Η εντολή «φροντίστε το χρέος σας να μην παράγει χρέος», κοινώς εξασφαλίστε πρωτογενή πλεονάσματα διαρκείας και υψηλή ανάπτυξη ήλθε από το Eurogroup του Σόιμπλε στην Ελλάδα στο peak της ελληνικής κρίσης και θα καθορίζει την οικονομική πολιτική της χώρας για πολλά χρόνια. Δεν θα μπορούσε να είναι και διαφορετικά εξαιτίας του ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην ευρωζώνη που χρεωκόπησε και κούρεψε ιδιώτες επενδυτές αλλά και του ότι το ελληνικό χρέος παραμένει δυσθεώρητο, ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Την ίδια όμως στιγμή, παρά το ύψος του, το ελληνικό χρέος δεν τρομάζει πια τους επενδυτές. Η εικόνα αυτή αποτυπώνεται στη σταδιακή ανάκτηση της εμπιστοσύνης του δημοσίου ως εκδότη νέων ομολόγων στις αγορές αλλά και κυρίως στο  ότι το ύψος του χρέους δεν φαίνεται να λειτουργεί αποτρεπτικά στους οίκους προκειμένου η χώρα να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα ει δυνατόν φέτος. Αυτό οφείλεται σε σειρά παραγόντων που σχετίζονται με τη διάρθρωση του χρέους αλλά και με την πολιτική βούληση – και δέσμευση – από την πλευρά των Ευρωπαίων, πως το χρέος της Ελλάδας δεν θα αποτελέσει ξανά πρόβλημα για τους επενδυτές, εφόσον η χώρα τηρεί τις δημοσιονομικές της δεσμεύσεις.

Τα ισχυρά χαρτιά και οι προϋποθέσεις

Τα 7+1 πλεονεκτήματα του ελληνικού χρέους είναι στο επίκεντρο των αναλύσεων ξένων οίκων που παρά τις προειδοποιήσεις για το ύψος του,  σπεύδουν στις εκθέσεις τους να θυμίζουν τα ισχυρά τεχνικά χαρακτηριστικά της διάρθρωσης και του προφίλ εξυπηρέτησης του. Προειδοποιούν όμως για δύο κινδύνους:

  • Η χώρα να μην αξιοποιήσει στο μέγιστο τα «χρήματα από το ελικόπτερο» που έχει εξασφαλίσει μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, μιας πανίσχυρης δεξαμενής που μαζί με άλλους πόρους, κοινοτικούς και εθνικούς, και με τις ιδιωτικές επενδύσεις μπορεί να φθάσει τα 80 δισ. ευρώ τα επόμενα χρόνια.
  • Να «ξεχειλώσει» η δημοσιονομική πολιτική και η χώρα να αποτύχει τη δημιουργία σταθερά υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων την προσεχή δεκαετία.

Τα ισχυρά χαρτιά  όπως αναδεικνύονται και σε μελέτες ξένων οίκων είναι τα εξής: 

