε σημαντικά πέρυσι, στο 3,2% του ΑΕΠ από 7,5% το 2021. Για το 2023, η Moody’s προβλέπει περαιτέρω βελτίωση του δημοσιονομικού ελλείμματος στο -1,5% του ΑΕΠ και πρωτογενές πλεόνασμα 1,2% του ΑΕΠ το 2023. Τα πρωτογενή πλεονάσματα θα αυξηθούν σε περίπου 2% από το 2024, λόγω της εξομάλυνσης των δαπανών σε επίπεδα κάτω του 50% του ΑΕΠ, κυρίως ως αποτέλεσμα της μείωσης των επιδοτήσεων και μεταβιβάσεων καθώς θα καταργούνται σταδιακά τα προσωρινά μέτρα στήριξης. Ταυτόχρονα, οι προβλέψεις της Moody’s λαμβάνουν υπόψη την βραδύτερη αύξηση των εσόδων λόγω της μόνιμης μείωσης των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και της κατάργησης της εισφοράς αλληλεγγύης.

Η διατήρηση σταθερών πρωτογενών πλεονασμάτων μεσοπρόθεσμα θα είναι εν μέρει αποτέλεσμα της βελτίωσης των θεσμών και της διοικητικής ισχύος της Ελλάδας. Η δέσμευση για συνέχιση της δημοσιονομικής εξυγίανσης είναι αξιόπιστη και η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων έχει ήδη επιφέρει απτή πρόοδο σε τομείς όπως η φορολογική διοίκηση και η συμμόρφωση, γεγονός που κατά την άποψη της Moody’s αντανακλά τη βελτίωση της ποιότητας των θεσμών.

Οι ελληνικές τράπεζες μείωσαν σημαντικά τα παλαιά μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPE) το 2021 και το 2022, κυρίως μέσω τιτλοποιήσεων με τον Ηρακλή. Μέχρι το τέλος του 2022, οι συνολικές κρατικές εγγυήσεις στο πλαίσιο του προγράμματος ανέρχονταν σε 17,9 δισεκατομμύρια ευρώ (8,6% του ΑΕΠ). Η Moody’s εκτιμά ότι ο μέσος σταθμισμένος δείκτης NPEs για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες έφθασε το 6,3% τον Δεκέμβριο του 2022, γεγονός που υποδηλώνει περαιτέρω μείωση του δείκτη σε επίπεδο συστήματος. Τα περιθώρια κέρδους και τα καθαρά έσοδα από τόκους των ελληνικών τραπεζών θα ωφεληθούν από τα υψηλότερα επιτόκια και τα νέα επιχειρηματικά δάνεια, τα οποία θα μετριάσουν τις επιπτώσεις από τις πωλήσεις NPEs που μείωσαν τα υπόλοιπα των δανείων τα τελευταία δύο χρόνια.  Κατά συνέπεια, η Moody’s αναμένει ότι η κερδοφορία των τραπεζών θα βελτιωθεί, υποστηριζόμενη επίσης από τα υψηλότερα έσοδα από προμήθειες, τη συγκράτηση του κόστους (που εξισορροπείται από τις συνεχιζόμενες επενδύσεις στην τεχνολογική καινοτομία) και τις περιορισμένες προβλέψεις για ζημίες από δάνεια κατά τους επόμενους 12-18 μήνες. Η βελτιωμένη κερδοφορία θα στηρίξει τη δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου των τραπεζών , παρά το ενδεχόμενο για συντηρητικές πληρωμές μερισμάτων το 2024. Με τη σειρά της, η βελτίωση της χρηματοοικονομικής υγείας των τραπεζών θα τους επιτρέψει να στηρίξουν την πιστωτική ανάπτυξη και την οικονομική δραστηριότητα.

Διαβάστε επίσης:

Moody’s: Επιβεβαίωσε το Ba3, αναβάθμισε σε θετικές τις προοπτικές