Στις συμπληγάδες της ουκρανικής κρίσης και του πληθωρισμού βρίσκεται το φετινό ετήσιο δανειακό πρόγραμμα του Δημοσίου και η εκτέλεση του προϋπολογισμού, με το εξωτερικό περιβάλλον να περιπλέκει την εικόνα σε μια κρίσιμη χρονιά για την Ελλάδα, η οποία βρίσκεται στην τελική ευθεία για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.

Η προοπτική σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής προκάλεσε αναταράξεις στις αγορές ομολόγων, εκτινάσσοντας το κόστος δανεισμού. Ανεβάζοντας όμως και τους παλμούς στο οικονομικό επιτελείο που θα παλεύει τους επόμενους μήνες με το… timing και τη δύσκολη ισορροπία μεταξύ παροχών και δημοσιονομικής αξιοπιστίας (προς τις αγορές) υπό το πολύ στενό βλέμμα των ξένων οίκων.

1

Με το ελληνικό δεκαετές ομόλογο να διαπραγματεύεται πέριξ του 2,46% το μεσημέρι της Τετάρτης, ενώ χθες ενδοσυνεδριακά κινείτο στη ζώνη του 2,50%, υψηλό από τον Απρίλιο του 2020, οι αποφάσεις για τις εκδοτικές κινήσεις στο πρώτο τρίμηνο δεν είναι… business as usual

Το «μήνυμα» της ΕΚΤ

Φυσικά, όπως σχολιάζουν πηγές, το Δημόσιο έχει την άνεση να περιμένει, δεν αντιμετωπίζει πιεστικές χρηματοδοτικές ανάγκες και διαθέτει υψηλά ταμειακά αποθέματα, αλλά δεν μπορεί να απουσιάζει από τις αγορές εσαεί. Άλλωστε η τακτική πραγματοποίηση εκδόσεων είναι από μόνη της, τουλάχιστον για τις αγορές, ένδειξη επιστροφής στην οικονομική κανονικότητα. Υπό αυτό το πρίσμα και με το «παιχνίδι των ελεφάντων» να μαίνεται γύρω από την προοπτική σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής, η συνεδρίαση του ΔΣ της ΕΚΤ τον Μάρτιο είναι ιδιαίτερης βαρύτητας. Γενικώς αλλά και ειδικώς για το ελληνικό χρέος.

Όπως εκτιμούν αναλυτές, οι αγορές μπορεί να υπεραντέδρασαν στα όσα είπε η Φρανκφρούρτη την προηγούμενη Πέμπτη. Η κατάσταση όμως που διαμορφώθηκε στέλνει ένα μήνυμα πως το πλαίσιο, ειδικά για χώρες όπως η Ελλάδα που δεν έχουν επενδυτική βαθμίδα, πρέπει να είναι πιο ξεκάθαρο και λεπτομερές, ως προς τη στήριξη των ελληνικών τίτλων μετά τη λήξη των έκτακτων μέτρων.

Αναταραχή με βραχυπρόθεσμα χαρακτηριστικά

Πηγές κοντά στους Θεσμούς, μιλώντας στο mononews.gr, μεταφέρουν πάντως ένα μήνυμα ψυχραιμίας ως προς τις τρέχουσες εξελίξεις στην ελληνική αγορά χρέους, καθώς με τα σημερινά δεδομένα μιλούμε για μια αναταραχή με βραχυπρόθεσμα χαρακτηριστικά που δεν επηρεάζει τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Ενός μεγέθους που κινείται μεν σε δυσθεώρητα ύψη, χαρακτηρίζεται δε από ισχυρά ποιοτικά χαρακτηριστικά, όπως το ότι στο μεγαλύτερο μέρος είναι κλειδωμένο σε σταθερό επιτόκιο, οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες είναι δεδομένες και χαμηλές τηρουμένων των αναλογιών, με τη χώρα να αναπτύσσεται πέρσι με υψηλούς ρυθμούς και να αναμένεται επίσης να αναπτυχθεί φέτος. Με ρυθμό που θα είναι υψηλότερος των έως τώρα προβλέψεων όπως εκτιμούν, με τα σημερινά δεδομένα, κυβερνητικές πηγές.

