«Ο επιτοκιακός κίνδυνος από την άνοδο των αποδόσεων των ομολόγων σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα είναι σχετικά περιορισμένος για το Ελληνικό Δημόσιο», ανέφερε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας κατά τη διάρκεια της συζήτησης Στρογγυλής Τραπέζης της AXIA Ventures, απαντώντας σε ερώτηση για την πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ.

Ωστόσο, όπως ανέφερε, η σταδιακή αναχρηματοδότηση του συσσωρευμένου χρέους με όρους αγοράς αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση (μεσοπρόθεσμα) του κινδύνου αγοράς του ελληνικού χρέους. «Στο πλαίσιο αυτό, είναι θετικό ότι ο Κρατικός Προϋπολογισμός του 2023 προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 0,7% του ΑΕΠ, ενώ για τα επόμενα έτη προβλέπεται ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα προσεγγίζει τις καθαρές πληρωμές τόκων επί του δημόσιου χρέους», τόνισε ο κ. Στουρνάρας.

Ο Διοικητής της ΤτΕ επισήμανε πως η απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας θα είναι ένας σημαντικός παράγοντας που θα συμβάλει στη μείωση του κόστους δανεισμού του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα (συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών) στην Ελλάδα. «Εφόσον η Ελλάδα εκπλήξει ευχάριστα με (α) τις δημοσιονομικές εξελίξεις το 2022 και (β) το ρυθμό ανάπτυξης το 2022, συνεχίζοντας παράλληλα την υλοποίηση του προγράμματος μεταρρυθμίσεων, δεν θεωρώ ότι οι επερχόμενες εθνικές εκλογές θα αποτελέσουν εμπόδιο στην απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας», πρόσθεσε.

Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο ως προς την επίτευξη των σχετικών οροσήμων του RRF, προβαίνοντας νωρίτερα από το αρχικό χρονοδιάγραμμα σε αιτήσεις πληρωμών.

Ειδικότερα:
(α) Όσον αφορά τις επιχορηγήσεις, η Ελλάδα έχει ήδη εισπράξει περίπου 1/4 των προγραμματισμένων πόρων του RRF. Επιπλέον, έχουν εγκριθεί επενδυτικά σχέδια ύψους 13,5 δισεκ. ευρώ, εκ των οποίων 1,7 δισεκ. ευρώ έχουν ήδη εκταμιευθεί στους δικαιούχους.
(β) Όσον αφορά τα δάνεια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει μέχρι στιγμής εκταμιεύσει στην Ελλάδα 3,5 δισεκ. ευρώ (πάνω από 1/4 του συνολικού κονδυλίου), ενώ οι αιτήσεις για δάνεια RRF ανέρχονται σε 2,8 δισεκ. ευρώ.

«Γενικά, η Ελλάδα έχει επιδείξει σαφή δέσμευση και προσήλωση στην έγκαιρη και επιτυχή υλοποίηση του προγράμματος μεταρρυθμίσεων, παρέχοντας στις αγορές κεφαλαίων και στους οργανισμούς πιστοληπτικής αξιολόγησης ένα σημαντικό μήνυμα αξιοπιστίας αναφορικά με τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια», τόνισε.

«Οι θετικές επιδράσεις του RRF στην επενδυτική δραστηριότητα είναι ήδη ορατές στην ελληνική οικονομία. Οι ιδιωτικές επενδύσεις έχουν αυξηθεί σημαντικά την τελευταία διετία και ο λόγος επενδύσεων προς ΑΕΠ διαμορφώνεται πλέον σε επίπεδο που είχε καταγραφεί για τελευταία φορά πριν από την εκδήλωση της κρίσης δημόσιου χρέους το 2010», εξήγησε ο κ. Στουρνάρας, ο οποίος πρόσθεσε πως ο RRF αναμένεται να αποφέρει σημαντικά οφέλη σε όρους προϊόντος και απασχόλησης, αλλά και σε όρους παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας. «Όμως, για να είναι μόνιμα αυτά τα οφέλη, η Ελλάδα πρέπει να υλοποιήσει πιστά όλες τις μεταρρυθμίσεις που συνδέονται με τον RRF», επεσήμανε.

Αναφορικά με τα κόκκινα δάνεια, ο κ. Στουρνάρας παρατήρησε πως το ποσοστό των ΜΕΔ στον τομέα των λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων (ΛΣΙ), τα οποία δεν μπορούν αν επωφελειθούν από το πρόγραμμα Ηρακλής, είναι πολύ υψηλότερο από αυτό των τεσσάρων σημαντικών τραπεζών και η εξυγίανση των ισολογισμών τους είναι η κορυφαία εποπτική προτεραιότητα της ΤτΕ.

