Βραχυχρόνια διαχειρίσιμες κρίνει τις επιπτώσεις της πανδημίας το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, σημειώνει ωστόσο ότι το δεύτερο κύμα της πανδημίας εντείνει την αβεβαιότητα και τους μεσοπρόθεσμους κίνδυνους για την οικονομία.

Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, αναφέρεται στη σχετική έκθεση για το τρίτο τρίμηνο του έτους, οι θετικές προοπτικές για την οικονομία προέρχονται πρώτον, από τα ενθαρρυντικά νέα για την ανάπτυξη εμβολίου κατά του COVID-19 και δεύτερον, από τα διαθέσιμα κονδύλια του ταμείου ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU) που, εφόσον ξεπεραστεί η εμπλοκή από τις αντιρρήσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, αναμένεται ότι θα κατευθυνθούν, κατά κύριο λόγο σε νέες επενδύσεις οδηγώντας σε μια σημαντική άνοδο του πραγματικού ΑΕΠ για την περίοδο 2021-26.

Ιδιαίτερη αναφορά κάνει το Γραφείο στην τελική έκθεση του «Σχεδίου ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία» (Έκθεση Πισσαρίδη) που δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα και στην οποία βασίστηκαν οι στρατηγικές κατευθύνσεις για το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Όπως αναφέρεται, οι περισσότερες προτάσεις που περιλαμβάνει το Σχέδιο Πισσαρίδη, έχουν σημαντικό οικονομικό και πολιτικό κόστος και η υλοποίησή τους προϋποθέτει έναν σημαντικό βαθμό πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης.

Συνεπώς, η έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην υλοποίηση των προτάσεων που οδηγούν στην αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου, στη βελτίωση των όρων συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας, στην πράσινη ανάκαμψη και στην ψηφιακή μετάβαση της ελληνικής οικονομίας.

Τα πεδία αυτά, συγκεντρώνουν τις περισσότερες πιθανότητες συναίνεσης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων και αποτελούν σπάνια ευκαιρία να συμφωνηθεί μια κοινά αποδεκτή μακροπρόθεσμη στρατηγική, καταλήγει η σχετική αναφορά στη έκθεση του Γραφείου.

Η σύνοψη των συμπερασμάτων της έκθεσης έχει αναλυτικά ως εξής:

Οι μακροοικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα εξακολουθούν να καθορίζονται από τις επιπτώσεις της πανδημίας. Η κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας το τρίτο τρίμηνο διαμορφώθηκε στο -11,7% (σε ετήσια βάση) και αποτελεί τη χειρότερη επίδοση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο πληθωρισμός παραμένει σε αρνητικό έδαφος (-2,0% τον Οκτώβριο) και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών έφτασε τα 8,6 δις ευρώ το εννεάμηνο (από 90 εκατ. ευρώ πέρυσι).

Η εικόνα της αγοράς εργασίας είναι επίσης ανησυχητική, παρότι λιγότερο δραματική. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αυγούστου, η απασχόληση έχει μειωθεί κατά 2,5% σε ετήσια βάση, όμως η ανεργία παραμένει σχεδόν αμετάβλητη στο 16,8%, αφενός λόγω της μείωσης του εργατικού δυναμικού κατά 2,8% και αφετέρου λόγω των ειδικών μέτρων διατήρησης των θέσεων εργασίας.

Επιδείνωση σε σχέση τόσο με πέρυσι όσο και με τον προηγούμενο μήνα παρουσιάζουν τον Νοέμβριο σημαντικοί βραχυχρόνιοι δείκτες όπως ο Δείκτης Οικονομικού κλίματος (ESI) και ο Δείκτης Υπεύθυνων Προμηθειών (PMI). Η δημοσιονομική εικόνα είναι εξίσου προβληματική καθώς την περίοδο Ιανουαρίου Σεπτεμβρίου καταγράφεται πρωτογενές έλλειμμα κοντά στα 7 δισ. ευρώ που αντιστοιχεί σε επιδείνωση κατά 10,8 δις σε σχέση με πέρυσι. Αυτό ωστόσο δεν δείχνει να επηρεάζει τις αποδόσεις των τίτλων του ελληνικού δημοσίου που παραμένουν ιδιαίτερα χαμηλές, καθώς συνεχίζουν να στηρίζονται από την εξαιρετικά διευκολυντική νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Θετική εξέλιξη ήταν η πρόσφατη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τον οίκο αξιολόγησης Moody’s. Η έξαρση της πανδημίας και τα νέα περιοριστικά μέτρα (lockdown) που τέθηκαν σε ισχύ από τις αρχές Νοεμβρίου προκειμένου να προστατευθεί η δημόσια υγεία έχουν επιδεινώσει περαιτέρω τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές συνθήκες.

Σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού για το 2021, οι προβλέψεις για την έκταση της ύφεσης έχουν αναθεωρηθεί προς το χειρότερο ενώ το ετήσιο δημοσιονομικό αποτέλεσμα θα επιβαρυνθεί ακόμα περισσότερο εξαιτίας των πρόσθετων μέτρων στήριξης επιχειρήσεων και νοικοκυριών.

To Γραφείο Προϋπολογισμού επισήμανε τα σημαντικά μακροοικονομικά και δημοσιονομικά ρίσκα με κυριότερο τις υποθέσεις επαναφοράς των δημόσιων εσόδων το 2021. Σε κάθε περίπτωση, οι αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας παραμένουν βραχυχρόνια διαχειρίσιμες, λόγω των ειδικών συνθηκών που επέβαλαν τη χαλάρωση των δημοσιονομικών περιορισμών του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και τη διευκολυντική νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Παρόλα αυτά, το δεύτερο κύμα της πανδημίας εντείνει την αβεβαιότητα και τους μεσοπρόθεσμους κίνδυνους για την οικονομία. Η διάρκεια όσο και η έκταση των επιπτώσεων αυτού του δεύτερου κύματος είναι άγνωστες, γνωρίζουμε όμως πως όσο διευρύνονται οι οικονομικές και δημοσιονομικές απώλειες της πανδημίας, τόσο παρατείνεται ο χρόνος που θα χρειαστεί μέχρι την επαναφορά στην προ κορωνοϊού κατάσταση.

