Το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον αντιμετωπίζει πρωτοφανείς προκλήσεις, με τη ζώνη του ευρώ να έχει πληγή από το 2020 μέχρι σήμερα από πληθωριστικές διαταραχές οι οποίες σε διαφορά με τις προηγούμενες κρίσεις αυτή τη φορά είναι διαδοχικές, ανέφερε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος συμμετείχε στις εργασίες του Οικονομικού Φόρουμ της Λεμεσού.

«Τα αλλεπάλληλα κύματα της πανδημίας οδήγησαν σε σημαντικές δυσλειτουργίες των αλυσίδων προσφοράς, που προκάλεσαν αύξηση των τιμών των πρώτων υλών. Σε μια περίοδο κατά την οποία ανέκαμπτε από την πανδημία, η οικονομία της ζώνης του ευρώ επλήγη από ακόμα μια σημαντική διαταραχή, που προκλήθηκε από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία και τις επακόλουθες κυρώσεις. Οι επιπτώσεις αυτού του πολέμου στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές και στην αγορά ενέργειας επιδείνωσαν τις διαταράξεις των εφοδιαστικών αλυσίδων και επέτειναν την αύξηση των τιμών των καυσίμων, των πρώτων υλών και των τροφίμων», εξήγησε ο κ. Στουρνάρας.

1

«Σε σχέση τόσο με την πανδημία όσο και με τον πόλεμο στην Ουκρανία, έχουμε πληγεί από διαταραχές των τιμών της ενέργειας. Αυτό που κάνει την κατάσταση στη ζώνη του ευρώ πιο δύσκολη από ό,τι στις ΗΠΑ είναι ότι η ζώνη του ευρώ είναι μεγάλος καθαρός εισαγωγέας ενέργειας και, ως εκ τούτου, πλήττεται από την επιδείνωση των όρων εμπορίου», πρόσθεσε.

«Παράλληλα, με τη σταδιακή άρση των περιορισμών που είχαν επιβληθεί για την ανάσχεση των κυμάτων της πανδημίας, απελευθερώθηκε η συμπιεσμένη ζήτηση, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών, και ως εκ τούτου οι ανοδικές πιέσεις στις τιμές διευρύνθηκαν και εντάθηκαν. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η ζώνη του ευρώ είχε επηρεαστεί από εισαγόμενο πληθωρισμό μετά την ιδιαίτερα επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που είχε ασκηθεί στις ΗΠΑ το 2020 και το 2021. Καθώς το 50% σχεδόν των παγκόσμιων εμπορικών συναλλαγών συνομολογείται σε δολάρια ΗΠΑ, σημειώθηκαν δευτερογενείς επιπτώσεις σε άλλες χώρες», επεσήμανε ο διοικητής της ΤτΕ, προσθέτοντας πως οι επιθετικές κινήσεις της Fed να αυξήσει τα επιτόκια της για να συγκρατήσει τον πληθωρισμό, ενίσχυσε περαιτέρω τις παγκόσμιες πληθωριστικές πιέσεις.

«Με λίγα λόγια, η ΕΚΤ έχει βρεθεί αντιμέτωπη με μια Λερναία Ύδρα», ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, εξηγώντας πως τα αίτια της παρούσας κατάστασης είναι σύνθετα, αντανακλώντας τις πολλαπλές πληθωριστικές διαταραχές από την πλευρά της προσφοράς που πλήττουν την οικονομία.

Ο συνδυασμός αυτών των διαταραχών έχει δημιουργήσει σημαντικές προκλήσεις για τις κεντρικές τράπεζες, επεσήμανε ο κ. Στουρνάρας:

Πρώτον, η νομισματική πολιτική έπρεπε να αποτρέψει την παγίωση του πληθωρισμού, διασφαλίζοντας ότι οι επιπτώσεις στις τιμές δεν θα μετακυλιστούν στις πληθωριστικές προσδοκίες και στις αυξήσεις των μισθών.

Δεύτερον, είναι πολύ σημαντικό ότι ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ δεν προήλθε από την πλευρά της ζήτησης όπως στις ΗΠΑ, αλλά από μια σειρά διαταραχών στην πλευρά της προσφοράς, τις οποίες η νομισματική πολιτική δεν είναι κατάλληλη για να αντιμετωπίσει.

Τρίτον, η νομισματική πολιτική έπρεπε να ασκείται κατά τρόπο ώστε να μην ενισχύει τις ισχυρές υφεσιακές επιπτώσεις αυτών των διαταραχών που προέρχονταν από την πλευρά της προσφοράς.

