ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Ηχηρά μηνύματα σε πολλές κατευθύνσεις, έστειλε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας στην εκδήλωση «Επιχειρηματικά Βραβεία Χρήμα 2024».
O κεντρικός τραπεζίτης για άλλη μια φορά αναφέρθηκε στους κινδύνους που μπορεί να ελλοχεύουν για την οικονομία, αν υπάρξει πολιτική αστάθεια. Ταυτόχρονα ζήτησε από όλους να υπάρξει δημοσιονομική ευθύνη, στέλνοντας ουσιαστικά το μήνυμα ότι δεν πρέπει το πολιτικό σύστημα να υποκύψει στις πιέσεις για άκρατες παροχές που θα εκτροχιάσουν την οικονομία.
Αναφέρθηκε επίσης σε σταθερότητα που πρέπει να έχει το τραπεζικό σύστημα, ζήτησε να αυξηθούν οι επενδύσεις αλλά και να γίνουν όλες οι μεταρρυθμίσεις που κατά καιρούς έχει και ο ίδιος ζητήσει.
Οπως δήλωσε χαρακτηριστικά: «Υπό μια βασική προϋπόθεση όμως: ότι θα διατηρήσουμε ως κόρη οφθαλμού τα κάτωθι δημόσια αγαθά, που είναι ήδη κεκτημένα. Πολιτική σταθερότητα, δημοσιονομική ευθύνη, χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αύξηση των επενδύσεων, μεταρρυθμίσεις.
Ολόκληρη η ομιλία του Γιάννη Στουρνάρα έχει ως εξής:
Η ελληνική οικονομία συνεχίζει την αναπτυξιακή της πορεία, παρά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια εν μέσω αυξημένης αβεβαιότητας στο διεθνές περιβάλλον. Έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα ανθεκτική σε διάφορες εξωτερικές διαταραχές, όπως η πανδημία COVID-19, ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση, καθώς και η επακόλουθη άνοδος του πληθωρισμού. Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας είναι υψηλότερος του αντίστοιχου μέσου ρυθμού της ΕΕ από το 2019 και έπειτα, με αποτέλεσμα την επιτάχυνση της πραγματικής σύγκλισης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ με το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η απασχόληση αυξάνεται και το ποσοστό ανεργίας έχει υποχωρήσει σε μονοψήφια επίπεδα από τα μέσα του 2024 παρά την πολύ σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού. Ο γενικός πληθωρισμός έχει αποκλιμακωθεί σημαντικά έναντι του υψηλού επιπέδου του 2022, ενώ η μείωση του πληθωρισμού στα είδη διατροφής είναι αξιοσημείωτη. Ως συνέπεια, το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα αυξάνεται και το ποσοστό του πληθυσμού που αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού έχει μειωθεί μεταξύ 2019 και 2024.
Οι συνολικές επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ έχουν αυξηθεί σημαντικά μετά την πανδημία, ενώ οι επιχειρηματικές επενδύσεις έχουν επιστρέψει στα προ κρίσης χρέους επίπεδά τους. Επιπλέον, η σύνθεση των επενδύσεων ευνοεί την ενίσχυση του δυνητικού ρυθμού μεγέθυνσης, καθώς το μεγαλύτερο μέρος τους πλέον αφορά παραγωγικές επενδύσεις και όχι επενδύσεις σε κατοικίες όπως στο παρελθόν. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους, η υλοποίηση εμβληματικών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας και η αύξηση της εξωστρέφειας είχαν ως αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών τα τελευταία χρόνια, ενώ έχει αυξηθεί και το μερίδιο των εξαγωγών υψηλής τεχνολογίας στο σύνολο των εξαγωγών αγαθών.
