ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Υπενθυμίζεται πως η Moody’s είναι ο μοναδικός διεθνής οίκος που δεν έχε έχει δώσει ακόμη στη χώρα την επενδυτική βαθμίδα. Τον Σεπτέμβριο του 2023, η Moody’s είχε προχωρήσει σε διπλή αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας, από το Ba3 στο Ba1, μια βαθμίδα κάτω από την επενδυτική, θέτοντας σε σταθερές τις προοπτικές, ενώ τον περασμένο Μάρτιο επιβεβαίωσε την αξιολόγηση διατηρώντας αμετάβλητες τις προοπτικές.
Όπως αναφέρει η Moody’s, η αλλαγή των προοπτικών σε «θετικές» αντανακλά αυξημένη πιθανότητα διαρκούς ενίσχυσης της υγείας του τραπεζικού τομέα, η οποία μειώνει ενδεχόμενους κινδύνους για την Ελλάδα. «Επιπλέον, με την πιθανότητα οικονομικής ανάπτυξης και δημοσιονομικών επιδόσεων να ξεπερνούν τις προσδοκίες μας, η δημοσιονομική ισχύς της Ελλάδας θα μπορούσε να βελτιωθεί ταχύτερα από το αναμενόμενο».
Η επιβεβαίωση της αξιολόγησης Ba1 της Ελλάδας αντικατοπτρίζει «τις σημαντικές βελτιώσεις των τελευταίων ετών όσον αφορά την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και τη δημοσιονομική εξυγίανση σε σχέση με τις συνεχείς προκλήσεις σε τομείς όπως η βελτίωση της δικαστικής αποτελεσματικότητας, η μείωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και η πολύ υψηλή επιβάρυνση του δημόσιου χρέους».
«Βλέπουμε αυξημένη πιθανότητα διαρκούς ενίσχυσης της υγείας του τραπεζικού τομέα», αναφέρει η Moody’s. «Η υγεία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος έχει ήδη βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια και οι ελληνικές τράπεζες είναι πλέον πιο κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ σε πολλούς δείκτες χρηματοοικονομικής ευρωστίας».
«Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (EBA) για το πρώτο τρίμηνο του 2024, οι δείκτες κεφαλαιοποίησης είναι πλέον κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ, με δείκτη CET-1 για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα 15,5% έναντι 16% για το σύνολο της ΕΕ. μέσος. Η κερδοφορία είναι ισχυρότερη για τις ελληνικές τράπεζες και εμφανίζουν τη χαμηλότερη αναλογία κόστους-εσόδων στην ΕΕ».
«Ενώ ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) εξακολουθεί να είναι πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, οι προοπτικές είναι καλές ότι θα είναι πιο κοντά στο 1,9% του μέσου όρου σε όλη την ΕΕ τα επόμενα ένα έως δύο χρόνια. Η πιθανή περαιτέρω μείωση του δείκτη ΜΕΔ θα ωφεληθεί από την ανακοινωθείσα επέκταση του Ελληνικού Σχεδίου Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων (HAPS) κατά 1 δισ. ευρώ (από 2 δισ. ευρώ αρχικά)».
«Σημάδια βελτιωμένης υγείας του τραπεζικού τομέα και συνεπώς μειωμένων κινδύνων ενδεχομένων υποχρεώσεων για το δημόσιο είναι επίσης ορατά από την πώληση του μεριδίου του Ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) στην Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε. τον Μάρτιο του 2024 και σχεδιάζει να εκχωρήσει το μεγαλύτερο μέρος των μετοχών του στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας Α.Ε. πριν το τέλος του έτους».
«Η βελτιωμένη χρηματοοικονομική υγεία των τραπεζών, εάν διατηρηθεί, θα τις τοποθετούσε καλύτερα για να αντιμετωπίσουν πιθανούς μελλοντικούς κλυδωνισμούς χωρίς να εγείρουν κινδύνους ενδεχόμενης υποχρέωσης για το κράτος», αναφέρει ο οίκος.
«Η ελληνική κυβέρνηση έχει επιδείξει ισχυρή δέσμευση στη δημοσιονομική σύνεση και έχει εφαρμόσει μια σειρά δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων που ενίσχυσαν τη βάση εσόδων τα τελευταία χρόνια, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα και ταχύτερη μείωση της επιβάρυνσης του δημόσιου χρέους της Ελλάδας από ό,τι αναμένουμε», προσθέτει.
«Οι ολοκληρωμένες και συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις στην πλευρά των εσόδων στοχεύουν στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της είσπραξης φόρων και στη μείωση της φοροαποφυγής στους τομείς του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων και εταιρειών, καθώς και στη μείωση του χαμένου φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ). Τα μέτρα που εφαρμόστηκαν περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, πρωτοβουλίες ψηφιοποίησης στην αρχή είσπραξης εσόδων, καθώς και ηλεκτρονική τιμολόγηση και αναφορά σε πραγματικό χρόνο στο σημείο πώλησης».
«Τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο του τρέχοντος έτους, ο κρατικός προϋπολογισμός παρουσίασε ισχυρές αυξήσεις στα έσοδα, ιδίως για φόρους εισοδήματος και ΦΠΑ, γεγονός που στηρίζει την αποτελεσματικότητα των πρόσφατων φορολογικών μεταρρυθμίσεων. Για τη γενική κυβέρνηση, το πρωτογενές πλεόνασμα σε ταμειακά διαθέσιμα έφτασε τα 5,2 δισ. ευρώ (2,2% του ΑΕΠ), έναντι 3,7 δισ. ευρώ (1,7% του ΑΕΠ) την ίδια περίοδο το 2023, καθώς τα έσοδα αυξήθηκαν ταχύτερα από τις δαπάνες».
«Προβλέπουμε δημοσιονομικά ελλείμματα περίπου 1% του ΑΕΠ για τη γενική κυβέρνηση για το 2024 έως το 2026, μια περαιτέρω βελτίωση από το έλλειμμα 1,6% του ΑΕΠ το 2023. Επιπλέον, αναμένουμε πρωτογενή πλεονάσματα 2,2% του ΑΕΠ μεταξύ 2024 και 2026, υπεραποδίδοντας τους στόχους που περιγράφονται στο πρόγραμμα σταθερότητας της Ελλάδας. Επί του παρόντος, αναμένουμε ότι το βάρος του χρέους θα μειωθεί κάτω από το 150% του ΑΕΠ έως το 2025 και σε λιγότερο από το 140% του ΑΕΠ έως το 2027».
«Δεδομένου του ιστορικού της κυβέρνησης όσον αφορά την υπεραπόδοση των δημοσιονομικών της στόχων και την πιθανότητα περαιτέρω κερδών από μεταρρυθμίσεις όσον αφορά τα έσοδα, βλέπουμε ανοδικούς προοπτικές για τις δημοσιονομικές επιδόσεις. Τα υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα – ενδεχομένως σε συνδυασμό με ισχυρότερη αύξηση του πραγματικού και του ονομαστικού ΑΕΠ – θα υποστήριζαν με τη σειρά τους μια ταχύτερη μείωση του δημόσιου χρέους, αν και από πολύ υψηλά επίπεδα».
Παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αναβάθμιση ή υποβάθμιση
Σύμφωνα με την Moody’s, αναβάθμιση της αξιολόγησης Ba1 της Ελλάδας θα μπορούσε να προκύψει υπό ένα σενάριο συνεχιζόμενων βελτιώσεων στους δείκτες χρηματοοικονομικής ευρωστίας του τραπεζικού συστήματος, συνοδευόμενο από ενδείξεις για ταχύτερη εξάλειψη των ΜΕΔ στους παρόχους υπηρεσιών από ό,τι υποθέτουμε επί του παρόντος.
«Η συνεχιζόμενη υπεραπόδοση των δημοσιονομικών στόχων σε σύγκριση με τις προσδοκίες μας που οδηγούν σε ταχύτερη μείωση της επιβάρυνσης του δημόσιου χρέους από ό,τι αναμενόταν σήμερα, θα υποστήριζε επίσης μια θετική δράση αξιολόγησης.
Αναγνωρίζουμε ότι σημαντικές βελτιώσεις σε τομείς όπως η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του δικαστικού συστήματος ή η διαφοροποίηση της οικονομίας είναι απίθανες κατά την προοπτική περίοδο, ωστόσο, τα σημάδια επιτάχυνσης της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων θα ήταν θετικά πιστωτικά».
«Οι θετικές προοπτικές σηματοδοτούν ότι οι αξιολογήσεις είναι απίθανο να υποβαθμιστούν βραχυπρόθεσμα. Τούτου λεχθέντος, θα μπορούσαν να προκύψουν πτωτικές πιέσεις εάν η πορεία πολιτικής που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια έπρεπε να αντιστραφεί ή εάν υπήρχαν ενδείξεις ότι οι προηγούμενες μεταρρυθμίσεις δεν δίνουν την ώθηση στην ανάπτυξη και στους δημοσιονομικούς λογαριασμούς που αναμένεται επί του παρόντος», επισημαίνει ο οίκος.
«Ειδικότερα, ενδείξεις διαρκούς, ουσιώδους επιδείνωσης της δημοσιονομικής θέσης της κυβέρνησης, σε συνδυασμό πιθανώς με απότομη επιδείνωση της υγείας του τραπεζικού τομέα, θα προκαλούσαν αρνητική ενέργεια αξιολόγησης. Μια κλιμάκωση της γεωπολιτικής κατάστασης στην Ευρώπη με τη συμμετοχή του ΝΑΤΟ, αν και δεν είναι η βασική μας γραμμή, θα οδηγούσε επίσης σε καθοδική πίεση στην αξιολόγηση», αναφέρει η Moody’s.
Διαβάστε αναλυτικά την έκθεση της Moody’s
Διαβάστε επίσης
Κ. Χατζηδάκης: Απάντηση στη μηδενιστική κριτική οι θετικές εκτιμήσεις από τη Moody’s
Goldman Sachs: Tα μηνύματα των Ελλήνων τραπεζιτών στους επενδυτές στο Ετήσιο Συμπόσιο του οίκου