Τα δύο μεγαλύτερα από αυτά, η Τράπεζα Αττικής και η Παγκρήτια Τράπεζα, ήδη κάνουν κινήσεις για να ενισχύσουν σημαντικά την κεφαλαιακή τους βάση και να είναι σε θέση να διαχειριστούν αποτελεσματικά το απόθεμα των ΜΕΔ τους (μέσω απευθείας πωλήσεων, τιτλοποιήσεων ΜΕΔ χωρίς κρατικές εγγυήσεις, αναδιάρθρωσης δανείων κ.λπ.) και να αναπτυχθούν.

«Τόσο η Τράπεζα Αττικής όσο και η Παγκρήτια Τράπεζα ολοκλήρωσαν με επιτυχία αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου (μάλιστα η Τράπεζα Αττικής θα κάνει μία δεύτερη τους επόμενους μήνες σύμφωνα με το κεφαλαιακό της σχέδιο), ενώ η Παγκρήτια Τράπεζα έχει συμφωνήσει να συγχωνευθεί με τη Συνεταιριστική Τράπεζα Χανίων και να απορροφήσει το δίκτυο καταστημάτων της HSBC στην Ελλάδα. Αυτή τη στιγμή δεν θεωρούμε ότι χρειάζονται περαιτέρω συγχωνεύσεις και εξαγορές στον τομέα των ΛΣΙ στην Ελλάδα, αλλά δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να γίνουν ενέργειες από πολύ μικρές τράπεζες πέρα από την Τράπεζα Αττικής και την Παγκρήτια», επεσήμανε.

Ο κ. Στουρνάρας επανέλαβε πως  ο ρόλος των εταιριών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ) είναι σημαντικός για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ελλάδα, καθώς καλούνται να διαχειριστούν αποτελεσματικά οφειλέτες που σήμερα βρίσκονται εκτός τραπεζικού συστήματος. «Θα πρέπει να προσφέρουν αποτελεσματικές λύσεις αναδιάρθρωσης στους βιώσιμους οφειλέτες ή, για τους μη βιώσιμους, να αξιοποιήσουν αποτελεσματικά το αδρανές ενέχυρο, το οποίο θα πρέπει να επανέλθει στην οικονομία και να γίνει ξανά παραγωγικό. Πιστεύω πάντως ότι υπάρχουν σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες σε αυτά τα ΜΕΔ, εφόσον αποκατασταθεί η τακτική εξυπηρέτησή τους, όπως σωστά επισημάνατε. Δεν είμαστε αντίθετοι στην επάνοδο αυτών των πελατών στο τραπεζικό σύστημα υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Αυτό θα βοηθήσει τις εγχώριες τράπεζες να επιτύχουν τους στόχους τους για πιστωτική επέκταση», πρόσθεσε.

Για το πρόγραμμα παροχής εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου, παρατήρησε πως έχουν υποβληθεί αιτήσεις για ένταξη από τρεις τιτλοποιήσεις (Frontier 2 από την Εθνική Τράπεζα, Sunrize 3 από την Πειραιώς και το Solar – η κοινή τιτλοποίηση από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες), αλλά καμία από αυτές δεν έχει ακόμα εγκριθεί από την αρμόδια επιτροπή του προγράμματος. Όπως ανέφερε, «προσωπικά δεν θεωρώ απαραίτητη την παράταση του προγράμματος».

«Και οι τέσσερις σημαντικές τράπεζες έχουν επιτύχει μονοψήφιους δείκτες ΜΕΔ και η απόσταση από το μέσο όρο της ΕΕ προβλέπεται να καλυφθεί με οργανικό τρόπο ή μέσω απευθείας πωλήσεων εκτός του Σχεδίου «Ηρακλής». Παράλληλα, σε ένα βασικό σενάριο, η επίδραση των νέων ΜΕΔ λόγω της επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης θα είναι διαχειρίσιμη. Βεβαίως, αρμόδια να αποφασίσει την παράταση ή μη του προγράμματος είναι η ελληνική κυβέρνηση», τόνισε ο κ. Στουρνάρας..

Ο διοικητής της ΤτΕ  παρατήρησε πως τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη των ελληνικών τραπεζών έχουν βελτιωθεί σημαντικά σε σύγκριση με το παρελθόν, αλλά επεσήμανε πως ως εποπτική αρχή, η ΤτΕ βλέπει πάντα την ευρύτερη εικόνα με μια πιο συντηρητική προσέγγιση στην εκτίμηση των οικονομικών αποτελεσμάτων και των εποπτικών δεικτών.