Η συνετή δημοσιονομική πολιτική που ακολουθείται και οι προσπάθειες καταπολέμησης της φοροδιαφυγής αποδίδουν καρπούς, καθώς επιτυγχάνονται υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα χωρίς την ανάγκη λήψης περιοριστικών μέτρων και το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αποκλιμακώνεται με γρήγορο ρυθμό. Παράλληλα, οι συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις της προηγούμενης δεκαετίας έχουν διασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Στο τραπεζικό σύστημα παρατηρείται βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών και υποχώρηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η θετική πορεία της οικονομίας τα τελευταία χρόνια είχε ως αποτέλεσμα την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία από σχεδόν όλους τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης. Μάλιστα, οι συνεχείς αναβαθμίσεις προέκυψαν σε μια περίοδο αυξημένης διεθνούς και ευρωπαϊκής πολιτικής αβεβαιότητας και γεωπολιτικών αναταραχών. Οι ευνοϊκές αυτές εξελίξεις οδήγησαν επίσης σε αναβαθμίσεις μεγάλων ελληνικών τραπεζών, πιο πρόσφατα από τον οίκο S&P στις αρχές Φεβρουαρίου, αλλά και μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, καθώς το ευρύτερο μακροοικονομικό και ρυθμιστικό περιβάλλον θεωρείται βασικός παράγοντας των αξιολογήσεων των οίκων. Συνολικά, οι αναβαθμίσεις ενίσχυσαν την εμπιστοσύνη των εγχώριων και ξένων επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και βελτίωσαν τόσο τη διαθεσιμότητα όσο και τους όρους χρηματοδότησης για τον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα.
Προκλήσεις
Παρά την αναμφίβολα θετική πορεία της οικονομίας έως τώρα και τις ευνοϊκές προοπτικές που διαγράφονται για το μέλλον, δεν υπάρχει περιθώριο εφησυχασμού. Η προσπάθεια οικονομικής ανάκαμψης από τη δεκαετή κρίση χρέους πρέπει να συνεχιστεί. Η προσπάθεια σύγκλισης με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η οποία έχει ξεκινήσει τα τελευταία πέντε χρόνια, απαιτεί ακόμη ισχυρότερους ρυθμούς ανάπτυξης.
Επιπλέον, η εξωτερική ζήτηση εκ μέρους των κυριότερων εμπορικών εταίρων παραμένει υποτονική. Το γεγονός αυτό αντανακλάται στην υποχώρηση των εξαγωγών αγαθών και εν μέρει στην επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Παράλληλα, η ελληνική οικονομία ενδέχεται να αντιμετωπίσει πρόσθετους κλυδωνισμούς από την ενίσχυση του εμπορικού προστατευτισμού στις ΗΠΑ. Παρότι οι άμεσες επιπτώσεις για την Ελλάδα από μια πιθανή επιβολή δασμών στις εξαγωγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναμένονται περιορισμένες εξαιτίας του μικρού βαθμού εξαγωγικής της έκθεσης στις ΗΠΑ, εκτιμάται ότι θα υπάρξουν έμμεσες αρνητικές συνέπειες βραχυχρόνια. Η εξωτερική ζήτηση ελληνικών αγαθών και υπηρεσιών θα μειωθεί, καθώς συναρτάται άμεσα από το ρυθμό ανάπτυξης των εμπορικών της εταίρων στην Ευρώπη που είναι ευάλωτος σε ένα γενικευμένο εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ. Η αναμενόμενη επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας, καθώς και η αύξηση της αβεβαιότητας και η συνακόλουθη χειροτέρευση των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών, ενδέχεται να κάμψουν τις ελληνικές εξαγωγές και τις επενδύσεις, αναστέλλοντας προσωρινά την αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας.
Επίσης, αρκετές εγχώριες διαρθρωτικές αδυναμίες, κάποιες από τις οποίες προϋπήρχαν της κρίσης χρέους, παραμένουν. Για παράδειγμα, η έλλειψη ανταγωνισμού σε αρκετούς κλάδους της οικονομίας, η οποία επιτείνει το παρατηρούμενο και διεθνώς πρόβλημα της ακρίβειας, το υψηλό δημόσιο χρέος, το μεγάλο επενδυτικό κενό, η χαμηλή αποταμίευση, η χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα που επιδεινώνει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, καθώς και το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής των γυναικών και των νέων στο εργατικό δυναμικό και η γήρανση του πληθυσμού, που συμβάλλουν στη στενότητα της αγοράς εργασίας διαχρονικά, αποτελούν παράγοντες που περιορίζουν την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας.
