Στην πρότασή της για αγορά πενταετών ελληνικών ομολόγων επιμένει η HSBC με νέα της έκθεση, ενώ παράλληλα αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο για ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE).

Τα πρόσφατα σχόλια του Μάριο Ντράγκι για το ελληνικό χρέος δίνουν μια ελπίδα για την πιθανή ένταξη της Ελλάδας στο QE, κάτι που ο οίκος απέφυγε να αναφέρει στην προηγούμενη έκθεσή του, καθώς τότε δεν έδειχνε πιθανό.

Αυτό είναι σημαντικό για τρεις λόγους:

  • επειδή θα τονωθεί η επενδυτική εμπιστοσύνη από μια δήλωση της ΕΚΤ για τη βιωσιμότητα χρέους,
  • για τις αγορές που θα γίνουν έως το τέλος του χρόνου στο πλαίσιο του QE
  • και, κυρίως, για την πιθανότητα επανεπενδυτικών ροών στα ελληνικά ομόλογα στο μέλλον.

Χωρίς πρόγραμμα τα ελληνικά ομόλογα δεν είναι επιλέξιμα για το QE καθώς απέχουν πολύ από τις επενδυτικές κατηγορίες (investment grade). Ωστόσο η χώρα έχει αντιμετωπιστεί ως ειδική περίπτωση: η απαίτηση για ανάλυση βιωσιμότητας χρέους δεν είχε αναφερθεί στην αρχική απόφαση της ΕΚΤ. Αυτό δημιουργεί κάποια αβεβαιότητα για τους ακριβείς όρους που θα πρέπει να εκπληρωθούν ώστε να αγοράσει η ΕΚΤ ελληνικά ομόλογα.

Σχολιάζοντας τις δηλώσεις του Μάριο Ντράγκι, η HSBC στέκεται στο ότι: 

α) δεν είπε ότι η Ελλάδα δεν είναι επιλέξιμη μετά το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο και

β) έθεσε το θέμα της ανάλυσης βιωσιμότητας χρέους που είναι ουσιαστικό μόνο αν εξετάζει ακόμα το θέμα της αγοράς ελληνικών τίτλων.

Σύμφωνα με την HSBC ο Ντράγκι υπονοεί ότι θα μπορούσε η ΕΚΤ να επεκτείνει το waiver αν η χώρα περάσει στο τεστ βιωσιμότητας χρέους. Αυτό δεν συνέβη με την Κύπρο που το waiver άρθηκε μετά την έξοδο από το πρόγραμμα.

Σε κάθε περίπτωση αγορές ομολόγων πριν τον Αύγουστο θα είναι κατά κύριο λόγο συμβολικές, αλλά η πιθανότητα αγορών μετά περισσότερο σημαντική. Σύμφωνα με την ανάλυση μια πιο ουσιαστική τόνωση για τους ελληνικούς τίτλους θα είναι η πιθανότητα ρολαρίσματος των υπερεθνικών τοποθετήσεων της ΕΚΤ σε ελληνικά ομόλογα καθώς οι πρώτες θα ωριμάζουν.

Η HSBC εκτιμά ότι οι λήξεις υπερεθνικών τοποθετήσεων της ΕΚΤ ανέρχονται σε περίπου 4 δισ. ευρώ το χρόνο μεταξύ 2018-19, με περιθώριο για αγορές τουλάχιστον 2,9 δισ. ευρώ που θα αυξάνεται καθώς εκδίδεται νέο χρέος.