ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Η μετάβαση της οικονομίας σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο αποτελεί διαχρονικό ζητούμενο. Σήμερα όμως και ενώ το Ταμείο Ανάκαμψης βρίσκεται στα μισά του δρόμου για την ολοκλήρωση του με αβέβαιο ακόμη τον ορίζοντα για πιθανή συνέχιση του, η ανάγκη για την οικονομία να αποκαταστήσει κακώς κείμενα χρόνων και να υπερβεί τον… εαυτό της κάνοντας μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις που θα διατηρήσουν μια επαρκή αναπτυξιακή δυναμική τα επόμενα χρόνια είναι μονόδρομος.
Το mononews απευθύνθηκε σε τρεις μεγάλους οίκους, τη Fitch, τη DBRS και τη Scope Ratings, με το ερώτημα του πως θα μπορούσε να επιταχύνει η χώρα την κάλυψη του επενδυτικού κενού που τη χωρίζει από τους εταίρους στην ευρωζώνη και σε ποιο βαθμό επηρεάζεται τελικά όλη αυτή η διαδικασία από εξωγενείς παράγοντες. Μια ερώτηση που δικαίως είναι στο τραπέζι με δεδομένη τη μεγάλη γεωπολιτική αναταραχή διεθνώς αλλά και με τους τρεις ισχυρούς της ευρωζώνης, τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία να πατούν σε «κινούμενη άμμο».
Όπως αναφέρει ο κ. Carlo Capuano, Senior Vice
Από την άλλη πλευρά βέβαια όπως υπογραμμίζει το στέλεχος του καναδικού οίκου εάν η χώρα κατάφερνε να πετύχει μια σχετική βελτίωση στην ανταγωνιστικότητα της, κατ’ επέκταση και στην ελκυστικότητα της, οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις θα μπορούσαν να αυξηθούν. Ωστόσο ο ίδιος εκτιμά πως είναι σημαντικό η χώρα να εστιάσει και σε άλλους κομβικούς τομείς, πέραν του Real Estate, όπως είναι για παράδειγμα οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, εκμεταλλευόμενη τη στρατηγική θέση της χώρας.
«Απαιτείται περαιτέρω πρόοδος όσον αφορά στο παραγωγικό μοντέλο» εκτιμά ο Dennis Shen επικεφαλής αναλυτής στη Scope Ratings αν και όπως σημειώνει έχει καταγραφεί κάποια βελτίωση στις επενδυτικές συνθήκες ακόμη και πριν την ανάληψη των καθηκόντων από την κυβέρνηση της ΝΔ το 2019. «Αυτή η μερική ανάκαμψη των επενδύσεων οφείλεται όχι μόνο στην πιο ουσιαστική αισιοδοξία για την ελληνική οικονομία αλλά και από πιο θετική αντίληψη για την Ελλάδα μεταξύ των διεθνών επενδυτών, η οποία υποστηρίχθηκε από την αναβάθμιση της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα πέρσι» αναφέρει. Υπογραμμίζοντας πως από την πανδημική κρίση και χωρίς να λάβουμε υπόψιν τα πιο ήπια spreads από τα οποία επωφελείται η χώρα, η οικονομία βρίσκει στήριξη από τα χρηματοδοτικά πακέτα της ΕΕ, επανακτώντας ανταγωνιστικότητα και αντισταθμίζοντας τις μη επαρκείς επενδύσεις. Αυτό είναι εμφανές στην αύξηση των επενδύσεων στο 15% του ΑΕΠ έως το τρίτο τρίμηνο του 2024. Αυτό παραμένει πολύ χαμηλό σε σχέση με το ευρωπαϊκό πλαίσιο αλλά και σε σχέση με το περίπου 25% που ίσχυε προ κρίσης.