Σε αυτές τις εγχώριες αδυναμίες έρχονται να προστεθούν και παγκόσμιες προκλήσεις, όπως η ένταση των γεωπολιτικών αντιπαραθέσεων, ο γεωοικονομικός κατακερματισμός και η αναβίωση της τάσης προς τον εμπορικό προστατευτισμό, η κλιματική κρίση, η ενεργειακή ασφάλεια, η μετάβαση προς μια βιώσιμη και κυκλική οικονομία, καθώς και η επέλαση των νέων ψηφιακών τεχνολογιών και ειδικότερα της τεχνητής νοημοσύνης.
Προτάσεις πολιτικής
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η οικονομική πολιτική θα πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη αφενός στη διαφύλαξη της δημοσιονομικής αξιοπιστίας και σταθερότητας και αφετέρου στην ταχύτερη υλοποίηση των απαιτούμενων επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας “Ελλάδα 2.0”, οι οποίες θα διευκολύνουν την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση της οικονομίας και θα επιταχύνουν τον αναπτυξιακό ρυθμό τα επόμενα χρόνια. Η επίτευξη των ανωτέρω σε συνδυασμό με τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την ενίσχυση των εισοδημάτων, την ανακούφιση των φτωχότερων νοικοκυριών και την περαιτέρω μείωση των ανισοτήτων, ενώ ταυτόχρονα θα συνδράμουν στη βελτίωση του οικονομικού κλίματος και σε περαιτέρω αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας.
Η δημογραφική γήρανση αναμένεται να συρρικνώσει το ποσοστό του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας. Αυτό απαιτεί την υιοθέτηση ενεργητικών πολιτικών και προγραμμάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης στην αγορά εργασίας που θα έχουν ως στόχο την αύξηση της συμμετοχής των γυναικών και των νέων στο εργατικό δυναμικό, τον περιορισμό του αριθμού των μακροχρόνια ανέργων και την επανένταξη στο εργατικό δυναμικό όσων έχουν αποθαρρυνθεί. Παράλληλα όμως, απαιτούνται και στοχευμένες πολιτικές όσον αφορά την ένταξη των μεταναστών και την προσέλκυση ξένων εργαζομένων για να αντιμετωπιστούν οι ήδη παρατηρούμενες ελλείψεις στον αγροτικό τομέα και στους κλάδους που σχετίζονται με τον τουρισμό και τις κατασκευές.
Δεδομένων των περιορισμών που θέτουν οι δημογραφικές εξελίξεις, απαιτείται η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας προκειμένου να διατηρηθεί η αναπτυξιακή δυναμική. Η παραγωγικότητα της εργασίας ακολούθησε αυξητική τάση κατά την πορεία ένταξης της χώρας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση έως και την περίοδο πριν το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-2009. Έπειτα, κινήθηκε καθοδικά λόγω της κρίσης χρέους, φθάνοντας στο κατώτατο επίπεδό της το 2020, ενώ τα τελευταία χρόνια ανέκαμψε, επανερχόμενη σε πορεία σύγκλισης με τα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα. Παρ’ όλα αυτά, η απόσταση που πρέπει να καλυφθεί όσον αφορά την παραγωγικότητα της εργασίας είναι μεγάλη, και θα απαιτήσει μακρόχρονη προσπάθεια. Λαμβάνοντας υπόψη το επενδυτικό κενό της ελληνικής οικονομίας, η αύξηση των επενδύσεων αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την ενίσχυση της παραγωγικότητας της εργασίας και την επιτάχυνση των ρυθμών μεγέθυνσης. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει την πλήρη απορρόφηση και παραγωγική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) καθώς και του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου της ΕΕ 2021-2027.
Ταυτόχρονα όμως είναι αναγκαία η περαιτέρω ενίσχυση του τραπεζικού τομέα, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει τις υφιστάμενες προκλήσεις και να χρηματοδοτήσει αποτελεσματικά τις επενδύσεις και τη μεγέθυνση της οικονομίας. Συνεπώς, χρειάζεται εγρήγορση ώστε να επιτευχθεί περαιτέρω εξυγίανση του ενεργητικού των τραπεζών, να αποφευχθούν νέες καθαρές εισροές μη εξυπηρετούμενων δανείων, γεγονός που αναμένεται να συμβάλει στην περαιτέρω βελτίωση των κεφαλαιακών δεικτών, και να περιοριστούν οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTCs), οι οποίες επί του παρόντος αποτελούν περίπου 40% των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών.