«Για παράδειγμα, και ενώ ακόμα δεν έχουμε αξιολογήσει πλήρως τα αποτελέσματα του γ΄ τριμήνου, βλέπουμε ότι εξακολουθούν να υπάρχουν τομείς όπου χρειάζεται βελτίωση, όπως η εξάρτηση των λειτουργικών εσόδων από μη επαναλαμβανόμενα κέρδη, η μείωση των καθαρών εσόδων από προμήθειες μετά την πώληση του κλάδου αποδοχής καρτών, η αναμενόμενη υποχώρηση των εσόδων από ΜΕΔ μετά την περαιτέρω μείωση του αποθέματος ΜΕΔ», ανέφερε χαρακτηριστικά.

«Οι τράπεζες έχουν λάβει σημαντικά μέτρα περιορισμού του κόστους, ενώ θετικά στην κερδοφορία τους επιδρούν η ήπια πιστωτική επέκταση και η έντονη μείωση του κόστους του πιστωτικού κινδύνου. Στο μέλλον η επίτευξη των στόχων των τραπεζών για διψήφιο δείκτη αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων (RoE) θα εξαρτηθεί από τις εξελίξεις του μακροοικονομικού περιβάλλοντος, που σαφώς επηρεάζει όλες τις τράπεζες της ζώνης του ευρώ, αλλά και από ορισμένους παράγοντες που αφορούν ειδικά τις ελληνικές τράπεζες, όπως η ανάγκη έκδοσης ομολόγων αξίας πολλών δισεκατομμυρίων για την κάλυψη των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL) τα επόμενα χρόνια. Και πάλι όμως, παραμένουμε αισιόδοξοι για τις προοπτικές κερδοφορίας των ελληνικών τραπεζών», πρόσθεσε.

«Προσδοκία μας είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες θα επιτύχουν περαιτέρω σύγκλιση με το μέσο όρο των δεικτών ποιότητας ενεργητικού της ΕΕ. Σε ένα βασικό σενάριο και όπως προβλέπεται από τις στρατηγικές των τραπεζών, το χάσμα θα μειωθεί σημαντικά μέχρι το 2024. Σε κάθε περίπτωση, θέλω να τονίσω ότι, κατά την άποψή μας, κίνδυνοι για όλες τις τράπεζες της ζώνης του ευρώ στο προσεχές διάστημα απορρέουν από τη συνδυαστική επίδραση της αύξησης των επιτοκίων και των υψηλών τιμών ενέργειας σε ορισμένους ευάλωτους δανειολήπτες, ιδίως όσους βρίσκονται ακόμα σε πορεία ανάκαμψης από την πανδημία. Για το λόγο αυτό, σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς συνιστούμε προσοχή και εγρήγορση, ώστε να αποτραπεί η δημιουργία νέας γενιάς ΜΕΔ», ανέφερε ο κ. Στουρνάρας.

Η νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και ο κίνδυνος ύφεσης στην Ευρωζώνη

Αναφορικά με την ΕΚΤ, ο κ. Στουρνάρας ανέφερε πως έχει επιτύχει σημαντική πρόοδο όσον αφορά την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής.

«Όχι μόνο αρχίσαμε να αυξάνουμε τα επιτόκια τον Ιούλιο, αλλά και νωρίτερα είχαμε λάβει μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση, σε σχέση με τις καθαρές αγορές τίτλων μέσω των προγραμμάτων αγοράς περιουσιακών στοιχείων, τη σταδιακή άρση της χαλάρωσης των κανόνων για την αποδοχή ενεχύρων και τη λήξη της ισχύος των πολύ ευνοϊκών όρων που εφαρμόζονταν στις πράξεις TLTRO III», εξήγησε.

«Θα αποφύγω να χρησιμοποιήσω τεχνικούς όρους όπως «ουδέτερο» επιτόκιο ή «τελικό επίπεδο επιτοκίου συμβατό με το στόχο (TCΤR)». Οι εκτιμήσεις αυτών των επιτοκίων βασίζονται σε μη παρατηρήσιμα στοιχεία και, ως εκ τούτου, υπόκεινται σε μεγάλη αβεβαιότητα», παρατήρησε.

«υζητήσαμε την έννοια του ουδέτερου επιτοκίου στην τελευταία μας συνεδρίαση για τη νομισματική πολιτική και κρίναμε ότι «δεν είναι απαραίτητα χρήσιμη». Κατόπιν τούτου, θα συνεχίσουμε να αποφασίζουμε το ρυθμό αύξησης των επιτοκίων μας ανά συνεδρίαση, με βάση την εξέλιξη των προοπτικών του πληθωρισμού και του προϊόντος», πρόσθεσε.

