Υψηλή αβεβαιότητα χαρακτηρίζει την προοπτική της οικονομίας στην Ελλάδα το 2022 σύμφωνα με το διεθνή οίκο αξιολόγησης Moodys, καθώς παραμένει απροσδιόριστη ακόμη η επίπτωση που θα έχει ο πόλεμος στην Ουκρανία.

Σε αυτό το πλαίσιο, όπως αναφέρει ο διεθνής οίκος  έχει ψαλιδίσει στο 3% την πρόβλεψη της για το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας φέτος, από 5,2% που ήταν η προηγούμενη εκτίμηση (πριν από τον πόλεμο) ενώ βλέπει στο 4,3% την ανάπτυξη το 2023.

Η Moody’s  προειδοποιεί για την εξέλιξη των δημοσίων οικονομικών καθώς η αυξημένη ανάγκη για μέτρα κατά της ενέργειας θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την προσπάθεια της δημοσιονομικής εξυγίανσης. Μάλιστα όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, μετά το 2030, εξαρτάται από την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης και τη δημοσιονομική σύνεση.

Αναλύοντας δε τα στοιχεία που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αναβάθμιση επικεντρώνεται στη μεγαλύτερη πρόοδο στις μεταρρυθμίσεις που θα οδηγούσαν σε ισχυρότερη επενδυτική και αναπτυξιακή δυναμική, σε ενδεχόμενη ταχύτερη μείωση του δημοσίου χρέους από αυτή που ήδη προβλέπεται και στην επίλυση ζητημάτων που σχετίζονται με την ποιότητα του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών.

Ειδικά για τις τράπεζες σημειώνει πως παρά την περαιτέρω μείωση που καταγράφεται στα NPEs αδύναμη ποιότητα κεφαλαίων και κερδοφορία συνεχίζουν να τις επιβαρύνουν.

Πρέπει να σημειωθεί πως ο διεθνής οίκος είχε αναβάλει την προγραμματισμένη του  επικαιροποίηση στην αξιολόγηση του για την ελληνική οικονομία, διατηρώντας επιφυλακτική στάση μετά το ξέσπασμα του πολέμου και τη βαθμολογία της Ελλάδας σταθερή στο Ba3 με σταθερή προοπτική.

Αντιθέτως ο έτερος οίκος DBRS την ίδια μέρα διατήρησε μεν θετική την αξιολόγηση της χώρας, ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, ενώ έκανε ένα σημαντικό βήμα, βελτιώνοντας σε θετικό από σταθερό το outlook της αξιολόγησης.

Σύμφωνα με την Moody’s

1.       Αν και η άμεση έκθεση της ελληνικής οικονομίας στην Ουκρανία παραμένει περιορισμένη (μόλις 2% στο ποσοστό των τουριστικών αφίξεων προ πανδημίας και στο 1% το ποσοστό των ελληνικών εξαγωγών στη Ρωσία και την Ουκρανία), εντούτοις η προκαλούμενη αύξηση των τιμών στην ενέργεια και τις πρώτες ύλες μπορεί να αποδειχθεί σοβαρός περιοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη φέτος.

Οι εισαγωγές από τη Ρωσία (κυρίως πετρέλαιο και αέριο) αντιστοιχούν σε περίπου 9,5% των συνολικών εισαγωγών της χώρας. Αν και το ενδεχόμενο παραμένει απίθανο, στην περίπτωση που η ΕΕ επέβαλλε εμπάργκο στις εισαγωγές από τη Ρωσία αυτό θα είχε σημαντική επίπτωση στην Ελλάδα.

Αυτό επειδή τo ενεργειακό μίγμα της χώρας κυριαρχείται από πετρέλαιο (51%) και φυσικό αέριο (22%) ενώ και τα δύο είναι πλήρως εξαρτώμενα από τις εισαγωγές ενώ σχεδόν το 40% των εισαγωγών της Ελλάδας σε φυσικό αέριο, το 11% σε αργό και το 49% σε προϊόντα διυλιστηρίου προέρχονται από τη Ρωσία.

Την ίδια στιγμή οι υψηλές τιμές ενέργειας θα ενισχύσουν τον εισαγόμενο πληθωρισμό κάτι που ισχύει και για τις εισαγωγές σιταριού από την Ρωσία και την Ουκρανία. Συνολικά σύμφωνα με το διεθνή οίκο μια κλιμάκωση της Ρωσοουκρανικής κρίσης θα έθετε σε κίνδυνο την ανάκαμψη στην Ευρώπη.

Το εύρος της επίπτωσης θα εξαρτηθεί από τη διάρκεια και την ένταση της κρίσης ενώ είναι ήδη διευρυμένες οι δευτερογενείς επιπτώσεις για τον υπόλοιπο κόσμο μέσω του σοκ της ανόδου των τιμών σε μια περίοδο που ήδη υπήρχαν πληθωριστικές πιέσεις και διαταραχές στην προσφορά.

2.       Φέτος θα διευρυνθεί περαιτέρω το εμπορικό έλλειμμα καθώς αυξάνονται οι τιμές σε βασικά εισαγόμενα είδη. Ο πληθωρισμός επιταχυνόταν ήδη, προ της εισβολής και είχε ανέλθει στο 7,2% και αναμένεται να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα και να ανέλθει στο 5% σε μέσα επίπεδα φέτος.

3.       Η αυξημένη ανάγκη για μέτρα κατά της ενέργειας θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την προσπάθεια της δημοσιονομικής εξυγίανσης. Η κυβέρνηση εξακολουθεί να παρέχει σημαντική στήριξη στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις ως ανάχωμα στην αύξηση του πληθωρισμού φέτος

. Ο Χρήστος Σταϊκούρας έχει ανακοινώσει την πρόθεση να καταθέσει συμπληρωματικό προϋπολογισμό με επιπλέον δαπάνες 2 δις. ευρώ.