Τέταρτον, έπρεπε να λειτουργήσει σε ένα περιβάλλον που επηρεάζεται καθοριστικά από τις γεωπολιτικές εξελίξεις, οι οποίες έχουν προκαλέσει πρωτοφανή αβεβαιότητα και εξασθένηση του οικονομικού κλίματος.

Πέμπτον, έπρεπε επίσης να αποφευχθεί η πρόκληση χρηματοπιστωτικής αστάθειας: οι χρηματοπιστωτικές αγορές τείνουν να αντιδρούν σφοδρά σε ένα περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας — όπως μας υπενθύμισαν τα πρόσφατα γεγονότα στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Έκτον, η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής έπρεπε να διαφυλαχθεί και να αποτραπούν οποιεσδήποτε εξελίξεις που συνδέονται με κατακερματισμό. Ας μην ξεχνάμε τι προκάλεσε ο κατακερματισμός στις οικονομίες μας πριν από λιγότερο από μια δεκαετία.

Έβδομον, έπρεπε να διατηρηθεί η αξιοπιστία μας. Η νομισματική πολιτική δεν πρέπει ούτε να υπεραντιδρά, ούτε να υποαντιδρά.

«Κατά την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων, η ιστορία παρέχει κάποια, αν και όχι πλήρη, καθοδήγηση», ανέφερε. «Μια κατάσταση παρόμοια με τη σημερινή έζησε η παγκόσμια οικονομία τη δεκαετία του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν επλήγη από μια διαταραχή από την πλευρά της προσφοράς που εκδηλώθηκε με υψηλές τιμές του πετρελαίου. Στην περίοδο αυτή σημειώθηκαν διψήφιοι ρυθμοί πληθωρισμού, χαμηλοί ή αρνητικοί ρυθμοί μεταβολής του προϊόντος και αυξημένη ανεργία. Πιστεύω ότι μια αντιπαραβολή μεταξύ εκείνης της περιόδου και της σημερινής βοηθά να αντιληφθούμε πώς μια κεντρική τράπεζα μπορεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις του υψηλού πληθωρισμού».

Ο κ. Στουρνάρας, πάντως, υποστήριξε πως η αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής ήταν περισσότερο περιορισμένη τη δεκαετία του 1970 σε σύγκριση με σήμερα, καθώς τις τελευταίες δεκαετίες οι κεντρικές τράπεζες έχουν εδραιώσει την αξιοπιστία τους, ασκώντας νομισματική πολιτική προσανατολισμένη στη σταθερότητα των τιμών.

«Η πυξίδα μας έχει μια και μόνη βελόνα, που είναι στραμμένη προς τον πληθωρισμό μεσοπρόθεσμα. Με δεδομένη αυτή τη μοναδική στόχευση, έχουμε χρησιμοποιήσει την ευελιξία που παρέχει η αξιοπιστία μας για να ελαχιστοποιήσουμε τη ζημιά που προκαλούν αυτές οι διαταραχές στην οικονομική δραστηριότητα και στην απασχόληση», κατέληξε ο κ. Στουρνάρας στην εισαγωγική του τοποθέτηση.

 Η ΕΚΤ έχει ξεκινήσει την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής

Απαντώντας σε ερώτηση για το αν η ΕΚΤ έχει αργήσει να αντιδράσει στην αύξηση του πληθωρισμού, ο κ. Στουρνάρας υποστήριξε πως η Κεντρική Τράπεζα έχει ξεκινήσει την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής, σε δύο διακριτές φάσεις:  Η πρώτη τον Δεκέμβριο του 2021, όταν η ΕΚΤ αποφάσισε τον τερματισμό των καθαρών αγορών μέσω των δύο εμβληματικών προγραμμάτων της, του APP και του PEPP, και τη σταδιακή κατάργηση τόσο των μέτρων χαλάρωσης των κριτηρίων αποδοχής εξασφαλίσεων όσο και των πολύ ευνοϊκών όρων των στοχευμένων πράξεων αναχρηματοδότησης και η δεύτερη τον Ιούλιο, με τη σταδιακή προσαρμογή των επιτοκίων μας σε επίπεδα που θα εξασφαλίσουν την έγκαιρη μείωση του πληθωρισμού στο 2% που είναι ο μεσοπρόθεσμος στόχος μας.

