Ακρίβεια, φοροδιαφυγή, κλιματική κρίση, αναβάθμιση της αγοράς εργασίας, βελτίωση στη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης, εκσυγχρονισμός δημόσιας διοίκησης, χωροταξικός σχεδιασμός και Εθνικό Κτηματολόγιο είναι η μεγάλη διακεκαυμένη ζώνη των μεταρρυθμίσεων σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος που τους τελευταίους μήνες πυκνώνει τις παρεμβάσεις της υπογραμμίζοντας το πλαίσιο της μεταρρυθμιστικής ατζέντας που θα πρέπει να «τρέξει» άμεσα για να θωρακιστεί η δημοσιονομική σταθερότητα στη χώρα.

Σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι για την οικονομία που αντιμετωπίζει την μεγάλη πρόκληση να επιστρέψει όσο συντομότερα γίνεται στα προ κρίσης επίπεδα αξιολογήσεων, κάτι που όπως έχει γράψει το mononews.gr θα μπορούσε να απαιτήσει έως και μια επιπλέον δεκαετία, η ΤτΕ με τις παρεμβάσεις της υπογραμμίζει την κρισιμότητα επιτάχυνσης κρίσιμων μεταρρυθμίσεων.

1

Πρόκειται άλλωστε για μια κοινή κατεύθυνση μεταξύ των τεχνοκρατών, όπως εκφράζεται από μεγάλους διεθνείς οργανισμούς αξιολόγησης καθώς στην οικονομία τα «κουκιά» είναι συνήθως μετρημένα.

Σε συνθήκες πολιτικής σταθερότητας και υψηλής ανάπτυξης οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να «τρέχουν» προτού εξαντληθεί η αναπτυξιακή δυναμική. Μία δυναμική που στην περίπτωση μας είναι ισχυρή, όπως άλλωστε έχει κατά καιρούς υπογραμμίσει ο ίδιος ο Διοικητής της ΤτΕ κ. Γιάννης Στουρνάρας.

Διαθέτει σημαντικά κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, πέριξ των 30 δισεκατομμύρια κι άλλα 40 δισεκατομμύρια από το ΕΣΠΑ, που τα περισσότερα είναι μάλιστα επιχορηγήσεις που μπορούν να μετασχηματίσουν τώρα την ελληνική οικονομία, μαζί όμως με μεταρρυθμίσεις που θ’ αντιμετωπίσουν χρονίζοντα προβλήματα.

Ο επείγοντας χαρακτήρας των μεταρρυθμίσεων εντείνεται όμως στην παρούσα φάση και από το ότι σταδιακά μέσα στα επόμενα χρόνια θα διευρύνεται η αναχρηματοδότηση των δανειακών υποχρεώσεων προς τον επίσημο τομέα με όρους αγοράς, αυξάνοντας την έκθεση του ελληνικού δημοσίου στον επιτοκιακό κίνδυνο.

Αυτό σημαίνει πως η χώρα πρέπει να βαθμολογείται όσο καλύτερα γίνεται σε όρους αξιοπιστίας, δημοσιονομικής σταθερότητας και αναπτυξιακής δυναμικής που θα υποστηρίζεται από τις επενδύσεις και το «ξεκλείδωμα» αναπτυξιακών πόρων μέσω κρίσιμων μεταρρυθμίσεων.

Μεταξύ των πεδίων που χρίζουν προσοχής είναι, σύμφωνα με κατά καιρούς παρεμβάσεις της ΤτΕ:

– Η χαμηλή ανταγωνιστικότητα και η ολιγοπωλιακή δομή της οικονομίας. Στα σκαριά βρίσκεται μελέτη της ΤτΕ για τις αιτίες της ακρίβειας και των υψηλών τιμών στην αγορά, θέμα που είναι το νούμερο ένα πρόβλημα για τα ελληνικά νοικοκυριά. Η νέα μελέτη βρίσκεται υπό επεξεργασία, επικαιροποιώντας στοιχεία από προγενέστερες μελέτες ενώ για το θέμα η ΤτΕ θα έχει συνεργασία και με φορείς της αγοράς.

Στα αίτια της ακρίβειας εντάσσονται ωστόσο οι ολιγοπωλιακές δομές στην οικονομία, τα αδήλωτα εισοδήματα που ενισχύουν δυσανάλογα τη ζήτηση αλλά και ο πληθωρισμός της απληστίας γύρω από επώνυμα και κυρίως εισαγόμενα προϊόντα.

Αξίζει να σημειωθεί πως στην τελευταία της έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική τον Δεκέμβριο του 2023 η ΤτΕ είχε υπογραμμίσει την ανάγκη μιας διατηρήσιμης αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού.

Είχε μάλιστα αναφέρει πως οι επιχειρήσεις θα πρέπει να περιορίσουν, όπου είναι εφικτό, το περιθώριο κέρδους τους ώστε να αποφευχθεί το φαινόμενο του «πληθωρισμού κερδών» ενώ βραχυπρόθεσμα απαιτείται εντατικοποίηση των ελέγχων των αρμόδιων ελεγκτικών μηχανισμών και της Επιτροπής Ανταγωνισμού ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα αισχροκέρδειας και ολιγοπωλιακές πρακτικές.

Μεσομακροπρόθεσμα απαιτείται η ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων, με άρση των πάσης φύσεως ρυθμιστικών εμποδίων στον ανταγωνισμό ώστε να διευκολυνθεί η είσοδος νέων επιχειρήσεων.