Μέχρι το τέλος Μαρτίου μέτρα για να αντιμετωπιστεί ο εισαγόμενος πληθωρισμός, όπως οι επιδοτήσεις ενέργειας σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις ανέρχονταν σε 4 δις. ευρώ. Το έλλειμμα αναμένεται να περιοριστεί στο 5,8% του ΑΕΠ φέτος αλλά θα είναι μεγαλύτερο από ότι προσδοκούσε ο οίκος πριν το ξέσπασμα του πολέμου και αποτυπώνει την χαμηλότερη ανάπτυξη και την πιθανώς μεγαλύτερη στήριξη από την πλευρά της κυβέρνησης προς κοινωνικά ευάλωτες ομάδες.

4.       Η ισχυρότερη ανάπτυξη θα είναι το κλειδί για να βελτιωθεί η δυναμική στα δημοσιονομικά της χώρας και να περιοριστεί η επιβάρυνση στο χρέος το οποίο ο οίκος αναμένει πως θα υποχωρήσει περίπου στο 191% του ΑΕΠ φέτος και θα συνεχίσει να αποκλιμακώνεται στο 185% μέχρι το τέλος του 2023.

Ωστόσο το ενδεχόμενο ασθενέστερης ανάπτυξης και εκτεταμένων επιδοτήσεων για την κάλυψη του αυξημένου κόστους στην ενέργεια θα μπορούσαν να υπονομεύουν την σχεδιαζόμενη δημοσιονομική εξυγίανση και να θέσουν κινδύνους για το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης και το χρέος.

5.       Το πιστωτικό προφίλ της χώρας υποστηρίζεται από τα συγκριτικά υψηλά επίπεδα πλούτου (σε σχέση με άλλες χώρες σε αυτή την κατηγορία) και την πολύ ισχυρή στήριξη από τους πιστωτές της χώρας στην ευρωζώνη. Η επιτάχυνση στις μεταρρυθμίσεις από τον Ιούλιο του 2019 έχει ήδη απτά αποτελέσματα στη δυναμική της ανάπτυξης και στην ισχύ της χώρας όσον  αφορά στους θεσμούς και την διακυβέρνηση.

Η ταχεία ανάκαμψης της οικονομίας από την πανδημία είναι επίσης ενδεικτική της βελτιούμενης ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας σε σοκ ενώ η αξιοσημείωτα μεγάλη χρηματοδότηση από την ΕΕ θα ενισχύσει τις επενδύσεις και την ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια. Επιπροσθέτως είναι ευνοϊκή η δομή του χρέους, είναι σημαντική η ύπαρξη ενός ισχυρού ταμειακού αποθέματος, αν και παραμένει πρόκληση το αυξημένο χρέος που είναι το τέταρτο μεγαλύτερο σε όλα τα κράτη που αξιολογεί ο διεθνής οίκος παρά τη σημαντική μείωση στο 197,1% το 2021.

Ως αποτέλεσμα η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, μετά το 2030, εξαρτάται από την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης και τη δημοσιονομική σύνεση. Επιπλέον παρά την πρόσθετη μείωση στα NPEs, οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να παρουσιάζουν αδύναμη ποιότητα κεφαλαίων και κερδοφορία.

Ο διεθνής οίκος θεωρεί απίθανη την αντιστροφή της βελτίωσης που επιτεύχθηκε τα τελευταία χρόνια αλλά εκτιμά πως θα απαιτηθούν κάποια χρόνια μέχρις ότου οι θετικές επιπτώσεις των μεταρρυθμίσεων θα εδραιωθούν πλήρως και θα γίνουν ορατές. Επιπλέον η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει εντείνει σημαντικά την αβεβαιότητα σε επίπεδο μάκρο αλλά και στο χρηματοοικονομικό πεδίο.

Η αξιολόγηση της Ελλάδας θα μπορούσε να αναβαθμιστεί εάν μεγαλύτερη πρόοδος στις μεταρρυθμίσεις οδηγούσαν σε ισχυρότερη επενδυτική και αναπτυξιακή δυναμική. Μια ταχύτερη μείωση του δημοσίου χρέους από αυτή που ήδη προβλέπεται θα ήταν θετική παράμετρος για την αξιολόγηση όπως επίσης και η επίλυση ζητημάτων που σχετίζονται με την ποιότητα του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών.

Αντιθέτως θα είχαμε αρνητική πίεση στην αξιολόγηση εάν αντιστρέφονταν θεσμικές μεταρρυθμίσεις, θέτοντας σε κίνδυνο τη συμφωνία με τους πιστωτές της χώρας στην ευρωζώνη. Μια παρατεταμένη ανάκαμψη της πανδημίας ή μια επιπλέον κλιμάκωση στις γεωπολιτικές εντάσεις θα ασκούσε επίσης πίεση στις αξιολογήσεις εάν αυτή οδηγούσε σε μια παρατεταμένη περίοδο συρρίκνωσης του ΑΕΠ και περαιτέρω, ουσιαστική, άνοδο στο δημόσιο χρέος.

Διαβάστε επίσης:

Moody’s: Στο 3% η ανάπτυξη στην Ελλάδα φέτος λόγω του πολέμου στην Ουκρανία

Η Moody’s αναβαθμίζει τις ελληνικές τράπεζες – Θετικό το outlook

Παράταση λιγνιτικών μονάδων έως το 2028 προανήγγειλε ο Μητσοτάκης