ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Μικρή βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου θα δουν τα επόμενα χρόνια οι συνταξιούχοι και τα μέλη των νοικοκυριών τους με την εφαρμογή του νέου ασφαλιστικού νόμου που θα τεθεί από την 1η Ιανουάριου 2020 και θα κατατεθεί αύριο ή το αργότερο τη Δευτέρα στη Βουλή.
Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει μελέτη του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών που συνοδεύει για πρώτη φορά ασφαλιστική μεταρρύθμιση και έχει στη διάθεση του αποκλειστικά το «Mononews». Σκοπός της μελέτης ήταν η διερεύνηση της δυνατότητας των συντάξεων να παρέχουν ένα επαρκές επίπεδο διαβίωσης στους συνταξιούχους και τα μέλη των νοικοκυριών τους.
Όπως τεκμηριώνεται στην μελέτη, το βιοτικό επίπεδο των ασφαλισμένων είναι ελαφρά υψηλότερο του εθνικού μέσου όρου, ενώ τα ποσοστά των συνταξιούχων και των μελών των νοικοκυριών τους που βρίσκονται κάτω από το όριο επαρκούς βιοτικού επιπέδου είναι αρκετά χαμηλότερα του εθνικού μέσου όρου. Επιπρόσθετα, σε σύγκριση με τον υπόλοιπο πληθυσμό, ακόμα και όταν οι συνταξιούχοι βρίσκονται κάτω από το όριο επαρκούς διαβίωσης, συνήθως δεν απέχουν πολύ από αυτό. Συγκριτικά με τα περισσότερα από τα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, η σχετική θέση των Ελλήνων συνταξιούχων σε σύγκριση με τον εθνικό μέσο όρο δείχνει να είναι περισσότερο ευνοϊκή.
Η μελέτη βασίζεται σε συγκριτική ανάλυση μεταξύ τριών διαφορετικών ετών: (α) του 2016 πριν από την εφαρμογή του ν. 4387/2016, (β) του 2019 το οποίο συμπεριλαμβάνει την εφαρμογή του ν. 4387/2016, τον επανυπολογισμό των συντάξεων και την απόδοση της θετικής προσωπικής διαφοράς το 2019, καθώς και ότι άλλες αλλαγές έχουν προκύψει σε άμεση φορολογία, ασφαλιστικές εισφορές και επιδόματα μεταξύ 2016-2019, και τέλος (γ) του 2020 όπως θα διαμορφωθεί μετά τη νέα πρόταση για αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος από το Υπουργείο Εργασίας.
Η επάρκεια των συντάξεων αναφέρεται στο βαθμό στον οποίο τα εθνικά συνταξιοδοτικά συστήματα στην ΕΕ προστατεύουν από τη φτώχεια τους ηλικιωμένους και εξασφαλίζουν τη διατήρηση του εισοδήματος για αυξημένες πλέον περιόδους συνταξιοδότησης, λόγω της αύξησης του προσδόκιμου επιβίωσης.
Σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις και ασχέτως της χρονιάς ή του ορίου που επιλέγεται, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι ομάδες των συνταξιούχων και των μελών νοικοκυριών με συνταξιούχους έχουν (πολύ) χαμηλότερες πιθανότητες να βρεθούν κάτω από το όριο επαρκούς διαβίωσης. Για παράδειγμα, το 2020, το 0,64% (0,87%) των συνταξιούχων (μελών νοικοκυριών με συνταξιούχο) βρισκόταν κάτω από το επίπεδο του (εξαιρετικά χαμηλού) ορίου του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για μη συνταξιούχους (μέλη νοικοκυριών χωρίς συνταξιούχους ήταν 2,62% (3,03%).
Τα εισοδήματα των ομάδων ενδιαφέροντος μειώνονται λόγω της περικοπής της λεγόμενης «13ης σύνταξης» και, σε μικρότερο βαθμό, από την πλήρη κατάργηση του ΕΚΑΣ, αλλά αυξάνονται λόγω επανυπολογισμού των συντάξεων (ιδίως για τους «νέους» συνταξιούχους και τα υψηλότερα κλιμάκια των «παλαιών» συνταξιούχων), αλλά και της άρση της περικοπής των επικουρικών συντάξεων και της μείωσης των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος και περιουσίας.
