«Η Ελλάδα αν και έχει μικρή εξάρτηση σε εξαγωγές προς ΗΠΑ ενδέχεται να επηρεασθεί εμμέσως από τις πολιτικές δασμών, καθώς μια συνολική επιβάρυνση της παγκόσμιας οικονομίας, μπορεί να επηρεάσει τη ζήτηση».

Αυτό τόνισε μεταξύ άλλων, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, από το βήμα της ετήσιας γενικής συνέλευσης της Τράπεζας της Ελλάδος, διευκρινίζοντας ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ιδιαιτέρως ευάλωτη, καθώς οι έμμεσες αντιδράσεις από την ανατροπή των σταθερών σε παγκόσμιο επίπεδο, θα λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά και για την Ευρώπη.

1

Για την Ελλάδα η απάντηση βρίσκεται στην αξιόπιστη δημοσιονομική πολιτική, την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και τις μεταρρυθμίσεις, τόνισε συμπληρώνοντας ότι είναι δύσκολη η ποσοτικοποίηση του κόστους ενός εμπορικού πολέμου.

Όπως εξήγησε ο Γιάννης Στουρνάρας, οι εμπορικές εντάσεις μεταξύ των ΗΠΑ και μεγάλων εμπορικών εταίρων οδηγούν σε κάμψη της εμπιστοσύνης και επιδείνωση του επενδυτικού κλίματος και επηρεάζουν αρνητικά τις εξαγωγές, την κατανάλωση και τις επιχειρηματικές προοπτικές διεθνώς.

Στην έκθεση της ΤτΕ επισημαίνεται ότι από το 2019 και μετά οι επενδύσεις στην Ελλάδα έχουν σημειώσει ισχυρή άνοδο, καλύπτοντας μέρος του σημαντικού επενδυτικού κενού που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους. Ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου σε πραγματικούς όρους αυξήθηκε συνολικά κατά περίπου 60% το 2024 έναντι του 2019, ενώ αντίθετα στη ζώνη του ευρώ κατέγραψε οριακή μείωση (-0,4%).

Τα επιτεύγματα στο δημοσιονομικό τομέα υπήρξαν εντυπωσιακά, διαδραματίζοντας κομβικό ρόλο στις συνεχείς αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής διαβάθμισης της οικονομίας, εν μέσω πρωτοφανών εξωτερικών διαταραχών και υψηλής διεθνούς αβεβαιότητας. Η συνετή δημοσιονομική πολιτική που ακολουθείται τα τελευταία χρόνια και οι προσπάθειες καταπολέμησης της φοροδιαφυγής αποδίδουν απτά αποτελέσματα, καθώς επιτυγχάνονται σταθερά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα χωρίς την ανάγκη επιβολής περιοριστικών μέτρων.

Tο δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αποκλιμακώνεται με γρήγορο ρυθμό. Η Ελλάδα μάλιστα σημειώνει την ταχύτερη μείωση δημόσιου χρέους τα τελευταία χρόνια μεταξύ των προηγμένων οικονομιών, καταγράφοντας σωρευτική μείωση άνω των 50 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ μέσα σε μόλις τέσσερα έτη.

Ο διοικητής της ΤτΕ, ωστόσο, επεσήμανε ότι η χώρα εξακολουθεί να υπολείπεται σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ιδίως όσον αφορά το κράτος δικαίου, την ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης και την προβλεψιμότητα της εφαρμογής των νόμων, καθώς και την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη για περαιτέρω μεταρρυθμίσεις ώστε να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο η εμπιστοσύνη στους θεσμούς και, κατ’ επέκταση, η οικονομική ευημερία.

Η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, παρά τη σημαντική βελτίωση που κατέγραψε τα προηγούμενα έτη, εμφάνισε μικρή επιδείνωση κατά το 2024. Η ανατίμηση του ευρώ επέδρασε αρνητικά στην ανταγωνιστικότητα τιμών της ελληνικής οικονομίας, υπερκαλύπτοντας τα οφέλη από το χαμηλότερο επίπεδο εγχώριου πληθωρισμού έναντι του σταθμισμένου πληθωρισμού των κυριότερων εμπορικών εταίρων.

Η ανταγωνιστικότητα ως προς το μοναδιαίο κόστος εργασίας επίσης επιδεινώθηκε το 2024 (έναντι μικρής επιδείνωσης το 2023). Αυτό οφείλεται στην επιβράδυνση της ανόδου του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην ευρωζώνη, ως αποτέλεσμα χαμηλότερων μισθολογικών αυξήσεων και υψηλότερης αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας στην ευρωζώνη.

Σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, η κατάταξη της Ελλάδος στους συναφείς σύνθετους δείκτες παρέμεινε ουσιαστικά στάσιμη το 2024, σε σχετικώς χαμηλά επίπεδα. Το χάσμα σε όρους ψηφιακού μετασχηματισμού, καινοτομίας και συνολικών παραγωγικών επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ μεταξύ της Ελλάδος και των περισσότερων προηγμένων οικονομιών παραμένει, διατηρώντας έτσι και την υφιστάμενη απόσταση στις διεθνείς κατατάξεις ανταγωνιστικότητας.