Παράλληλα η χώρα είναι δεσμευμένη στην επιστροφή σε λογικά πρωτογενή πλεονάσματα, κάτι που δεν αμφισβητείται σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής, με παράγοντες της αγοράς να σχολιάζουν φυσικά πως όσο πιο γρήγορα επιτευχθεί αυτό τόσο πιο πολύ θα ισχυροποιηθεί η θέση της χώρας.

Η αύξηση στο κόστος δανεισμού, όμως, είναι αναμφίβολα ζήτημα και για το Δημόσιο και για τις μεγάλες επιχειρήσεις οι οποίες θέλουν να αντλήσουν πολύτιμα κεφάλαια από τις αγορές.

Σε δηλώσεις του στην ΕΡΤ, ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, δήλωνε την Τετάρτη πως έχει αυξηθεί το κόστος δανεισμού από τις αγορές για όλες τις χώρες της Ευρώπης. Και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί στη δημοσιονομική πολιτική μας, στέλνοντας μήνυμα εντός και εκτός συνόρων.

Όπως σχολιάζει κυβερνητική πηγή, το «πακέτο» δημοσιονομική σταθερότητα, επιτάχυνση μεταρρυθμίσεων, αξιόπιστη μείωση του χρέους με την παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων και υψηλής ανάπτυξης και η επιβεβαίωση της υποχώρησης των δεικτών NPEs σε μονοψήφιο ποσοστό φέτος, είναι μονόδρομος, εάν εθνικός στόχος είναι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας το 2023, προκειμένου τα ελληνικά χαρτιά να «αλλάξουν πίστα» εξασφαλίζοντας φθηνότερη, ποιοτικά και ποσοτικά καλύτερη ρευστότητα για την οικονομία. Θα σημάνει όμως και την πιστοποίηση, από μέρους των αγορών, πως η Ελλάδα μετά από «περιπέτειες» σχεδόν 12 χρόνων δεν είναι πλέον μια ειδική περίπτωση αλλά μια κανονική οικονομία που τακτοποιεί τα του οίκου της χωρίς την ανάγκη αυξημένης εποπτείας και Μνημονίων.

Εν τω μεταξύ στις 15 Φεβρουαρίου αναμένονται νεότερα στοιχεία για την πορεία του πληθωρισμού στην Ελλάδα, στις 23 Φεβρουαρίου αναμένεται η δημοσιοποίηση της έκθεσης των θεσμών στο πλαίσιο της τελευταίας μεταμνημονιακής αξιολόγησης η οποία αναμένεται να συζητηθεί στο Eurogroup της 14ης Μαρτίου. Στις 4 Μαρτίου η Ελληνική Στατιστική Αρχή αναμένεται να δημοσιοποιήσει στοιχεία για τον «απολογισμό» της ανάπτυξης το 2021 πιστοποιώντας μια ισχυρή ανάκαμψη ενώ στις 10 Μαρτίου επίκειται η κρίσιμη, από όλες τις απόψεις, συνεδρίαση του ΔΣ της ΕΚΤ.

Το στοίχημα της αναβάθμισης

Με ενδιαφέρον τον επόμενο μήνα αναμένονται επίσης οι τοποθετήσεις της Moody’s και της DBRS στις 18 Μαρτίου, τις οποίες θα ακολουθήσει η S&P στις 22 Απριλίου, δίνοντας ένα σημαντικό στίγμα των προθέσεων των οίκων.

Η Fitch προ ημερών αναβάθμισε μόνο την προοπτική αξιολόγησης (outlook) τηρώντας στάση αναμονής για κάτι επιπλέον και κάποιους αναλυτές να ποντάρουν πως θα είναι ο οίκος που ίσως σπάσει πρώτος το νήμα της επενδυτικής βαθμίδας για τη χώρα.