Λόγω των μελλοντικών περιορισμών που προκύπτουν από τα δημογραφικά δεδομένα αλλά και των περιβαλλοντικών προκλήσεων και της κλιματικής αλλαγής, καθίσταται ιδιαίτερα σημαντική η έννοια της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής (total factor productivity – TFP). Η υψηλότερη συνολική παραγωγικότητα επιτρέπει σε μια οικονομία είτε να αυξάνει το συνολικό της εισόδημα χωρίς να χρησιμοποιεί περισσότερες εισροές είτε εναλλακτικά να διατηρεί το επίπεδο εισοδήματός της χρησιμοποιώντας λιγότερες εισροές παραγωγής. Συνεπώς, η βελτίωση της συνολικής παραγωγικότητας επιτρέπει τη διατήρηση ή την αύξηση του βιοτικού επίπεδου, προστατεύοντας παράλληλα τους φυσικούς πόρους και το περιβάλλον.
Προκειμένου να ενισχυθεί η συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας, απαιτείται η βελτίωση της εκπαίδευσης και κατάρτισης ειδικά σε νέες τεχνολογίες, ούτως ώστε να αυξηθεί το ανθρώπινο κεφάλαιο. Παράλληλα, είναι αναγκαία η ενίσχυση της εξωστρέφειας της οικονομίας, καθώς η πρόσβαση των επιχειρήσεων στην παγκόσμια αγορά τούς δίνει την ευκαιρία να εκμεταλλευθούν οικονομίες κλίμακας και να ενισχύσουν το τεχνολογικό τους περιεχόμενο, ενώ ο διεθνής ανταγωνισμός τείνει να επιβραβεύει τις πλέον παραγωγικές επιχειρήσεις.
Επιπλέον, οι αγορές εργασίας και κεφαλαίων θα πρέπει να λειτουργούν με τέτοιο τρόπο ώστε οι πιο παραγωγικές επιχειρήσεις σε κάθε τομέα να είναι σε θέση να προσελκύουν το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας και του κεφαλαίου της ελληνικής οικονομίας. Αυτή η διαδικασία διασφαλίζει ότι οι καλύτερες επιχειρήσεις θα ευδοκιμούν, ενώ οι λιγότερο αποτελεσματικές θα εξέρχονται από την αγορά. Πρόκειται για τη λεγόμενη “κατανεμητική αποδοτικότητα”, η οποία συνεπάγεται την αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας και την οικονομική πρόοδο. Αντίθετα, αν η εργασία και το κεφάλαιο παραμένουν στις σχετικά μη παραγωγικές επιχειρήσεις, η οικονομία και η παραγωγικότητα σταδιακά υποχωρούν. Κάτι τέτοιο μπορεί να προκύψει αν, για παράδειγμα, η αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από υπερβολικές ρυθμίσεις, αν οι μη βιώσιμες επιχειρήσεις συνεχίζουν να λειτουργούν, χάρη σε ευνοϊκές διατάξεις ή φραγμούς στην είσοδο νέων επιχειρήσεων, ή αν οι νέες πιο δυναμικές επιχειρήσεις έχουν δυσκολία πρόσβασης σε χρηματοδότηση.