Σε ότι αφορά τα δημοσιονομικά, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα νεότερα στοιχεία για την πορεία των φορολογικών εσόδων, εκτιμάται ότι για ακόμη μια φορά υπερκεράστηκαν οι δημοσιονομικοί στόχοι του έτους. Σύμφωνα με την αναθεωρημένη πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος, το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης το 2024 αναμένεται να διαμορφωθεί σε πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, σημαντικά υψηλότερο από τις προβλέψεις τόσο του ΜΔΣ 2025-2028 (2,4% του ΑΕΠ) όσο και του Προϋπολογισμού του 2025 (2,5% του ΑΕΠ), επισημαίνει ο Γιάννης Στουρνάρας.

Οι προβλέψεις για το 2025

Η ελληνική οικονομία προβλέπεται να συνεχίσει να αναπτύσσεται και το 2025 με σταθερό ρυθμό, πολύ υψηλότερο από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται να αυξηθεί με ρυθμό 2,3% το 2025, με κύριους προωθητικούς παράγοντες και εφέτος την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις.

Πιο συγκεκριμένα, η ιδιωτική κατανάλωση (+2%) αναμένεται να συνεχίσει την ανοδική της πορεία, υποστηριζόμενη από την αύξηση του πραγματικού εισοδήματος των νοικοκυριών. Η προβλεπόμενη περαιτέρω αύξηση της απασχόλησης και των μισθών, σε συνδυασμό με τη μείωση του πληθωρισμού και την εφαρμογή στοχευμένων δημοσιονομικών παρεμβάσεων, αναμένεται να στηρίξουν το διαθέσιμο εισόδημα.

Οι επενδύσεις (+6%) θα συνεχίσουν να αυξάνονται με σχετικά υψηλούς ρυθμούς, με τη στήριξη των ευρωπαϊκών πόρων. Οι πόροι αυτοί, σε συνδυασμό με την υψηλή ρευστότητα του τραπεζικού τομέα και τις συνεχείς αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας, θα προσελκύσουν νέα ιδιωτικά κεφάλαια.

Οι εξαγωγές (+3,8%) θα συνεχίσουν να αυξάνονται, επηρεαζόμενες από τη θετική μεταβολή της εξωτερικής ζήτησης και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών εξαγωγών. Παρ’ όλα αυτά, η συμβολή του εξωτερικού τομέα στο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας θα είναι ουσιαστικά ουδέτερη, καθώς η έντονη επενδυτική δραστηριότητα και η ισχυρή κατανάλωση θα αυξήσουν σημαντικά τις εισαγωγές (+3,5%).

Η περαιτέρω αποκλιμάκωση του πληθωρισμού το 2025 αναμένεται να είναι περιορισμένη, ενώ ο πυρήνας του πληθωρισμού εκτιμάται ότι θα παραμείνει αμετάβλητος. Συγκεκριμένα, ο γενικός πληθωρισμός βάσει του ΕνΔΤΚ προβλέπεται να επιβραδυνθεί οριακά στο 2,9%, ενώ ο δομικός πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα διατηρηθεί στο 3,6%.

Ανοδική πίεση θα ασκήσουν η επιστροφή του ενεργειακού πληθωρισμού σε θετικά επίπεδα και η αναμενόμενη ενίσχυση του πληθωρισμού των υπηρεσιών. Αντίθετα, υποχώρηση αναμένεται να καταγράψει ο πληθωρισμός των ειδών διατροφής και των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών.

Η διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας αναμένεται να επηρεάσει (οριακά) θετικά την παραγωγικότητα της εργασίας, ενώ οι ηπιότερες μισθολογικές αυξήσεις θα ευνοήσουν την ανταγωνιστικότητα. Συγκεκριμένα, η άνοδος της παραγωγικότητας αναμένεται να παραμείνει περιορισμένη το 2025 (1%, στα ίδια επίπεδα με το 2024). Από την άλλη πλευρά, τόσο οι συνολικές αμοιβές όσο και οι μέσες αποδοχές και το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος θα εξακολουθήσουν να αυξάνονται, αντανακλώντας και την αύξηση του κατώτατου μισθού, αν και με ρυθμούς χαμηλότερους από ό,τι το 2024.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2025 προβλέπεται αύξηση των συνολικών αμοιβών κατά 5,6% (2024: 7,4%), των μέσων αποδοχών κατά 4,5% (2024: 6%) και του μοναδιαίου κόστους εργασίας κατά 3,4% (2024: 4,9%).

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (ΙΤΣ) αναμένεται να μειωθεί σε 5,7% του ΑΕΠ το 2025 (από 6,4% του ΑΕΠ το 2024). Οι παράγοντες που αναμένεται να συμβάλουν στη βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι:

(α) Οι εξαγωγές αγαθών, παρά την αναιμική άνοδο που κατέγραψαν το 2024, δεν απώλεσαν σημαντικό μερίδιο αγοράς, γεγονός που συνιστά βάση για καλύτερες επιδόσεις τα επόμενα έτη.

