Με τη φωτιά του πολέμου να καίει στις αγορές, τον πληθωρισμό σε επίπεδα που έχουν να καταγραφούν σε ευρωπαϊκό έδαφος εδώ και δεκαετίες, αλλά και αναζωπυρωμένη πια την αβεβαιότητα για τον κίνδυνο μιας νέας ύφεσης μετά την εισβολή Πούτιν στην Ουκρανία, η προσεχής συνεδρίαση του δ.σ. της ΕΚΤ την Πέμπτη, 10 Μαρτίου αναμένεται πλούσια, αν όχι σε ειδήσεις, σίγουρα σε…συγκινήσεις.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καλείται συγκεράσει  δύο αντικρουόμενες τάσεις : την  άνοδος των τιμών η οποία εν ενισχύει την πλευρά των γερακιών που πιέζουν για αύξηση των επιτοκίων και τερματισμό του προγράμματος αγοράς ομολόγων, με τον κίνδυνο του στασιμοπληθωρισμού που προκαλεί ο πόλεμος. 

Σε κάτι που σίγουρα φαίνεται πως θα υπάρξει απόλυτη σύμπνοια μεταξύ των κεντρικών τραπεζιτών την Πέμπτη είναι πως σήμερα, σε σχέση με λίγες μόλις ημέρες πριν, έχει εκτιναχθεί στα ύψη ο δείκτης αβεβαιότητας γύρω από τις οικονομικές εξελίξεις καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολη τη λήψη αποφάσεων σε αυτή τη φάση.

Αυτός ο παράγοντας και μόνο είναι για κάποιους αναλυτές αρκετός για να καταστήσει την ΕΚΤ εξαιρετικά προσεκτική, ίσως και περισσότερο «ευέλικτη» ως προς τη ρητορική και το guidance που θα επιλέξει να δώσει για την προοπτική αύξησης των επιτοκίων αλλά και τα χρονοδιαγράμματα για τη δράση προγραμμάτων όπως είναι το APP στην προσεχή συνεδρίαση.

Όπως εκτιμούν αναλυτές στη φάση αυτή ίσως το μεγαλύτερο, κυρίαρχο ζητούμενο για την ΕΚΤ είναι η αποφυγή ενίσχυσης της ούτως ή άλλως ισχυρής μεταβλητότητας στις de facto νευρικές αγορές. Ειδικά αφού η  ευρωπαϊκή οικονομία  πλήττεται επίσης de facto σε μεγαλύτερο βαθμό από την ουκρανική κρίση σε σχέση για παράδειγμα με την οικονομία των ΗΠΑ ενώ αυτή τη στιγμή είναι σχεδόν αδύνατη οποιαδήποτε ασφαλής πρόβλεψη. Από το πόσο θα διαρκέσει η σύγκρουση στην Ουκρανία, ποια μορφή θα πάρει, μέχρι το  ποια θα είναι η έκταση των δευτερογενών επιπτώσεων στις εφοδιαστικές αλυσίδες και τις τιμές βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα.

Στο μέτωπο των επιτοκίων, από τη μια υπάρχει το επιχείρημα της τεράστιας αύξησης του πληθωρισμού και σύμφωνα με το καταστατικό της η ΕΚΤ οφείλει να παρεμβαίνει εάν ο πληθωρισμός υπερβαίνει το 2%. Από την άλλη πλευρά πολλοί επιμένουν στη θέση πως ο πληθωρισμός αυτός προέρχεται από το σκέλος της προσφοράς και όχι της ζήτησης, άρα εάν οι έκτακτοι παράγοντες που έχουν πυροδοτήσει αυτή την εκρηκτική άνοδο υποχωρήσουν σταδιακά θα εκτονωθεί και η πίεση στον πληθωρισμό, δίνοντας στην ΕΚΤ μεγαλύτερη ευελιξία διαχείρισης κινήσεων αποφάσεων και προσδοκιών.

Παράλληλα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένεται τη ετυμηγορία της  ΕΚΤ για την επίσπευση ή μη του  Προγράμματος Αγοράς Τίτλων (APP) .  Σημειώνεται ότι το PEPP, το έκτακτο πρόγραμμα της ΕΚΤ μέσω του οποίου η Κεντρική Τράπεζα έχει αγοράσει ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου σχεδόν 37 δισ. ευρώ από την αρχή της πανδημίας,  αναμένεται να λήξει στο τέλος Μαρτίου και οι αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ θα συνεχισθούν μόνο μέσω του τακτικού της προγράμματος APP.

Αξίζει να σημειωθεί πως στις 24 Φεβρουαρίου, ο Έλληνας κεντρικός τραπεζίτης κ. Γιάννης Στουρνάρας έχει δηλώσει πως «Κρίνοντας με βάση τα σημερινά δεδομένα, θα προτιμούσα να συνεχιστεί το APP και μετά το Σεπτέμβριο, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του έτους, παρά να επισπευσθεί η λήξη του. Αυτό είναι μέρος της προσεκτικής στάσης την οποία προανέφερα», τονίζοντας πως ο ίδιος δεν θα ήταν υπέρ του να ανακοινωθεί το Μάρτιο η λήξη του APP. Όπως βέβαια τόνιζε στην ίδια συνέντευξη «πρέπει να επιδείξουμε ψυχραιμία και να προσπαθήσουμε να εξετάσουμε πολύ προσεκτικά όλα τα διαθέσιμα στοιχεία».

Διαβάστε επίσης

Στον αέρα οι προβλέψεις για την ανάπτυξη του 2022

Τον Απρίλιο οι αποφάσεις των θεσμών για το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας