Η μεταβλητότητα στο διεθνές περιβάλλον και η απουσία ενός ισχυρού παράγοντα, ικανού να λειτουργήσει ως καταλύτης δίνοντας ισχυρό έναυσμα στον οίκο να κάνει τη μεγάλη έκπληξη και να αναβαθμίσει την Ελλάδα, επτά μόλις μήνες μετά την διπλή αναβάθμιση του Σεπτεμβρίου, διατηρούν στο κατώφλι της επενδυτικής βαθμίδας (Ba1) την αξιολόγηση της Ελλάδας από την Moody’s. Ο οίκος χθες επιβεβαίωσε τους αναλυτές που θεωρούσαν εξαιρετικά δύσκολη μια αναβάθμιση αυτή τη στιγμή, πρωτίστως για τεχνικούς λόγους καθώς για να γίνει μια αναβάθμιση στο rating ο κανόνας είναι να μεσολαβούν 12 – 18 μήνες μέχρι την επόμενη κίνηση, και αυτό μπορεί να αλλάξει μόνο εάν υπάρχει κάποια εξαιρετική περίσταση.

Με δεδομένο πως τον Σεπτέμβριο του 2023 ο οίκος αναβάθμισε τη χώρα κατά δύο βαθμίδες μια ακόμη αναβάθμιση τώρα τεχνικα θα ήταν δύσκολη.

Πλέον ο διεθνής οίκος δίνει ραντεβού με την Ελλάδα τον Σεπτέμβριο και εκεί μένει να φανεί εάν θα δώσει την επενδυτική βαθμίδα, ή εάν θα προτίμησει να αναβαθμίσει πρώτα την προοπτική της αξιολόγησης (outlook) και να περιμένει μέχρι την πρώτη αξιολόγηση του 2025 (πιθανόν τον Μάρτιο) για να δώσει τότε την επενδυτική βαθμίδα. Το σενάριο του 2025 θεωρείται πάντως το πιο απαισιόδοξο καθώς οι περισσότεροι στην αγορά περιμένουν πως μέσα στο 2024 θα δώσει ο οίκος την επενδυτική βαθμίδα, κλείνοντας ορίστικά έναν επώδυνο κύκλο 13 χρόνων που η Ελλάδα έμεινε εκτός επενδυτικής βαθμίδας υπό το βάρος της χρεοκοπίας το 2010.

 

Η εξέλιξη της μη αναβάθμισης την Παρασκευή εκτιμάται πως δεν θα έχει ιδιαίτερο αντίκτυπο στην αγορά καθώς στηρίζεται πρωτίστως σε τεχνικά στοιχεία που δεν συνηγορούν για την δημιουργία αρνητικών εντυπώσεων, ενώ την ίδια στιγμή ο οίκος αναδεικνύει και τα ποιοτικά στοιχεία που στηρίζουν την αξιολόγηση της χώρας. Στα θετικά στοιχεία συγκαταλέγεται το ότι ο οίκος δίνει ανάπτυξη 2,3% – 2,4% για το 2024 και 2025 αντιστοίχως επιβεβαιώνοντας την πρόβλεψη για ισχυρή υπεραπόδοση της οικονομίας έναντι της ευρωζώνης. Υπογραμμίζει δε το ότι η τρέχουσα αξιολόγηση υποστηρίζεται από ένα σταθερό ιστορικό μεταρρυθμισεων που οδήγησε σε ορατές βελτιώσεις σε θεσμικό επίπεδο, ισχυρότερες μεταρρυθμίσεις και στην εξυγίανση του χρηματοπιστωτικού τομέα, που απαιτεί ωστόσο περαιτέρω βήματα.

Ταυτόχρονα ενώ επισημαίνει πως παρά την μεγάλη μείωση ο λόγος του χρέους προς ΑΕΠ παραμένει υψηλός, αν και θα αποκλιμακωθεί στο 148% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2025, θετικά στοιχεία είναι η ευνοϊκή δομή του αλλά και η ύπαρξη του μαξιλαριού των υψηλών διαθεσίμων. Ταυτόχρονα η χώρα έχει στην διάθεση της ισχυρή δεξαμενή αναπτυξιακών κεφαλαίων από την ΕΕ που στηρίζουν την αύξηση της συνεισφοράς των επενδύσεων στο ΑΕΠ βελτιώνοντας την προοπτική της δυνητικής ανάπτυξης. Η Moody’s αναγνωρίζει και την δυναμική παραγωγής πρωτογενών πλεονασμάτων αναμένοντας πως τα ελλείμματα θα σταθεροποιηθούν στο 0,9% του ΑΕΠ στη διετία 2024 – 2025 και τα πρωτογενή πλεονάσματα περίπου στο 2%. Τα έσοδα από τον τουρισμό αναμένονται σημαντικά αλλά ωστόσο η ελληνική οικονομία έχει μεγάλη εξάρτηση από τον τουρισμό και τη ναυτιλία, καθώς απαιτείται χρόνος για να ενισχύσει την οικονομική της ανθεκτικότητα και να ενισχύσει περαιτέρω την εξωστρέφεια της, με αποτέλεσμα να είναι πιο επιρρεπής σε εξωτερικούς κραδασμούς στους οποίους έχουν μεγάλη ευαισθησία τόσο ο τουρισμός όσο και η ναυτιλία.

