Παρά την πρόοδο που έχει επιδείξει τα τελευταία χρόνια η ελληνική οικονομία και παρά την ανθεκτικότητά της σε διάφορες εξωτερικές διαταραχές η ανάκαμψη από τη δεκαετή κρίση χρέους παραμένει ημιτελής, ενώ η πορεία σύγκλισης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο απαιτεί ισχυρότερους και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης.

Αυτό επισημαίνει, μεταξύ άλλων, σε συνέντευξή του στον «Εθνικό Κήρυκα» ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος πάντως δεν παραλείπει να τονίσει ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι διασφαλισμένη, με την Ελλάδα να αναμένεται να καταγράψει το 2024 την ταχύτερη μείωση δημοσίου χρέους στην πρόσφατη ιστορία μεταξύ των αναπτυγμένων οικονομιών.

1

Ο ίδιος μάλιστα εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό περίπου 2,3% κατά μέσο όρο την επόμενη τριετία, ξεπερνώντας τον αντίστοιχο της ευρωζώνης (1,3%).

Σύμφωνα με το κ. Στουρνάρα οι κύριες προκλήσεις για την ελληνική οικονομία, καθορίζονται ως εξής: « Η ελληνική οικονομία έχει επιδείξει αξιοσημείωτη πρόοδο τα τελευταία χρόνια, επιδεικνύοντας ανθεκτικότητα σε διάφορες εξωτερικές διαταραχές, όπως η πανδημία Covid-19, η ενεργειακή κρίση, ο πόλεμος στην Ουκρανία, η άνοδος του πληθωρισμού και το πρόβλημα του κόστους διαβίωσης. Παρ’ όλα αυτά, η ανάκαμψη από τη δεκαετή κρίση χρέους παραμένει ημιτελής, ενώ η πορεία σύγκλισης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο απαιτεί ισχυρότερους και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης.

Εγχώριες διαρθρωτικές αδυναμίες, όπως η γραφειοκρατία, οι καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης, το υψηλό δημόσιο χρέος, η χαμηλή αποταμίευση, η περιορισμένη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, το επίμονα ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το υψηλό κόστος ενέργειας και η γήρανση του πληθυσμού, συνεχίζουν να αποτελούν εμπόδιο. Επιπλέον, η ελληνική οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με παγκόσμιες προκλήσεις, όπως η κλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων, ο γεωοικονομικός κατακερματισμός, η αναβίωση του εμπορικού προστατευτισμού, η κλιματική κρίση, η ανάγκη για ενεργειακή ασφάλεια και η ταχύτατη εξέλιξη των ψηφιακών τεχνολογιών.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η ανταγωνιστικότητα της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) συνολικά αποτελεί κρίσιμο ζήτημα, υπογραμμίζοντας την ανάγκη υιοθέτησης πολιτικών που θα ενισχύσουν την παραγωγικότητα και θα προωθήσουν την καινοτομία. Οπως επισημαίνει στην πρόσφατη έκθεσή του ο Μάριο Ντράγκι (Mario Draghi), απαιτείται μια συνεκτική στρατηγική που θα περιλαμβάνει την εμβάθυνση της ενιαίας αγοράς, την ενίσχυση των επενδύσεων στην εκπαίδευση, την έρευνα και τις πράσινες τεχνολογίες. Μόνο έτσι μπορούν να επιτευχθούν βιώσιμοι ρυθμοί ανάπτυξης, να μειωθούν οι ανισότητες εντός της ΕΕ και να γεφυρωθεί το χάσμα ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης έναντι των βασικών διεθνών ανταγωνιστών της».