(β) Το πλεόνασμα στο ισοζύγιο υπηρεσιών αναμένεται να αυξηθεί, καθώς οι εισπράξεις από ταξιδιωτικές υπηρεσίες εκτιμάται ότι θα σημειώσουν περαιτέρω, μικρή ωστόσο, άνοδο το 2025, κυρίως μέσω της επέκτασης της τουριστικής περιόδου, της προώθησης άλλων μορφών τουρισμού και της ενίσχυσης της κρουαζιέρας. Σχετικά θετικές προοπτικές υπάρχουν για τις εισπράξεις από θαλάσσιες μεταφορές, λόγω της εκτιμώμενης – έστω και μικρής – ανόδου της παγκόσμιας ζήτησης και της περιορισμένης αύξησης του παγκόσμιου στόλου.

(γ) Η αναμενόμενη καθοδική πορεία των επιτοκίων, σε συνδυασμό με τις επιδράσεις από τις συνεχείς αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας, θα συμβάλει στη μείωση των πληρωμών για τόκους, βελτιώνοντας το ισοζύγιο πρωτογενών εισοδημάτων.

(δ) Η χρηματοδότηση από ευρωπαϊκούς πόρους, όταν παρέχεται υπό τη μορφή επιχορηγήσεων (π.χ. κονδύλια NGEU), θα βελτιώσει τα ισοζύγια πρωτογενών και δευτερογενών εισοδημάτων. Από την άλλη πλευρά, οι ανάγκες για εισαγωγές ενδιάμεσων και επενδυτικών αγαθών θα επιβαρύνουν το έλλειμμα στο ΙΤΣ. Οι ξένες άμεσες επενδύσεις αναμένεται να διατηρήσουν τη δυναμική τους, αντανακλώντας τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος.

Τα δημοσιονομικά μεγέθη εκτιμάται ότι θα διατηρηθούν σε υγιή επίπεδα και το 2025. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία και τις παρεμβάσεις που έχουν εξαγγελθεί, το πρωτογενές πλεόνασμα προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 2,6% του ΑΕΠ και το δημοσιονομικό έλλειμμα σε 0,4% του ΑΕΠ, πολύ κάτω από το όριο του 3% που θέτει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.

Η πρόβλεψη αυτή ήδη περιλαμβάνει δημοσιονομικές παρεμβάσεις που στοχεύουν στην ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος, στη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων και στην αντιμετώπιση σημαντικών κοινωνικών ζητημάτων, όπως το δημογραφικό και το στεγαστικό, καθώς και των επιπτώσεων από φυσικές καταστροφές. Παράλληλα, λαμβάνεται υπόψη η προβλεπόμενη αύξηση των εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές χάρη στη συνεχιζόμενη οικονομική ανάπτυξη και στη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού, καθώς και η συγκράτηση της αύξησης των πρωτογενών δαπανών (εντός των ορίων που διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τους νέους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες).

Η πτωτική πορεία του δημόσιου χρέους προβλέπεται να συνεχιστεί, αν και με πιο ήπιο ρυθμό. Ο λόγος χρέους/ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα μειωθεί περαιτέρω στο 144,4% του ΑΕΠ το 2025, υποστηριζόμενος από τη συνεχιζόμενη βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία θα διατηρήσει την έντονα μειωτική επίδραση του ονομαστικού ΑΕΠ.

Ωστόσο, ο ρυθμός αποκλιμάκωσης του δημόσιου χρέους θα είναι ηπιότερος (9,4 ποσ. μον. του ΑΕΠ) σε σχέση με τα προηγούμενα έτη, λόγω της αναμενόμενης μείωσης του πρωτογενούς πλεονάσματος και της μικρότερης χρήσης ταμειακών διαθεσίμων, που αντισταθμίζουν τη μικρή επιτάχυνση του αποπληθωριστή του ΑΕΠ. Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, υπό την προϋπόθεση της επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων και της αποτελεσματικής αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων, το δημόσιο χρέος θα ακολουθήσει σταθερή καθοδική πορεία, σημειώνοντας σωρευτική μείωση κατά 12,1 ποσ. μον. του ΑΕΠ την περίοδο 2026-2027.

Οι προβλέψεις αυτές ικανοποιούν με ασφαλή περιθώρια τα κριτήρια βιωσιμότητας του νέου δημοσιονομικού πλαισίου, υπερβαίνοντας σημαντικά την ελάχιστη απαιτούμενη μέση ετήσια μείωση (1 ποσ. μον.) για τις χώρες με χρέος άνω του 90% του ΑΕΠ.

ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ  

Διαβάστε επίσης

Τραμπ προς ΕΕ: Να αγοράσετε ενέργεια 350 δισ. ώστε να αποφύγετε δασμούς

Σύμβουλος Τραμπ στους FT: Γιατί βάζουμε τους δασμούς – Ο στόχος του προέδρου των ΗΠΑ

Τραμπ: Αμυντικός προϋπολογισμός μαμούθ – Φτάνει το 1 τρις δολάρια