Βαρύ πλήγμα έχει δεχθεί την τελευταία δεκαετία η λεγόμενη μεσαία τάξη, η οποία σε ένα βαθμό τείνει να εξαλειφθεί, λόγω των αλλεπάλληλων κρίσεων που βιώνει η χώρα, οικονομική και υγειονομική. Στόχος της κυβέρνησης φαίνεται πως είναι η αναβίωσή της, καθώς αφορά το… μισό ελληνικό πληθυσμό.

Πρόκειται άλλωστε, για την κοινωνικά οικονομική ομάδα η οποία θα μπορεί να συνεισφέρει στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, που αποτελεί και «κλειδί» για την επιστροφή σε ισχυρούς αναπτυξιακούς ρυθμούς τα επόμενα χρόνια.

Δεν είναι τυχαία, η επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στο προχθεσινό Υπουργικό Συμβούλιο να επαναφέρει στο προσκήνιο τη φράση «μεσαία τάξη», η οποία είχε αποτελέσει ισχυρό πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης στις εκλογές του 2019. Άλλωστε, ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ είχε παραδεχθεί πως για την ήττα του οφείλεται η υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης από το 2015, διαλύοντας πρακτικά τον κοινωνικό ιστό μιας ομάδας που έχει χαρακτηριστεί ως η «ραχοκοκκαλιά» της ελληνικής οικονομίας.

Με αυτό το σκεπτικό, στο Μέγαρο Μαξίμου και το Υπουργείο Οικονομικών φαίνεται να… τρέχουν να προλάβουν τυχόν αρνητικές συνέπειες μετά το τέλος της πανδημίας, καθώς οι πολίτες έχουν χάσει και πάλι ένα σημαντικό κομμάτι των εσόδων τους, αυτή τη φορά λόγω της πανδημίας και όχι των μνημονίων.

Η μεσαία τάξη με αριθμούς

Για πολλούς οικονομολόγους, το ερώτημα του «ενός εκατομμυρίου» είναι ποια είναι τελικά η μεσαία τάξη σε αριθμούς. Στη συλλογική συνείδηση των Ελλήνων, στη μεσαία τάξη ανήκουν τα ευκατάστατα νοικοκυριά, όσοι δηλαδή έχουν σχετικά σταθερή απασχόληση, σχετικά αξιοπρεπείς αμοιβές, τουλάχιστον ένα αυτοκίνητο στην οικογένεια, σπίτι, αλλά και εξοχικό, τα περισσότερα εκ των οποίων αποκτήθηκαν τις εποχές των «παχέων αγελάδων».

Με διεθνείς ορισμούς, η μεσαία εισοδηματική τάξη ορίζεται ως το μερίδιο των νοικοκυριών με διαθέσιμο εισόδημα μεταξύ του 75% και του 200% του διάμεσου εισοδήματος όλων των νοικοκυριών.

Ωστόσο, φαίνεται πως οι περισσότεροι καταλήγουν στην εισοδηματική κλίματα από 14.000 ευρώ έως 39.000 ευρώ ετησίως. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν σχεδόν 1 στα 2 νοικοκυριά, που την προηγούμενη δεκαετία το ποσοστό αυτό έφθινε χρόνο με το χρόνο.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, από τις εκκαθαρίσεις των φορολογικών δηλώσεων των Ελλήνων, για τα εισοδήματα του 2011 στη μεσαία τάξη άνηκαν 1,89 εκατ. φορολογούμενοι, οι οποίοι δήλωσαν εισοδήματα 42,5 δις ευρώ και πλήρωσαν φόρους 4,2 δις ευρώ, όταν το σύνολο των Ελλήνων κατέβαλε φόρους 10,3 δις ευρώ.

Μια από τις πλέον δύσκολες χρονιές ήταν το 2015, καθώς στην «ραχοκοκκαλιά» της οικονομίας βρέθηκαν σχεδόν 300.000 πολίτες λιγότεροι από το 2011, οι οποίο δήλωσαν εισοδήματα 36 δις, δηλαδή χάθηκαν 8,5 δις ευρώ. Η υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης, ακόμα και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων με την επιβολή προκαταβολής φόρου από το 50% στο 100%, αύξηση των ποσοστών της εισφοράς αλληλεγγύης, των συντελεστών του φόρου εισοδήματος, των ασφαλιστικών εισφορών κ.τ.λ. οδήγησε σε επιπλέον συρρίκνωση αυτής της ομάδας, με αποτέλεσμα στην ώρα της «κρίσης», να γυρίσει την πλάτη στην τότε κυβέρνηση.

Μάλιστα, ο τότε Υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος είχε παραδεχθεί δημόσια πως «ζορίσαμε τη μεσαία τάξη». Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, πως στο «στόχαστρο» βρέθηκαν όλα αυτά τα χρόνια οι μικρές επιχειρήσεις. Το 2010 η μέση φορολογική επιβάρυνση ήταν 47,2% (για φόρο εισοδήματος, προκαταβολή φόρου, μερίσματα), ένα ποσοστό που το 2014 είχε φτάσει στο 33,4% και το 2015 εκτοξεύτηκε στο 43,5%. Αυτό σημαίνει πως μια μικρομεσαία επιχείρηση είχε συνεταίρο το κράτος σχεδόν στα μισά (ακαθάριστα) έσοδά της.

Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο Χρήστος Σταϊκούρας έχει βάλει στο τραπέζι το «πακέτο» των φοροελαφρύνσεων, με προοπτική μόνιμων μειώσεων στους φόρους, αλλά και κατάργηση ορισμένων έκτακτων μέτρων που εφαρμόστηκαν μέσα στην πανδημία, όπως η εισφορά αλληλεγγύης και το τέλος επιτηδεύματος.

Πέραν από το Ταμείο Ανάκαμψης, στους πόρους του οποίου η κυβέρνηση έχει «ποντάρει» όλο το στοίχημα για την ανάταση της ελληνικής οικονομίας, εκτιμάται ότι «κλειδί» αποτελούν κρίσιμοι παράγοντες που απορρέουν από τη μεσαία τάξη, όπως είναι η αύξηση της κατανάλωσης, η ενίσχυση των καταθέσεων στις τράπεζες που θα τις επιτρέψουν να ξεκινήσουν εκ νέου τη χορήγηση νέων δανείων, έως τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Με βάση όλα τα παραπάνω, το στοίχημα δεν είναι μόνο οικονομικό, για την αναβίωση της μεσαίας τάξης, που θα μπορεί να υποστηρίξει μια στέρεη επιστροφή της χώρας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά και πολιτικό, καθώς οι πολίτες πέραν από την κόπωση των lockdown καλούνται να αντιμετωπίσουν και την ψυχολογική φθορά της μείωσης των εισοδημάτων και των μαζικών φόρων που θα πρέπει να πληρώσουν μετά τον Ιούλιο.

Στον αντίποδα βέβαια, η αξιωματική αντιπολίτευση εκτιμά πως η επαναφορά της μεσαίας τάξης στο τραπέζι του πολιτικού διαλόγου θέλει να… καλύψει το επερχόμενο νομοσχέδιο του Υπουργείου Εργασίας, που φέρνει τα «πάνω – κάτω» στις εργασιακές σχέσεις και «χτυπά» και τη μεσαία τάξη…

Διαβάστε επίσης:

Μητσοτάκης: Μοναδική ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί το σχέδιο για το Ταμείο Ανάκαμψης

Κυρ. Μητσοτάκης: Το σχέδιο της κυβέρνησης για τη μεσαία τάξη

Φοίβος Καρζής: «Το μεσαίο κενό» ή η εξάτμιση της μεσαίας τάξης