Σύμφωνα με την μελέτη, ως προς τον ασφαλιστικό φορέα του συνταξιούχου, από τα τέσσερα μεγάλα (πρώην) ταμεία (ΙΚΑ, Δημόσιο, ΟΓΑ και ΟΑΕΕ), μόνο η ομάδα των συνταξιούχων του ΟΓΑ έχει εισόδημα χαμηλότερο του εθνικού μέσου όρου. Επισημαίνεται βέβαια ότι αυτή η ομάδα συνταξιούχων είναι πολύ πιθανό να έχει σχετικά υψηλά τεκμαρτά εισοδήματα (κατανάλωση ιδίας παραγωγής και τεκμαρτά ενοίκια). Παρ’ όλα αυτά τόσο στο 2016 όσο και στο 2019 το ποσοστό των συνταξιούχων του ΟΓΑ έχει χαμηλότερη πιθανότητα από τον εθνικό μέσο όρο να βρεθεί κάτω από το όριο επαρκούς διαβίωσης.
Η εικόνα αυτή αντιστρέφεται το 2020, όταν η σχετική θέση της ομάδα επιδεινώνεται και το ποσοστό των μελών της που βρίσκεται κάτω από το όριο επαρκούς επιβίωσης είναι υψηλότερο του εθνικού μέσου όρου. Πάντως, και σε αυτή την περίπτωση, η πλειονότητα των μελών της ομάδας δεν απέχει πολύ από το όριο αυτό. Στον αντίποδα, όλες οι άλλες ομάδες συνταξιούχων έχουν μέσο εισόδημα υψηλότερο του εθνικού μέσου όρου – ιδίως οι συνταξιούχοι του Δημοσίου – παρότι τα σχετικά ποσοστά μειώνονται ελαφρά μεταξύ 2016 και 2020, ενώ η πιθανότητα να βρεθούν κάτω από το όριο επαρκούς διαβίωσης είναι πολύ χαμηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο.
Όσον αφορά τα ποσοστά αναπλήρωσης, στη μελέτη επισημαίνεται ότι η διατήρηση του εισοδήματος (income maintenance) περιγράφει την ικανότητα των συνταξιοδοτικών συστημάτων να βοηθούν τους ανθρώπους να διατηρούν το βιοτικό τους επίπεδο μετά τη συνταξιοδότησή τους και συνήθως μετράται συγκρίνοντας τα εισοδήματα από τη σύνταξη με το εισόδημα από την εργασία. Η τρέχουσα ικανότητα διατήρησης του εισοδήματος των συνταξιοδοτικών συστημάτων μπορεί να μετρηθεί κατά κάποιον τρόπο με το Συνολικό Ποσοστό Αναπλήρωσης Συντάξεων (Aggregate Replacement Ratio for Pensions).
Ο λόγος ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των κρατών-μελών. Ο μέσος όρος της ΕΕ βρίσκεται περίπου στο 0,58. Η Ελλάδα κατέχει την πέμπτη υψηλότερη θέση με 0,64. Στις υψηλότερες θέσεις βρίσκονται το Λουξεμβούργο με μεγάλη απόσταση από τις υπόλοιπες χώρες, η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Γαλλία. Σημειώνεται ότι τα ποσοστά αναπλήρωσης της Ελλάδας είναι υψηλότερα από αυτά του μέσου όρου της ΕΕ τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες.
Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Στουρνάρας: Η οικονομία δεν πάει άσχημα – Λείπουν 200.000 χέρια στην αγορά εργασίας
- Ρόμπερτ Φίτσο: Η Μόσχα επιβεβαιώνει την προθυμία της να συνεχίσει να προμηθεύει τη Δύση με φυσικό αέριο
- Κολωνός: Εμπρηστική επίθεση με γκαζάκια σε φορτηγό (βίντεο)
- Τουρκία: Συλλήψεις για τις διαδηλώσεις υπέρ των δυο κούρδων δημοσιογράφων που σκοτώθηκαν στη Συρία