Συνεπώς, τα ρυθμιστικά εμπόδια, οι δύσκαμπτες αγορές εργασίας, οι χρηματοδοτικοί περιορισμοί και η έλλειψη πρόσβασης στις διεθνείς αγορές είναι παράγοντες που οδηγούν σε κακή κατανομή των πόρων, έλλειψη κατανεμητικής αποδοτικότητας και χαμηλή παραγωγικότητα. Η υιοθέτηση στοχευμένων παρεμβάσεων πολιτικής και η προώθηση κατάλληλων μεταρρυθμίσεων για την αντιμετώπιση αυτών των στρεβλώσεων θα μπορούσαν να ενισχύσουν σημαντικά την παραγωγικότητα και να τονώσουν την ανάπτυξη. Πολιτικές που υποστηρίζουν αυτόν το στόχο σχετίζονται με τη μείωση των φραγμών εισόδου στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών και με την αύξηση του ανταγωνισμού. Προς την ίδια κατεύθυνση μπορεί να συμβάλει η καλύτερη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, η οποία επιτρέπει στις επιχειρήσεις να έχουν πρόσβαση στη χρηματοδότηση που χρειάζονται για να αναπτυχθούν και να καινοτομήσουν. Οι επιχειρήσεις με υψηλές δυνατότητες παραγωγικότητας δύνανται επομένως να αποκτήσουν το απαραίτητο κεφάλαιο για να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους, αντί να παραμείνουν σε μικρό μέγεθος εξαιτίας των χρηματοδοτικών περιορισμών. Εξίσου σημαντική είναι η μείωση των δυσκαμψιών στην αγορά εργασίας, προκειμένου να ενισχυθούν ο δυναμισμός και η προσαρμοστικότητα του εργατικού δυναμικού. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερη αντιστοίχιση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας, ενισχύοντας έτσι τη συνολική παραγωγικότητα.
Ζωτικής σημασίας για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη είναι επίσης η αντιμετώπιση άλλων ζητημάτων που εμποδίζουν την αποτελεσματική κατανομή των πόρων. Τέτοια ζητήματα είναι η πολυνομία και η κακονομία, οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, το ασαφές χωροταξικό πλαίσιο, η ελλιπής διασύνδεση εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας, οι ελλείψεις σε υποδομές, το υψηλό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας, η σχετικά υψηλή φορολογική επιβάρυνση του εισοδήματος από εργασία οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού και η ανεπαρκής πρόσβαση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) σε τραπεζική χρηματοδότηση. Αυτά πρέπει να αντιμετωπιστούν μέσω καλύτερης διακυβέρνησης και θεσμικών μεταρρυθμίσεων.
Η βελτίωση του νομοθετικού και ρυθμιστικού πλαισίου και η διασφάλιση διαφανών και δίκαιων πρακτικών της αγοράς μπορούν να δημιουργήσουν ένα πιο δυναμικό και παραγωγικό οικονομικό τοπίο. Βασική προϋπόθεση όμως είναι η διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης με διεύρυνση των μικροπιστώσεων και πρόσβαση σε εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης μέσω των κεφαλαιαγορών για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών των ΜΜΕ, ιδίως των νεοφυών και καινοτόμων, που δεν διαθέτουν εμπράγματες εξασφαλίσεις για τη λήψη τραπεζικών δανείων.
Οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα επιτρέψουν στους πιο δυναμικούς και εξωστρεφείς κλάδους της οικονομίας να ευδοκιμήσουν και να συμβάλουν στην αύξηση της απασχόλησης και συνολικά της οικονομικής δραστηριότητας. Τέτοιοι κλάδοι είναι η βιομηχανία, τα logistics, οι κατασκευές, οι εταιρίες τεχνολογίας, οι εταιρίες παροχής υπηρεσιών, ο χρηματοπιστωτικός τομέας, το εμπόριο, οι μεταφορές και ο τουρισμός. Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί, όπως προτείνει και η έκθεση Draghi, στην ενίσχυση της βιομηχανίας, η οποία έχει σημαντική συμβολή τα τελευταία χρόνια στην αύξηση της απασχόλησης, των εξαγωγών, της υποκατάστασης εισαγωγών, της καινοτομίας και στη συνολική προστιθέμενη αξία.
Ενδεικτικά επισημαίνεται ότι η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία (ΑΠΑ) της βιομηχανίας, σε σταθερές τιμές προηγούμενου έτους, αυξήθηκε κατά περίπου 43% την περίοδο 2019-2023, έναντι 13% στους υπόλοιπους κλάδους της οικονομίας την ίδια περίοδο. Ως αποτέλεσμα, το ποσοστό συμμετοχής της βιομηχανίας στη συνολική ΑΠΑ της οικονομίας αυξήθηκε από 14,3% το 2019 σε 15,4% το 2023. Αντίστοιχα, η παραγωγικότητα της εργασίας στη βιομηχανία αυξήθηκε την περίοδο 2019-2023 κατά περίπου 28%, έναντι αύξησης κατά 7,4% στο σύνολο των υπόλοιπων κλάδων της οικονομίας. Η αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων, σε συνδυασμό με την κινητοποίηση αυξημένων ιδιωτικών επενδύσεων, μπορεί να βοηθήσει στον πράσινο και ψηφιακό μετασχηματισμό και στην περαιτέρω αύξηση της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας της ελληνικής βιομηχανίας.