Ο κ. Στουρνάρας παραδέχθηκε πως υπάρχουν σαφώς αυξανόμενοι κίνδυνοι να εισέλθει η ζώνη του ευρώ σε ύφεση.

«Οι κίνδυνοι αυτοί είναι αποτέλεσμα κυρίως των αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας που σημειώθηκαν εφέτος. Τόσο ο υψηλός πληθωρισμός που είχαμε μέχρι τώρα – 10,7% τον Οκτώβριο, που είναι υπερβολικά υψηλό επίπεδο – όσο και οι κίνδυνοι ύφεσης έχουν την ίδια γενεσιουργό αιτία: τις αλλεπάλληλες διαταραχές από την πλευρά της προσφοράς, μεταξύ των οποίων και οι υψηλότερες τιμές ενέργειας».

«Οι πιο πρόσφατοι προπορευόμενοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας σηματοδοτούν συρρίκνωση σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ (ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο Δείκτης Επιχειρηματικού Κλίματος του ινστιτούτου Ifo και ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος του ινστιτούτου ZEW). Μάλιστα, ο Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών (PMI) για τη ζώνη του ευρώ κατέγραψε τον Οκτώβριο τη μεγαλύτερη πτώση της τελευταίας διετίας. Αυτό επιβεβαιώνεται και από καταγεγραμμένα στοιχεία (hard data), με δεδομένη την πιο πρόσφατη προκαταρκτική εκτίμηση (flash estimate) για αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,2% σε τριμηνιαία βάση το γ΄ τρίμηνο του 2022. Η ενεργειακή κρίση θα προκαλέσει ισχυρή υφεσιακή διαταραχή στην οικονομία. Η εξασθένηση των οικονομιών μας, αλλά και της αμερικανικής και της παγκόσμιας οικονομίας, θα οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση της ζήτησης. Οι κίνδυνοι είναι ήδη καθοδικοί και στη συνεδρίαση για τη νομισματική πολιτική του Δεκεμβρίου θα ξέρουμε πλέον αν το δυσμενές σενάριο των προβολών του Ευρωσυστήματος του Σεπτεμβρίου θα έχει ήδη υλοποιηθεί». ανέφερε.

«Η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ έχει λάβει υπόψη αυτούς τους παράγοντες. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η ΕΚΤ προχώρησε σε εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής της αργότερα και πιο σταδιακά από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve), η οποία τα τελευταία χρόνια βρέθηκε αντιμέτωπη με σημαντικό πληθωρισμό τροφοδοτούμενο από την πλευρά της ζήτησης ως αποτέλεσμα της εξαιρετικά επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής», εξήγησε ο κ. Στουρνάρας.

Ο κ. Στουρνάρας συμφώνησε πως η προσαρμογή των επιτοκίων από την ΕΚΤ θα πρέπει να γίνει με προσεκτικά βήματα. «Πρέπει να μειώσουμε τον πληθωρισμό χωρίς να συμβάλουμε σε ύφεση. Επί του παρόντος, οι δευτερογενείς επιδράσεις και οι πληθωριστικές προσδοκίες παραμένουν συγκρατημένες. Θα συνεχίσουμε να παρακολουθούμε προσεκτικά τις μισθολογικές διαπραγματεύσεις και εξελίξεις ούτως ώστε να επιτύχουμε το στόχο μας για σταθερότητα των τιμών», ανέφερε.

«Επίσης, παρά την πολύ ενθαρρυντική πρόσφατη πτώση των τιμών των καυσίμων, ιδίως του φυσικού αερίου, οι αγορές ενέργειας εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από μεταβλητότητα και αβεβαιότητα, τουλάχιστον μέχρι να θωρακιστεί η οικονομία από την επίπτωση των υψηλών τιμών της ενέργειας μέσα από σημαντικού ύψους στοχευμένες παρεμβάσεις. Σε μεγάλο βαθμό, οι εξελίξεις αυτές απαιτούν συνεχή και προσεκτική παρακολούθηση εν όψει των προσεχών μακροοικονομικών προβολών μας του Δεκεμβρίου», πρόσθεσε ο διοικητής της ΤτΕ.