 

Το στοίχημα του Σεπτεμβρίου

Το μεγάλο στοίχημα από εδώ και μέχρι το Σεπτέμβριο είναι η χώρα να δώσει ισχυρά δείγματα οικονομικής γραφής, συγκεντρώνοντας μια κρίσιμη μάζα δεδομένων και στοιχείων που θα δώσουν στη χώρα την επενδυτική βαθμίδα και από την Moody’s η οποία σε αντίθεση με όλους τους άλλους μεγάλους οίκους τηρεί την πιο σκληρή στάση. Η επιμονή της να μην δώσει στη χώρα ούτε την επενδυτική βαθμίδα ενώ οι άλλοι οίκοι, που δεν στερούνται κύρους και βαρύτητας το έχουν κάνει εδώ και μήνες, συνδέεται ίσως και με το ότι καθυστέρησε να κάνει τις πρώτες αναβαθμίσεις και μετά εγκλωβίστηκε στις διαδοχικές κρίσεις (πανδημία και ενέργειακη κρίση) με αποτέλεσμα όταν εξομαλύνθηκε η κατάσταση να είχε περισσότερη απόσταση να καλύψει σε σχέση με τους άλλους οίκους.

Το ότι βέβαια διατήρησε χθες μέχρι και την προοπτική σταθερή είναι ίσως ένα δείγμα και του πόσο προσεκτικά εξακολουθεί να μετρά την κάθε του κίνηση όσον αφορά στην Ελλάδα καθώς μεταξύ άλλων ήταν και ο οίκος που είχε «καεί» περισσότερο από όλους προ κρίσης καθώς έδινε τότε την μεγαλύτερη αξιολόγηση στη χώρα. Μια ενδεχόμενη αναβάθμιση το Σεπτέμβριο ή μεταγενέστερα θα αποφασιστεί εφόσον διαπιστωθεί πως συνεχίζονται οι οικονομικές πολιτικές και δεν υπάρχει η παραμικρή παρέκκλιση από τους δημοσιονομικούς στόχους, ενώ θα πρέπει να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις με τον οικο να κάνει ειδική αναφορά στο δικαστικό σύστημα, και να υπογραμμίζει ευρύτερα την ανάγκη για κινήσεις που θα ενισχύσουν την ανθεκτικότητα της οικονομίας.

Πιστωτικά θετικές θα είναι και οι περαιτέρω βελτιώσεις στον τραπεζικό τομέα, μειώνοντας τη μεταβλητότητα της κερδοφορίας και φέρνοντας τους δείκτες ποιότητας και κεφαλαιοποίησης των περιουσιακών στοιχείων πιο κοντά στον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ. Στον αντίποδα οποιαδήποτε κίνηση που θα δώσει σήμα για αναστροφή της δημοσιονομικής εξυγίανσης ή/και παύση στις αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις επιβαρύνοντας το επιχειρηματικό κλίμα και τις επενδύσεις θα σήμαινε υποβάθμιση. Πτωτικές πιέσεις στην αξιολόγηση θα ασκούσε όμως και τυχόν κλιμάκωση της γεωπολιτικής κατάστασης στην Ευρώπη με τη συμμετοχή του ΝΑΤΟ.

Διαβάστε επίσης:

Moody’s: Παραμένει στο Ba1 η αξιολόγηση της Ελλάδας – Βλέπει ανάπτυξη 2,4% και πληθωρισμό 2% το 2024
Θεοδωρόπουλος vs Τσέτη: Το success story των επιχειρηματιών που διεκδικούν τη θέση του προέδρου στον ΣΕΒ
Αμετανόητος ο Δημήτρης Κουτσολιούτσος: Υμνεί τον εαυτό του, κουβέντα για το σκάνδαλο της Folli Follie