H Ελλάδα έχει έναν πολύ υψηλό λόγο δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, ο οποίος θα αυξηθεί περαιτέρω λόγω των δημοσιονομικών επιπτώσεων της πανδημίας (βλ. Έκθεση Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ΔΝΤ). Για τον λόγο αυτό, παρότι το δημόσιο χρέος χαρακτηρίζεται από ευνοϊκό χρονοδιάγραμμα αποπληρωμών και χαμηλό κόστος δανεισμού, θα πρέπει να διασφαλιστεί η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας όταν ολοκληρωθεί η ανάκαμψη της οικονομίας προκειμένου να μην χαθεί η εμπιστοσύνη των αγορών στις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας.

Επιπρόσθετα, καθίσταται αναγκαία η εκπόνηση μιας στρατηγικής διαχείρισης της πανδημίας που δεν θα περιορίζεται μόνο στις αναγκαίες μεταβιβάσεις και φοροαπαλλαγές αλλά θα στοχεύει στην ενίσχυση της δημόσιας υγείας, της εκπαίδευσης και των μέσων μαζικής μεταφοράς, τόσο σε ανθρώπινο επιστημονικό προσωπικό όσο και σε υποδομές, προκειμένου βραχυπρόθεσμα να περιοριστεί η μετάδοση της πανδημίας με την ελάχιστη δυνατή διαταραχή στις καθημερινές δραστηριότητες και μετακινήσεις των πολιτών – και κατά συνέπεια στις οικονομικές επιπτώσεις – και μεσοπρόθεσμα να αναβαθμιστεί το επίπεδο των δημόσιων υπηρεσιών και υποδομών που αποτελούν προϋποθέσεις για τον δυνητικό ρυθμό μεγέθυνσης.

Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, οι θετικές προοπτικές για την οικονομία προέρχονται πρώτον, από τα ενθαρρυντικά νέα για την ανάπτυξη εμβολίου κατά του COVID-19 και δεύτερον, από τα διαθέσιμα κονδύλια του ταμείου ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU) που, εφόσον ξεπεραστεί η εμπλοκή από τις αντιρρήσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, αναμένεται ότι θα κατευθυνθούν, κατά κύριο λόγο σε νέες επενδύσεις οδηγώντας σε μια σημαντική άνοδο του πραγματικού ΑΕΠ για την περίοδο 2021-26.

Σε αυτό το πλαίσιο αξίζει να αναφερθεί και η τελική έκθεση του «Σχεδίου ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία» (Έκθεση Πισσαρίδη) που δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα και στην οποία βασίστηκαν οι στρατηγικές κατευθύνσεις για το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Όπως αναφέραμε και στην έκθεση του Β τριμήνου, οι περισσότερες προτάσεις που περιλαμβάνει έχουν σημαντικό οικονομικό και πολιτικό κόστος και η υλοποίησή τους προϋποθέτει έναν σημαντικό βαθμό πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης. Συνεπώς, η έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην υλοποίηση των προτάσεων που οδηγούν στην αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου, στη βελτίωση των όρων συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας, στην πράσινη ανάκαμψη και στην ψηφιακή μετάβαση της ελληνικής οικονομίας.

Τα πεδία αυτά συγκεντρώνουν τις περισσότερες πιθανότητες συναίνεσης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων και αποτελούν σπάνια ευκαιρία να συμφωνηθεί μια κοινά αποδεκτή μακροπρόθεσμη στρατηγική”. Σε ό,τι αφορά τις εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης στην έκθεση διαπιστώνεται μείωσή τους τον Σεπτέμβριο συγκριτικά με τον Ιούνιο.

Ειδικότερα η έκθεση αναφέρει ότι: “Στο τέλος Σεπτεμβρίου 2020 ο ΕΦΚΑ κατέβαλε 2.705.684 συντάξεις σε 2.451.472 συνταξιούχους, αριθμός ελαφρά μειωμένος σε σχέση με το τέλος του 2ου τριμήνου 2020 που καταβλήθηκαν 2.711.261 συντάξεις (σε 2.469.535 συνταξιούχους), αλλά και σε σχέση με τον Σεπτέμβριο 2019 (που καταβλήθηκαν 2.729.009 συντάξεις σε 2.500.684 συνταξιούχους).

Σύμφωνα με τα στοιχεία που έθεσε στη διάθεσή μας ο ΕΦΚΑ, ο συνολικός αριθμός των εκκρεμών αιτήσεων συνταξιοδότησης μειώθηκε από 164.680 στο τέλος Ιουνίου 2020 (και εκτιμώμενη δαπάνη περίπου 640 εκατ. ευρώ) σε 163.224 (και εκτιμώμενη δαπάνη περίπου 620 εκατ. ευρώ).

Οι ληξιπρόθεσμες (εκκρεμείς πάνω από 90 ημέρες) αιτήσεις συνταξιοδότησης μειώθηκαν από 138.323 στο τέλος Ιουνίου 2020 (εκτιμώμενη δαπάνη περίπου 633 εκατ. ευρώ) σε 133.354 στο τέλος Σεπτεμβρίου 2020 (εκτιμώμενη δαπάνη περίπου 608 εκατ. ευρώ).