Ωστόσο, πέρα από τα ανωτέρω, η βελτίωση της συνολικής παραγωγικότητας προέρχεται από την αυξημένη παραγωγικότητα που επιτυγχάνεται σε επίπεδο επιχείρησης μέσω υιοθέτησης καλύτερης τεχνολογίας, βελτιωμένων πρακτικών διαχείρισης και καινοτόμων διαδικασιών. Η καινοτομία, ειδικά όταν αφορά αναδυόμενες τεχνολογίες, όπως η βιοτεχνολογία και οι πράσινες τεχνολογίες, η τεχνολογία πληροφορικής και επικοινωνιών, οι υπερυπολογιστές, ο αυτοματισμός και η τεχνητή νοημοσύνη, έχει τη δυνατότητα να αυξήσει την παραγωγικότητα και να τονώσει την οικονομική ανάπτυξη. Ειδικότερα, η έλευση της τεχνητής νοημοσύνης θα επηρεάσει θετικά την επιστήμη και την τεχνολογική έρευνα, από τη βιολογία μέχρι τη φυσική και την επιστήμη των υλικών, και θα τις αναδείξει σε κύριες κινητήριες δυνάμεις της ενεργειακής μετάβασης.
Συνεπώς, οι επιχειρήσεις που υιοθετούν τεχνολογίες αιχμής και προσελκύουν κορυφαία ταλέντα μπορούν να βελτιώσουν σημαντικά την παραγωγικότητά τους. Για παράδειγμα, μια εταιρία τεχνολογίας που επενδύει σε έρευνα και ανάπτυξη αιχμής μπορεί να δημιουργήσει νέα προϊόντα ή να βελτιώσει τα υπάρχοντα, διευρύνοντας έτσι το μερίδιο αγοράς της και αυξάνοντας την ανταγωνιστικότητά της. Συνολικά, οι τεχνολογικές εξελίξεις είναι ζωτικής σημασίας για την ενίσχυση της παραγωγικότητας, επειδή επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να λειτουργούν πιο αποτελεσματικά και να ανταγωνίζονται στην παγκόσμια αγορά.
Πέρα όμως από τις δράσεις των ίδιων των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων, απαιτείται κρατική παρέμβαση με επιδοτήσεις και φορολογικά κίνητρα ώστε να ενθαρρυνθεί η δημιουργία ενός οικοσυστήματος καινοτομίας με συνεργασίες μεταξύ επιχειρήσεων, ερευνητικών ιδρυμάτων και πανεπιστημίων για να προωθηθεί η βασική έρευνα αλλά και η εμπορική της αξιοποίηση. Ταυτόχρονα, κρίνεται απαραίτητο να προωθηθούν πολιτικές που ενισχύουν τις ψηφιακές δεξιότητες των εργαζομένων και διασφαλίζουν τη διάχυση και την προσβασιμότητα των νέων τεχνολογιών.
Οι προκλήσεις
Εν κατακλείδι, η αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας μέσω των μεταρρυθμίσεων και της καινοτομίας, μαζί με την αύξηση των επενδύσεων και του ποσοστού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, είναι καθοριστικής σημασίας για την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης, τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και τη σύγκλιση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ προς τα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα. Με υψηλότερη παραγωγικότητα, προκλήσεις όπως το υψηλό δημόσιο χρέος, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και οι πιέσεις στη συνταξιοδοτική δαπάνη και στις δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης λόγω της δημογραφικής γήρανσης γίνονται πολύ πιο διαχειρίσιμες. Επίσης διευκολύνεται η υλοποίηση αυξημένων επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες, σε έργα μετριασμού των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, αλλά και σε έργα που προωθούν την πράσινη μετάβαση.
Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι πλέον το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον στο οποίο λειτουργούμε διαφέρει αισθητά σε σχέση με μερικά χρόνια πριν. Πολεμικές συγκρούσεις, γεωπολιτικές εντάσεις, εμπορικός πόλεμος, γεωπολιτικός κατακερματισμός και έντονος οικονομικός ανταγωνισμός, ακόμη και μεταξύ εταίρων και συμμάχων, συνθέτουν ορισμένες από τις προκλήσεις που θα πρέπει διαχειριστεί η Ελλάδα, αλλά και οι ευρωπαϊκές χώρες.
Η Ευρώπη συνολικά αντιμετωπίζει προκλήσεις, οι οποίες είναι τεχνολογικές, περιβαλλοντικές, ενεργειακές καθώς και σε θέματα ασφάλειας. Παρά την προσήλωση που πρέπει να επιδείξουμε ως χώρα στην υλοποίηση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων, η απάντηση σε αυτά τα προβλήματα και τις παγκόσμιες τάσεις δεν μπορεί να προέλθει από καθεμία χώρα μεμονωμένα.
Αντίθετα, χρειάζεται κοινή προσέγγιση, σύμπλευση και συνεργασία με βάση τις προτάσεις της πρόσφατης έκθεσης Letta για την αναγκαιότητα ολοκλήρωσης της Ενιαίας Αγοράς και της έκθεσης Draghi για το μέλλον της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας.
Βασική προϋπόθεση για να αντιμετωπιστεί το κενό καινοτομίας, παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας και να κατοχυρωθεί η κυριαρχία, ασφάλεια και ανθεκτικότητα της Ευρώπης είναι ο συντονισμός και η κοινή δράση των Ευρωπαίων εταίρων, αξιοποιώντας και την επιτυχημένη εμπειρία του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NextGenerationEU.
Ακόμη περισσότερο τώρα, που η Ευρώπη απειλείται με έναν γενικευμένο εμπορικό πόλεμο, που δεν στηρίζεται στην κοινή λογική και στη μεγιστοποίηση της οικονομικής ευημερίας.
Ζούμε σε ένα διεθνές περιβάλλον πολύ πιο αβέβαιο από πριν. Εδώ, στην Ελλάδα, ξεπεράσαμε, με μεγάλες θυσίες του ελληνικού λαού αλλά και με μεγάλη οικονομική βοήθεια εκ μέρους των εταίρων μας, αυτών με τους οποίους μοιραζόμαστε το ίδιο νόμισμα, το ευρώ, μια εξαιρετικά σοβαρή δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική κρίση.
Η οικονομική βοήθεια που μας παρασχέθηκε ήταν η μεγαλύτερη βοήθεια που έχει δοθεί ποτέ σε μια χώρα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αυτή η βοήθεια εξασφαλίζει την βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους και συμβάλλει σε θετικές οικονομικές επιδόσεις, αυτές που περιέγραψα στην αρχή της ομιλίας μου, και στην οικονομική μας ευημερία.
Υπό μια βασική προϋπόθεση όμως: ότι θα διατηρήσουμε ως κόρη οφθαλμού τα κάτωθι δημόσια αγαθά, που είναι ήδη κεκτημένα. Πολιτική σταθερότητα, δημοσιονομική ευθύνη, χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αύξηση των επενδύσεων, μεταρρυθμίσεις.
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Ταρμπ: Η Ιαπωνία δεσμεύτηκε να αγοράσει “ποσότητες ρεκόρ” αμερικανικού LNG
- Πετρέλαιο: Πάνω από 2% οι απώλειες της εβδομάδα, παρά την ανάκαμψη της Παρασκευής
- Βατικανό: Ρουμάνος ανέβηκε στην Αγία Τράπεζα της βασιλικής του Αγίου Πέτρου και κατέστρεψε κηροπήγια αξίας 30.000 ευρώ
- Γεραπετρίτης: Ο διάδρομος που συνδέει Ινδία-Μέση Ανατολή-Ευρώπη (IMEEC) είναι έργο-ορόσημο για το μέλλον
![](https://www.mononews.gr/wp-content/themes/mononews2025/assets/icons/google-news-icon.png)