Ο κ. Στουρνάρας ανέφερε πως  είναι πολύ δύσκολο να προβλέψουμε το επίπεδο και το χρόνο κορύφωσης των επιτοκίων. «Επί του παρόντος δεν φαίνεται να λήγει σύντομα ο φοβερός πόλεμος στην Ουκρανία, ο οποίος, πέρα από το ανθρώπινο δράμα του ουκρανικού λαού, προκαλεί επίσης σοβαρή διαταραχή στην οικονομία της ζώνη του ευρώ», εξήγησε ενώ πρόσθεσε πως υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι για τη σταθερότητα των τιμών, της οικονομίας και του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Με βάση τις μέχρι σήμερα διαθέσιμες ενδείξεις, απέχουμε ακόμα από την κορύφωση των επιτοκίων.

«Όπως προανέφερα όμως, ο ρυθμός αύξησης και το τελικό επίπεδο των επιτοκίων θα εξαρτηθούν από την εξέλιξη των συνθηκών του πληθωρισμού και του προϊόντος, τις οποίες θα αξιολογούμε από συνεδρίαση σε συνεδρίαση», δήλωσε ο κ. Στουρνάρας.

Ο κ. Στουρνάρας εξήγησε πως η Ευρωζώνη, ως ένας μεγάλος καθαρός εισαγωγέας ενέργειας, αντιμετωπίζει ένα οξύ πρόβλημα πληθωρισμού από την πλευρά της προσφοράς. Κάτι που συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι η νομισματική πολιτική, στην προσπάθεια να τιθασεύσει τον πληθωρισμό, βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα οξύ δίλημμα πολιτικής και πως χρειάζεται τη συνδρομή της δημοσιονομικής πολιτικής, καθώς και της ενεργειακής πολιτικής, τουλάχιστον για όσο συνεχίζεται η εργαλειοποίηση των τιμών της ενέργειας στον πόλεμο στην Ουκρανία.

Τα μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής που λαμβάνουν οι κυβερνήσεις κατά τη διακριτική τους ευχέρεια θα πρέπει να είναι καταλλήλως στοχευμένα, αποβλέποντας στην προστασία των πιο ευάλωτων εισοδηματικών ομάδων. Επίσης, πρέπει να είναι προσωρινού χαρακτήρα, χωρίς να μεταβάλλουν τη συνολικά περιοριστική κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής. Τέλος, θα πρέπει να είναι σχεδιασμένα κατά τρόπο ώστε να παρέχουν κίνητρα και να διευκολύνουν την αποδοτικότερη κατανάλωση ενέργειας. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να παραμείνουν προσηλωμένες στο στόχο της μείωσης του λόγου του δημόσιου χρέους και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, ενώ οι διαρθρωτικές πολιτικές θα πρέπει να είναι σχεδιασμένες ώστε να αυξάνουν το αναπτυξιακό δυναμικό της ζώνης του ευρώ, εξήγησε ο κ. Στουρνάρας.

Η έγκαιρη υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων και των μεταρρυθμίσεων μέσω του προγράμματος Next Generation EU αποτελεί σημαντικό συμπληρωματικό εργαλείο για την επίτευξη αυτών των στόχων. Επίσης, το προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα RePowerEU θα ενισχύσει την ανθεκτικότητα των οικονομιών της Ευρώπης απέναντι στην παρούσα ενεργειακή κρίση και σε οποιαδήποτε άλλη που τυχόν θα εμφανιστεί στο μέλλον, πρόσθεσε.

Ο κ. Στουρνάρας ανέφερε, τέλος, πως θα συζητηθούν οι πιθανές μελλοντικές ενέργειες προς αυτή την κατεύθυνση στη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ το Δεκέμβριο. Οι όποιες ενέργειες θα πρέπει να είναι προσεκτικές και σταδιακές, καθώς η ποσοτική σύσφιξη ενισχύει τις αυξήσεις των επιτοκίων σε όλο το μήκος της καμπύλης αποδόσεων.

Η συσταλτική μεταβολή της νομισματικής πολιτικής με τη σταδιακή μείωση του μεγέθους του ισολογισμού των κεντρικών τραπεζών στα προ της κρίσης επίπεδα είναι δυνατόν να οδηγήσει σε απότομες αυξήσεις των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων παγκοσμίως και σε διεύρυνση των διαφορών αποδόσεων εις βάρος των πιο ευάλωτων χωρών, με σοβαρές συνέπειες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τις οικονομικές προοπτικές.

Στη ζώνη του ευρώ, βρισκόμαστε σε ετοιμότητα να χρησιμοποιήσουμε το Μέσο για την Προστασία της Μετάδοσης (TPI), στο βαθμό που χρειάζεται, για να αντισταθμίσουμε ανεπιθύμητες, μη εύρυθμες εξελίξεις στην αγορά που συνιστούν απειλή για την oμαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε όλες τις χώρες-μέλη, κατέληξε