Παράλληλα, σύμφωνα με όσα είχαν επισημανθεί οι μισθολογικές αυξήσεις θα πρέπει να είναι τέτοιες ώστε να καλύπτουν την απώλεια αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, χωρίς όμως να δημιουργούν ένα σπιράλ αυξήσεων μισθών-τιμών που θα οδηγήσουν και σε χειροτέρευση της ανταγωνιστικότητας ενώ και τα μέτρα στήριξης σε έκτακτες κρίσης θα πρέπει να είναι προσωρινά και στοχευμένα στις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες

– Η υψηλή φοροδιαφυγή. Σε σχετικά πρόσφατη τοποθέτηση του ο Διοικητής της ΤτΕ είχε αναφέρει πως το συνολικό δηλωθέν εισόδημα φυσικών προσώπων στην ΑΑΔΕ το 2021 ήταν περίπου 84 δισ. ευρώ (εκ των οποίων 66 δισ. ή 79% από μισθωτές υπηρεσίες και ναυτικό εισόδημα).

Την ίδια χρονιά η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών βάσει των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ ήταν υψηλότερη κατά περίπου 40 δισ. Όπως είχε εξηγήσει η διαφορά αυτή που κυμαίνεται διαχρονικά μεταξύ 36 – 49 δις. είναι μια ένδειξη της παραοικονομίας και ένας δείκτης φοροδιαφυγής.

Την ίδια στιγμή σχεδόν το 70% των φορολογούμενων που δηλώνουν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα κατατάσσονται σε κλιμάκιο εισοδήματος κάτω των 10.000 ευρώ, με το συνολικό φορολογητέο εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα να ανέρχεται σε 4,3 δισ. ευρώ, σχεδόν το 60% των νοικοκυριών δηλώνουν στην εφορία ετήσια εισοδήματα χαμηλότερα των 10.000 ευρώ ενώ το 37% των φυσικών προσώπων εμφανίζει εισοδήματα στα όρια της φτώχειας. Φοροδιαφυγή αντίστοιχα όμως εντοπίζεται και στην έμμεση φορολογία με τους υψηλούς συντελεστές ΦΠΑ συχνά να λειτουργούν ως κίνητρο φοροδιαφυγής, αλλά και στα πλουσιότερα στρώματα της κοινωνίας μέσω offshore εταιρειών και των νομικών προσώπων και μέσω εικονικών τιμολογίων.

Μάλιστα η ΤτΕ προτείνει έξι προτάσεις πολιτικής ως αντίδοτο στη φοροδιαφυγή μεταξύ αυτών, την περαιτέρω διεύρυνση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, με την επέκταση της χρήσης των POS σε περισσότερες οικονομικές δραστηριότητες, την παροχή κινήτρων για πληρωμές μέσω χρεωστικών καρτών, αλλά και μέσω τραπεζών, την παροχή κινήτρων με μορφή φοροαπαλλαγών για την αποκάλυψη συναλλαγών σε κλάδους υψηλής φοροδιαφυγής, την διαρκή αναβάθμιση των ηλεκτρονικών εργαλείων της ΑΑΔΕ.

– Αντιμετώπιση των προκλήσεων των φυσικών καταστροφών εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής.

Με νωπές ακόμη τις μεγάλες καταστροφές από τον Ντάνιελ στη Θεσσαλία που πασχίζει να σταθεί στα πόδια της, στο τέλος του 2024 αναμένεται να δημοσιευθεί η τελική έκθεση για τις περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα από την Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής της ΤτΕ.

Σε πρόσφατη παρουσίαση που έγινε για τα ενδιάμεσα αποτελέσματα των νέων μελετών της Επιτροπής παρουσιάστηκαν τα  νέα κλιματικά μοντέλα έως και το 2100, οι προβλεπόμενες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σε κρίσιμους τομείς, όπως η γεωργία και οι μεταφορές, και η πρώτη εκτίμηση της τρωτότητας από την κλιματική αλλαγή στην Ελλάδα.

Όπως είχε αναφέρει τότε ο Διοικητής της ΤτΕ σε παλαιότερη μελέτη η ΕΜΕΚΑ είχε αποτιμήσει το κόστος των προβλεπόμενων κλιματικών μεταβολών για την ελληνική οικονομία, το κόστος της τυχόν αδράνειας, σχεδόν 200 δισεκ. ευρώ έως το 2100 με 2% προεξοφλητικό επιτόκιο, αλλά και το όφελος, της τάξης του 30%, από τη λήψη μέτρων προσαρμογής.

Αξίζει να σημειωθεί πως η ευαλωτότητα της χώρας στην κλιματική κρίση έχει ήδη σχολιαστεί από διεθνείς οίκους αξιολόγησης στα «stress tests» που μελετούν για την ανθεκτικότητα των δημοσίων οικονομικών.

Για παράδειγμα σε πρόσφατη έκθεση η Moodys είχε προειδοποιήσει πως οι  χώρες της Νότιας Ευρώπης, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, κινδυνεύουν να γίνουν λιγότερο ελκυστικές ως προορισμοί για διακοπές εάν οι καύσωνες και οι πυρκαγιές είναι συχνότεροι.

Διαβάστε επίσης:

Ποιοι ιδιοκτήτες δικαιούνται «κούρεμα» 10% στον ΕΝΦΙΑ – Τι συμβαίνει για τα Airbnb που είναι ασφαλισμένα για φυσικές καταστροφές