«Ωστόσο αντιπροσωπεύει μια ορατή βελτίωση από το 11% του 2019 παρά το φρένο που μπήκε πρόσφατα εξαιτίας της βραδείας και ανομοιογενούς ανάκαμψης στους εμπορικούς εταίρους στην Ευρώπη.» όπως εκτιμά. Σύμφωνα με τον ίδιο «Τυχόν περαιτέρω πρόοδος στις μεταρρυθμίσεις για διαφοροποίηση στην οικονομία, διαχείριση των αγκυλώσεων στην αγορά εργασίας, εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων στον ιδιωτικό τομέα και η διαχείριση των επιπτώσεων από την κλιματική αλλαγή μπορούν να ενισχύσουν τη διάθεση εγχώριων και ξένων επενδυτών για τοποθετήσεις στην ελληνική οικονομία , ενισχύοντας τη διαφοροποίηση πηγών ανάπτυξης στην οικονομία αλλά και περιορίζοντας το έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών.»
«Η επενδυτική δραστηριότητα έχει αυξηθεί σημαντικά από το σοκ της πανδημίας, ενισχυόμενη από το κίνητρο του Ταμείου Ανάκαμψης» αναγνωρίζει και ο αναλυτής του οίκου Fitch, κ. Greg Kiss που αναφέρει στο Mononews ότι σύμφωνα με τα στοιχεία των Εθνικών Λογαριασμών «το ποσοστό των επενδύσεων έφθασε το 15,6% το 2023, το υψηλότερο εδώ και δύο δεκαετίες. Ωστόσο, οι επενδύσεις εξακολουθούν να είναι υποτονικές σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Πορτογαλίας και της Ιταλίας. Η σύνθεση των επενδύσεων δείχνει ότι οι πιο παραγωγικές εταιρικές επενδύσεις είναι ήδη πάνω από τα προ κρίσης επίπεδα, ενώ η αδυναμία της επενδυτικής δραστηριότητας στη στέγαση είναι πιο επίμονη».
Ο αναλυτής, αναφέροντας πως η πρόβλεψη της Fitch είναι πως η οικονομική ανάπτυξη θα παραμείνει σε σταθερή τροχιά γύρω στο 2% μεσοπρόθεσμα, πάνω από το ρυθμό ανάπτυξης της ευρωζώνης σημειώνει πως η «ανάπτυξη υποστηρίζεται από μια σταθερή επιτάχυνση των επενδύσεων και μια μέτρια αύξηση της κατανάλωσης, υποστηριζόμενη από αυξήσεις των πραγματικών μισθών και περαιτέρω μείωση της ανεργίας.». Ωστόσο τονίζει πως το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (CAD) ήταν 6,3% του ΑΕΠ το 2023, σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο του 0,3% του ΑΕΠ στην κατηγορία με τις χώρες που έχουν την ίδια αξιολόγηση με την Ελλάδα. Το έλλειμα στο ισοζύγιο, σημειώνει, μειώθηκε το 2023 από 10,3% του ΑΕΠ για το 2022, λόγω των χαμηλότερων τιμών των βασικών εμπορευμάτων, αλλά «η τάση βελτίωσης δεν συνεχίστηκε στο πρώτο εξάμηνο του 2024 ενώ τα έσοδα από τον τουρισμό επιβραδύνθηκαν στο αποκορύφωμα της φετινής θερινής περιόδου.»
Από διαρθρωτική άποψη, σύμφωνα με τον ίδιο το πολύ χαμηλό ποσοστό αποταμίευσης του ελληνικού εγχώριου τομέα είναι ο κύριος λόγος πίσω από το σημαντικό έλλειμμα στο ΙΤΣ , ενώ η περαιτέρω επιτάχυνση των επενδύσεων που θα απαιτήσουν περισσότερες εισαγωγές μεσοπρόθεσμα θα ασκήσει περαιτέρω πίεση στο ΙΤΣ. Ωστόσο όπως καταλήγει, «η ένταξη στην ευρωζώνη μετριάζει τους κινδύνους χρηματοδότησης που απορρέουν από το μεγάλο έλλειμμα στο ΙΤΣ» με τον οίκο να μην αναμένει καμία διαταραχή στις εξωτερικές ροές κεφαλαίων.
Διαβάστε επίσης:
Τα κρυφά μηνύματα της Scope – Γιατί δεν «φοβήθηκε» την αναβάθμιση και τι περιμένει το 2025
Scope: Αναβάθμισε την Ελλάδα κατά μια βαθμίδα στο ΒΒΒ, με σταθερό outlook