«Η ταχύτητα της ομαλοποίησης έπρεπε να καθοριστεί έτσι ώστε να μην τεθεί σε κίνδυνο η αξιοπιστία μας — αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να βαδίσουμε σε μια λεπτή γραμμή — ούτε πολύ γρήγορα, ούτε πολύ αργά. Η ομαλοποίηση έπρεπε να γίνει με το βλέμμα στραμμένο στις προσδοκίες για τον πληθωρισμό. Καθ’ όλη τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό παρέμειναν σταθεροποιημένες και αυτό κατά τη γνώμη μου αποδεικνύει ότι η πολιτική μας ήταν η κατάλληλη απάντηση στον συνδυασμό των διαταραχών που αντιμετωπίζαμε», ανέφερε.

Ο κ. Στουρνάρας τόνισε πως η χρηματοπιστωτική σταθερότητα διαφυλάχθηκε ενώ οι κίνδυνοι κατακερματισμού δεν έχουν υλοποιηθεί. «Η σταδιακή ομαλοποίηση της πολιτικής αποσκοπούσε στην αποφυγή τυχόν απότομης συρρίκνωσης της παραγωγής και ανεπιθύμητης αύξησης της ανεργίας. Η οικονομική ανάπτυξη και η απασχόληση παρέμειναν ανθεκτικές παρά τους πρωτοφανείς κλυδωνισμούς», πρόσθεσε.

Σε ερώτηση για το πόσο ανησυχεί η ΕΚΤ για άλλους εξωτερικούς ή εσωτερικούς παράγοντες, όπως η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ ή οι εξελίξεις τιμών-μισθών, ο κ. Στουρνάρας απάντησε:

«Ας ξεκινήσω με τη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ, την οποία προφανώς παρακολουθούμε προσεκτικά, διότι οι εξελίξεις της μπορούν να επηρεάσουν τον εγχώριο πληθωρισμό. Ενθαρρυντικό είναι ότι ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ θωρακίζεται σε κάποιο βαθμό από την πρόσφατη υποτίμηση του ευρώ, διότι μεγάλο μέρος του εμπορίου μας είναι μεταξύ των χωρών μας και άρα τιμολογείται σε ευρώ. Συγκεκριμένα, το 60% του όγκου του εμπορίου της ζώνης του ευρώ είναι εκφρασμένο στο ενιαίο μας νόμισμα. Ωστόσο, η ανατίμηση του δολαρίου έχει σαφώς αντίκτυπο στις τιμές της ενέργειας, ιδίως του πετρελαίου και του φυσικού αερίου».

Αναφέρθηκε επίσης σε μελέτη της ΤτΕ για  τους παράγοντες που συνέβαλαν στον πληθωρισμό το 2020, το 2021 και το πρώτο τετράμηνο του 2022 στη ζώνη του ευρώ, τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν ότι οι παράγοντες από την πλευρά της προσφοράς ήταν εκείνοι στους οποίους κυρίως οφείλεται η αύξηση του πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ, ενώ οι υποτιμήσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών είχαν λιγότερο σημαντική επίδραση.

Η ΕΚΤ, όπως και οι περισσότερες μεγάλες κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο, λαμβάνει υπόψη τη συναλλαγματική ισοτιμία του εγχώριου νομίσματος, αλλά δεν θέτει στόχο για αυτήν. Ωστόσο, η νομισματική πολιτική μπορεί να επηρεάσει τη μετακύλιση της συναλλαγματικής ισοτιμίας στον πληθωρισμό… H υποτίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας επηρεάζει τους μισθούς και άλλα στοιχεία κόστους, των οποίων οι μεταβολές είναι δυνατόν να μετακυλίονται στις τιμές. Αλλά το αν η υποτίμηση του νομίσματος θα επηρεάσει όντως τους μισθούς εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αξιοπιστία της κεντρικής τράπεζας, πρόσθεσε.

«Αν οι μισθωτοί πιστεύουν ότι η κεντρική τράπεζα θα ανεχθεί αυξήσεις στις τιμές άρα και στους μισθούς, οι μισθωτοί θα πιέσουν για υψηλότερους μισθούς και θα υπάρξει αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν πληθωρισμό κόστους. Αν όμως η κεντρική τράπεζα έχει εδραιώσει μια φήμη αξιοπιστίας, αυτές οι δευτερογενείς επιπτώσεις είναι πολύ λιγότερο πιθανό να συμβούν. Αυτό έχει συμβεί στη ζώνη του ευρώ», εξήγησε.

«Οι δευτερογενείς επιδράσεις στους μισθούς, οι οποίες προέρχονται τόσο από την αύξηση του κόστους λόγω των προβλημάτων στις αλυσίδες εφοδιασμού όσο και από την υποτίμηση του ευρώ, έχουν συγκρατηθεί.  Για παράδειγμα, η αύξηση των συμβατικών αποδοχών (εξαιρουμένων των έκτακτων πληρωμών) ήταν 2,1% το β΄ τρίμηνο του 2022, έναντι 1,5 % το γ΄ τρίμηνο του 2021.
Επιπλέον, παρά τις συγκρατημένες μισθολογικές αυξήσεις το περασμένο έτος, η μετακύλιση στις τιμές ήταν περιορισμένη, επειδή οι παραγωγοί ήταν πρόθυμοι να ανεχθούν χαμηλότερα περιθώρια κέρδους. Η ΕΚΤ, έχοντας κερδίσει την αξιοπιστία της, κατόρθωσε να διατηρήσει την εμπιστοσύνη των μισθωτών και να αποτρέψει την αποσταθεροποίηση των μεσοπρόθεσμων προσδοκιών για τον πληθωρισμό», παρατήρησε.

Τέλος, απαντώντας για το είδος της δημοσιονομικής πολιτικής που θα ήταν συμβατή με τη σταθεροποίηση των προσδοκιών για τον πληθωρισμό και δεν θα είχε το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό της νομισματικής πολιτικής, ο κ. Στουρνάρας ανέφερε τα εξής:

«Στο σημερινό περιβάλλον υψηλών ρυθμών πληθωρισμού, οι δημοσιονομικές και νομισματικές αρχές βρίσκονται αντιμέτωπες με σημαντικές προκλήσεις.

Η τιθάσευση του πληθωρισμού στην παρούσα συγκυρία απαιτεί νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές που να είναι συμβατές μεταξύ τους και να παρέχουν μια σαφή πορεία τόσο για τον επιθυμητό ρυθμό πληθωρισμού όσο και για τη βιωσιμότητα του χρέους. Η ενεργειακή πολιτική θα πρέπει επίσης να ευθυγραμμίζεται εν μέρει με το στόχο του πληθωρισμού τουλάχιστον για όσο διάστημα οι αγορές ενέργειας δυσλειτουργούν και οι τιμές του φυσικού αερίου εργαλειοποιούνται.

Όπως δείχνουν οι Bianchi and Melosi στην πολύ ενδιαφέρουσα εργασία τους που αναφέρεται στην περίοδο της πανδημίας και παρουσιάστηκε στο οικονομικό συμπόσιο Jackson Hole το καλοκαίρι, η νομισματική και δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να λειτουργούν αλληλένδετα, δεδομένου ότι η σταθερότητα των τιμών απαιτεί εν τέλει δημοσιονομική στήριξη και πολιτικές σταθεροποίησης του χρέους.

Η άποψή μου είναι ότι οι δημοσιονομικές πολιτικές θα πρέπει να προσπαθούν να περιορίζουν τον κίνδυνο αύξησης των πληθωριστικών πιέσεων, ενισχύοντας παράλληλα την αποτελεσματικότητα των δημόσιων δαπανών.

Για παράδειγμα, τα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης που λαμβάνονται με σκοπό τη άμβλυνση των επιπτώσεων των υψηλότερων τιμών ενέργειας θα πρέπει να είναι προσωρινά και να στοχεύουν στους πλέον ευάλωτους καταναλωτές και παραγωγούς, ώστε να μην τροφοδοτούν τον πληθωρισμό.

Η πρόσφατη εμπειρία στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι ένα παράδειγμα που πιστοποιεί την ανάγκη δημοσιονομικής σύνεσης.

Όσον αφορά τη ζώνη του ευρώ, σας υπενθυμίζω ότι υπάρχει ένα δημοσιονομικό μέσο, το NGEU, το οποίο θα μπορούσε να προσφέρει σημαντική στήριξη στις εθνικές οικονομίες απέναντι στη διαταραχή των τιμών της ενέργειας.

Ειδικότερα, οι πόροι του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που αποτέλεσαν το επίκεντρο του NGEU, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη σταθεροποίηση των οικονομιών μας τα τελευταία χρόνια.

Η εμπειρία μας από το NGEU καταδεικνύει την κρίσιμη σημασία της δημοσιονομικής πολιτικής για την απορρόφηση κραδασμών στη νομισματική μας ένωση, η οποία παραμένει ατελής οικονομική ένωση μέχρι να προχωρήσουμε σε δημοσιονομική ενοποίηση και σε πλήρη τραπεζική ένωση».