Οι  εκτιμήσεις της ΤτΕ για τον πληθωρισμό και την πορεία των επιτοκίων το 2025

Ερωτηθείς σχετικά ο κ. Στουρνάρας σημείωσε ότι οι 4 μειώσεις επιτοκίων στις οποίες προχώρησε οι ΕΚΤ ήταν εφικτές «λόγω της σταθερής αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού» και σημειώνει ότι: «Ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ έχει υποχωρήσει σημαντικά από το υψηλό 10,6% του Οκτωβρίου 2022 και πλησιάζει τον στόχο του 2%. Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις, ο πληθωρισμός αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,1% το 2025 (από 2,4% το 2024 και 5,4% το 2023).

Η μείωση οφείλεται στην άμβλυνση των πιέσεων στο κόστος εργασίας, την αύξηση της παραγωγικότητας και την εξασθένιση των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης και της πανδημίας. Παρόμοια τάση αποκλιμάκωσης παρατηρείται και στην Ελλάδα, όπου ο πληθωρισμός προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 2,5% το 2025 (από 3% το 2024 και 4,2% το 2023), αντανακλώντας τη μείωση των τιμών ενέργειας και ειδών διατροφής.

Η σταθεροποίηση του πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ κοντά στο στόχο του 2% αναμένεται ήδη από τις αρχές του 2025, αφήνοντας περιθώριο για περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, εφόσον το επιτρέπουν οι συνθήκες. Παράλληλα, παραμένουν σημαντικές ανησυχίες για την υποτονική ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας, επηρεασμένη από γεωπολιτικούς κινδύνους και πιέσεις στο διεθνές εμπόριο. Η επιβράδυνση της ανάπτυξης θα μπορούσε να πιέσει τον πληθωρισμό κάτω από το στόχο, δημιουργώντας νέες προκλήσεις για την οικονομική σταθερότητα.

Λαμβάνοντας υπόψη την αυξημένη αβεβαιότητα, οι ενέργειές μας πρέπει να είναι προσεκτικές, σταδιακές και με σταθερό ρυθμό, βασισμένες πάντοτε στα διαθέσιμα δεδομένα, ώστε να εξασφαλιστεί η ισορροπία μεταξύ του ελέγχου του πληθωρισμού και της στήριξης της οικονομικής ανάπτυξης.

Οι βασικές ανησυχίες της ΤτΕ σχετικά με την οικονομική αβεβαιότητα λόγω γεωπολιτικών κρίσεων ή παγκόσμιων οικονομικών προκλήσεων

Κατά τον κ. Στουρνάρα « η ανάπτυξη στην ευρωζώνη το 2024 αναμένεται να παραμείνει αναιμική, με οριακή βελτίωση σε σχέση με το 2023, ενώ ο πληθωρισμός ακολουθεί πτωτική πορεία. Ωστόσο, οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία παραμένουν υψηλοί, περιλαμβάνοντας την άνοδο των πραγματικών επιτοκίων, τον χαμηλό ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας, τον γεωοικονομικό κατακερματισμό, τις γεωπολιτικές και εμπορικές εντάσεις, την κλιματική αλλαγή και τις τεχνολογικές προκλήσεις.

Η κλιμάκωση των γεωπολιτικών και εμπορικών εντάσεων ενδέχεται να αυξήσει εκ νέου τις διεθνείς τιμές της ενέργειας και το κόστος βασικών εμπορευμάτων και αγαθών, επιβαρύνοντας τη συνολική προσφορά. Παράλληλα, η υιοθέτηση εσωστρεφών πολιτικών από ορισμένες χώρες μπορεί να ενισχύσει τον προστατευτισμό, με δυνητικά αρνητικές μακροπρόθεσμες συνέπειες.

Επιπλέον, ενδεχόμενη βραδύτερη υποχώρηση του πυρήνα του πληθωρισμού, είτε λόγω διαταραχών στη συνολική προσφορά, είτε λόγω της στενότητας της αγοράς εργασίας, θα μπορούσε να αναθεωρήσει τις τρέχουσες προσδοκίες σχετικά με την εξέλιξη των βασικών επιτοκίων και να αυξήσει το κόστος δανεισμού.