  1. Το 75% του ελληνικού χρέους ανήκει στους επίσημους πιστωτές επιτρέποντας την ύπαρξη μακράς ωρίμανσης και χαμηλών επιτοκίων. Από το υπόλοιπο 25% τα μισά σχεδόν είναι χρέος που διακρατά η ΤτΕ και η ΕΚΤ και ένα μικρό μόλις μέρος διαπραγματεύεται στην ελεύθερη αγορά. Αυτό το καθεστώς λειτουργεί ως μια «εγγύηση» προς τους ιδιώτες πως οι εταίροι θα κάνουν το μέγιστο για να μην ξεστρατίσει δημοσιονομικά η Ελλάδα, οδηγώντας στην ανάγκη ενός νέου PSI, μέσω του οποίου χάθηκαν κεφάλαια ιδιωτών επενδυτών.
  2. Σχεδόν το 100% του ελληνικού χρέους είναι σε σταθερό επιτόκιο μετά και την αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ. Όπως ανέφερε πρόσφατα η DBRS το  2023, το μέσο επιτόκιο στο μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο χρέος εκτιμάται στο 1,21%. Η δομή του χρέους εκμηδενίζει τη μεταβλητότητα λόγω του επιτοκιακού κινδύνου σε περιόδους αύξησης του κόστους χρήματος. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως η χώρα δεν διαθέτει άξιο λόγου όγκο ομολόγων που συνδέονται με τον πληθωρισμό (inflation linked)
  3. Η μέση σταθμική διάρκεια ωρίμανσης του ελληνικού χρέους υπερβαίνει κατά πολύ τον αντίστοιχο μέσο όρο στην ευρωζώνη καθώς κινείται στα 20 έτη έναντι 8 ετών στην ευρωζώνη. Το χαρακτηριστικό αυτό βελτιώνει την άμυνα σε περιόδους αύξησης του κόστους αναχρηματοδότησης. Να σημειωθεί πως ο αντίστοιχος δείκτης είναι 11 χρόνια για την Ιρλανδία, 8 για την Ισπανία, 7 για την Κύπρο και την Ιταλία και 6 για την Πορτογαλία.
  4. Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας παρέμειναν το 2022 στο 15% του ΑΕΠ, κοντά στο μέσο όρο της ευρωζώνης (12%) σε σχέση με το 16% της Ισπανίας και το 21,2% της Ιταλίας ενώ εκτιμάται πως θα παραμείνει κάτω του 15% τα επόμενα χρόνια.
  5. Οι δαπάνες εξυπηρέτησης τόκων ως ποσοστό των εσόδων του Δημοσίου έχει σημειώσει μεγάλη πτώση τα τελευταία χρόνια από 10,9% το 2012 σε 6,3% το 2019 και  6,5% το 2020 και 4,8% το 2022. Παρά το ότι η χώρα έχει τον υψηλότερο λόγο χρέους προς ΑΕΠ στην ευρωζώνη και παρά την πανδημία οι δαπάνες παραμένουν κοντά σε εκείνες των εταίρων αλλά και κάτω από το μέσο όρο χωρών που έχουν την ίδια πιστοληπτική αξιολόγηση με την Ελλάδα, ο οποίος προσεγγίζει το 9%.
  6. Η χώρα διαθέτει υψηλά ταμειακά διαθέσιμα, παρά την πανδημία και την ενεργειακή κρίση ενώ παρουσίασε πρωτογενές πλεόνασμα ένα χρόνο νωρίτερα. Τα διαθέσιμα – αυτά που κινούνται πέριξ του 15% του ΑΕΠ (36 – 38 δισ. ευρώ) είναι για τις αγορές μια εγγύηση και ένα μαξιλάρι ρευστότητας για την κάλυψη χρηματοδοτικών αναγκών σε περιόδους πολύ ισχυρών αναταράξεων που ίσως δεν θα επέτρεπαν την πρόσβαση στις αγορές με λογικούς όρους. Θεωρητικά αυτά τα διαθέσιμα καλύπτουν σχεδόν τρία χρόνια μικτών χρηματοδοτικών αναγκών χωρίς να απαιτηθεί σε ένα ακραία ακραίο σενάριο η χώρα να προσφύγει στις αγορές.
  7. Αποπληρώνει σταδιακά χρέη προς τους επίσημους πιστωτές έχοντας εξοφλήσει πλήρως το ΔΝΤ και μέρος των χρεών προς την ευρωζώνη, στέλνοντας μήνυμα φερεγγυότητας προς τις αγορές.
  8. Τελευταίο πλεονέκτημα, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό είναι το ότι η Ελλάδα, το 2018 με τη συμφωνία εξόδου της χώρας από το Μνημόνιο έλαβε τη δέσμευση ότι το 2032, έτος κατά το οποίο λήγει η διάρκεια μιας σειράς θετικών μέτρων για το ελληνικό χρέος, εάν κριθεί πως λόγω εξαιρετικών περιστάσεων και εξωγενών παραγόντων (τύπου μιας διεθνούς ύφεσης εξαιτίας π.χ,. μιας πανδημίας) απαιτούνται νέες παρεμβάσεις από τους εταίρους στο χρέος παρά το ότι η Ελλάδα θα έχει τηρήσει τις δημοσιονομικές της δεσμεύσεις, τότε θα γίνει ότι απαιτείται για να θωρακιστεί εκ νέου η βιωσιμότητα του χρέους.

Το πλαίσιο αυτό διαμορφώνει μια ισχυρή ασπίδα προστασίας γύρω από το ελληνικό χρέος η οποία οικοδομήθηκε με τη συναίνεση και συμμετοχή των Ευρωπαίων  για έναν κυρίαρχο λόγο. Να αισθάνονται οι επενδυτές ασφαλείς με το ελληνικό χρέος χωρίς αρνητικές προεκτάσεις στην ευρωζώνη και να καταφέρει σταδιακά η χώρα να γυρίσει το χρέος της προς τον επίσημο τομέα στην αγορά, με λογικό κόστος.  Η τελευταία πρόβλεψη για το ελληνικό χρέος στο Πρόγραμμα Σταθερότητας, είναι για μείωση 162,6% του ΑΕΠ το 2023, 150,8% το 2024, 142,6% του ΑΕΠ το 2025 και 135,2% του ΑΕΠ το 2026. Η πρόβλεψη στηρίζεται στην εκτίμηση για ανάπτυξη 2,3% φέτος 3% στη διετία 2024 – 2025 και 2,1% για το 2026 αλλά και με την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων 2,1% το 2024, 2,3% το 2025 και 2,5% το 2026.

Διαβάστε επίσης