Επίσης, η εφαρμογή των νέων ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων περιορίζει τη δυνατότητα αξιοποίησης τυχόν εσόδων άνω των καθορισμένων στόχων για τη χρηματοδότηση νέων δαπανών, δημιουργώντας επιπλέον περιορισμούς στη δημοσιονομική πολιτική.

Επομένως, η προσαρμογή στις παγκόσμιες προκλήσεις απαιτεί συνεχή εγρήγορση και συντονισμένη δράση, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο».

Οι εκτιμήσεις για τη χρηματοδότηση και τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους στο μέλλον

Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος εκτίμησε πως η χώρα «αναμένεται να καταγράψει το 2024 την ταχύτερη μείωση δημοσίου χρέους στην πρόσφατη ιστορία μεταξύ των αναπτυγμένων οικονομιών, επιτυγχάνοντας μείωση άνω των 50 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ σε μόλις τέσσερα έτη. Αυτή η επίδοση αποτελεί ισχυρή απόδειξη της υπεύθυνης άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής την τελευταία περίοδο, γεγονός που αναγνωρίστηκε από τις συνεχείς αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας από διεθνείς οίκους αξιολόγησης, μέσα σε ένα περιβάλλον αυξημένης διεθνούς αβεβαιότητας.

Η βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι διασφαλισμένη, όπως επιβεβαιώνουν οι αναλύσεις όλων των διεθνών οργανισμών, καθώς η πτωτική πορεία του διατηρείται ακόμη και υπό δυσμενή σενάρια. Αυτό οφείλεται αφενός στα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του δανειακού χαρτοφυλακίου του χρέους, το οποίο αποτελείται κυρίως από μακροπρόθεσμα δάνεια του επίσημου τομέα με σταθερά και χαμηλά επιτόκια, και αφετέρου στη συνολική στρατηγική του ΟΔΔΗΧ που έχει επιτρέψει την αποτελεσματική διασφάλιση των χρηματοδοτικών αναγκών με ελεγχόμενο κόστος. Επιπλέον, η ευνοϊκή διαρθρωτική δημοσιονομική θέση της χώρας, αποτέλεσμα της δραστικής προσαρμογής της προηγούμενης δεκαετίας, δημιουργεί ισχυρές βάσεις για τη διατήρηση της οικονομικής σταθερότητας.

Ωστόσο, μακροπρόθεσμα, η σταδιακή αναχρηματοδότηση του χρέους με όρους αγοράς θα αυξήσει την έκθεση του Ελληνικού Δημοσίου σε κινδύνους, όπως η μεταβλητότητα των επιτοκίων και οι συνθήκες αγοράς. Για το λόγο αυτό, είναι κρίσιμης σημασίας η συνέχιση της συνετής δημοσιονομικής διαχείρισης, η ενίσχυση της ανάπτυξης μέσω μεταρρυθμίσεων και η αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων.»

Οι τάσεις στον τομέα των καταθέσεων και των δανείων στην Ελλάδα – Οι εκτιμήσεις για το μέλλον

«Τα τελευταία χρόνια, η οικονομική ανάκαμψη και η αυξημένη εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα οδήγησαν σε σταθερή αύξηση των καταθέσεων νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, οι ιδιωτικές καταθέσεις ανήλθαν τον Οκτώβριο του 2024 σε €196 δισεκ., από περίπου €140 δισεκ. στο τέλος του 2019. Κατά το δεκάμηνο του 2024, οι καταθέσεις αυξήθηκαν σε σχέση με το τέλος του 2023, παρά τη μετατόπιση αποταμιεύσεων -κυρίως από καταθέσεις προθεσμίας- προς έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου και άλλα επενδυτικά μέσα με υψηλότερες αποδόσεις. Οι προοπτικές για την προσεχή περίοδο παραμένουν ευνοϊκές, με τη συνεχιζόμενη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, την κεκτημένη οικονομική σταθερότητα και την αναμενόμενη μείωση του πληθωρισμού να ενισχύουν τα αποταμιευτικά κίνητρα.

Στον τομέα των δανείων, καταγράφεται μέτρια αύξηση της πιστωτικής επέκτασης. Παρόλο που τα δάνεια προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις ανακάμπτουν, ο ρυθμός είναι συγκρατημένος λόγω του υψηλού κόστους δανεισμού και της συνετής πιστωτικής πολιτικής των τραπεζών.

Η ζήτηση για στεγαστικά δάνεια είναι περιορισμένη, λόγω της ανόδου των επιτοκίων, ενώ η καταναλωτική πίστη παρουσιάζει ανοδική τάση, ευθυγραμμιζόμενη με την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης.

Στον τομέα των επιχειρηματικών δανείων, η χρηματοδότηση επικεντρώνεται σε στρατηγικούς τομείς, όπως η πράσινη μετάβαση, οι υποδομές και η ψηφιακή αναβάθμιση, με τη στήριξη του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF).

Οι προοπτικές της πιστωτικής επέκτασης παραμένουν θετικές, υποστηριζόμενες από την αναμενόμενη αύξηση του ΑΕΠ και τη συμμετοχή των τραπεζών στη συγχρηματοδότηση επενδύσεων μέσω του RRF, υπό την προϋπόθεση της επιτάχυνσης της υλοποίησης των επενδύσεων.

Παράλληλα, η σημαντική πρόοδος στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει ενισχύσει τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για περαιτέρω πιστωτική δραστηριότητα, παρά τις προκλήσεις από τα υψηλά επιτόκια».

Οι προβλέψεις  για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια -Τα μέτρα που θα εξασφαλίσουν  βιώσιμη ανάπτυξη

« Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της ΤτΕ, η ελληνική οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί με ρυθμό περίπου 2,3% κατά μέσο όρο την επόμενη τριετία, ξεπερνώντας τον αντίστοιχο της ευρωζώνης (1,3%). Η εξέλιξη αυτή συμβάλλει στη διαδικασία σύγκλισης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας προς τα μέσα επίπεδα της ΕΕ, μετά τη διακοπή που προκάλεσε η κρίση χρέους.

Λαμβάνοντας υπόψη τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, οι βασικοί στόχοι της οικονομικής πολιτικής μεσοπρόθεσμα πρέπει να επικεντρωθούν στη διατήρηση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας, την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της οικονομίας, τον περιορισμό του επενδυτικού κενού και την περαιτέρω αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης των κρατικών ομολόγων. Επίσης, απαιτούνται δράσεις που ενισχύουν τη συνολική παραγωγικότητα, όπως η βελτίωση της εκπαίδευσης και κατάρτισης στις νέες τεχνολογίες και η δημιουργία ενός οικοσυστήματος καινοτομίας μέσω συνεργασιών επιχειρήσεων, ερευνητικών ιδρυμάτων και πανεπιστημίων.

Παράλληλα, είναι απαραίτητη η μείωση των φραγμών εισόδου στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, η αντιμετώπιση της έλλειψης εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, καθώς και η εξάλειψη των χρηματοδοτικών περιορισμών που πλήττουν κυρίως τις μικρότερες και νεοφυείς επιχειρήσεις.

Η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας απαιτεί την ενίσχυση της παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, με στόχο την αύξηση των εξαγωγών και την υποκατάσταση των εισαγωγών. Αυτή η στρατηγική είναι κρίσιμη για τη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και την ενίσχυση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της χώρας.

Τέλος, η ενίσχυση της εξωστρέφειας της οικονομίας, μέσω πρόσβασης των επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές, και του διεθνούς ανταγωνισμού των επιχειρήσεων μπορεί να επιταχύνει τους ρυθμούς ανάπτυξης και να βελτιώσει τη συνολική αποδοτικότητα και βιωσιμότητα της οικονομίας».