ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Αμετάβλητη όπως ήταν η κυρίαρχη προσδοκία παρέμεινε η αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας από το διεθνή οίκο Fitch Ratings διατηρώντας τη χώρα μια βαθμίδα πριν την επενδυτική, με σταθερή προοπτική.
Θεωρητικά αυτό δίνει στον οίκο το περιθώριο δύο κινήσεων, δηλαδή την αναβάθμιση της προοπτικής σε θετική από σταθερή και μετά την επενδυτική βαθμίδα εάν επιλέξει να κινηθεί συντηρητικά. Σε ένα λιγότερο συντηρητικό σενάριο θα μπορούσε να δώσει στη χώρα την επενδυτική βαθμίδα με την μία στην επόμενη του αξιολόγηση που είναι προγραμματισμένη για την 1η Δεκεμβρίου, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως δεν μπορεί να κινηθεί νωρίτερα εάν κρίνει ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις.
Το μήνυμα που στέλνει ο οίκος είναι πάντως σαφές: Όλα κρίνονται από τις κινήσεις και το σήμα που θα στείλει η επόμενη κυβέρνηση στις αγορές σε τρία μέτωπα. Αυτά είναι τα δημοσιονομικά, οι μεταρρυθμίσεις και η ανάπτυξη με οδηγό τις επενδύσεις.
Μάλιστα ξεκαθαρίζει πως για τον οίκο είναι αναμενόμενη η συνέχιση της τρέχουσας πολιτικής εν αναμονή της δεύτερης εκλογικής αναμέτρησης.
Όπως σημειώνει η κεντροδεξιά Νέα Δημοκρατία σημείωσε επιδόσεις πολύ υψηλότερες από τις προβλέψεις των δημοσκοπήσεων, εξασφαλίζοντας σχεδόν το 40% των ψήφων και καθιστώντας πιθανή τη νίκη της στις επερχόμενες εκλογές.
«Εάν η ΝΔ καταφέρει να εξασφαλίσει μια άνετη πλειοψηφία (κάτι που φαίνεται πιθανό, δεδομένου ότι οι δεύτερες εκλογές θα επιστρέψουν στο σύστημα πλειοψηφικού μπόνους, παρέχοντας στον νικητή 50 επιπλέον έδρες), αυτό θα μπορούσε να μειώσει τους κινδύνους πολιτικής αστάθειας και θα επέτρεπε τη συνέχεια της πολιτικής. Συνολικά, διατηρούμε την πρόβλεψή μας ότι η επόμενη ελληνική κυβέρνηση θα διατηρήσει καλές σχέσεις με την ΕΕ και άλλους εταίρους, διασφαλίζοντας μακροοικονομική σταθερότητα» αναφέρει χαρακτηριστικά στην έκθεση του ο οίκος.
Η Fitch, που προβλέπει πια ανάπτυξη 2,3% φέτος, ανακοινώνοντας την απόφαση της να διατηρήσει αμετάβλητη την αξιολόγηση της χώρας θεωρεί πως οδηγοί για την αναβάθμιση, στην προκειμένη περίπτωση την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι τα εξής:
1. Να καλλιεργηθεί κλίμα εμπιστοσύνης στην αγορά ότι η δημοσιονομική πολιτική που θα ακολουθηθεί μετεκλογικά θα οδηγεί σε μια σταθερά πτωτική πορεία το λόγο του ελληνικού χρέους προς το ΑΕΠ, σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
2. Η βελτίωση στη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική και επίδοση που θα μπορούσε για παράδειγμα να υποστηριχθεί από μια ισχυρότερη επενδυτική δυναμική ή/και την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Οι δέκα διαπιστώσεις
Ακτινογραφώντας την τρέχουσα κατάσταση στην ελληνική οικονομία ο οίκος εκτιμά μεταξύ άλλων τα εξής:
1. Η τρέχουσα αξιολόγηση της χώρας υποστηρίζεται από διαρθρωτικούς δείκτες μεταξύ αυτών τις καλές επιδόσεις σε όρους εταιρικής διακυβέρνησης, κατά κεφαλήν ΑΕΠ που είναι μεταξύ των υψηλότερων στη συγκεκριμένη κατηγορία αξιολόγησης. Αυτά τα ισχυρά πλεονεκτήματα αντιπαραβάλλονται με τις κληρονομιές της κρίσης δημόσιου χρέους, οι οποίες περιλαμβάνουν υψηλό χρέος δημόσιο και εξωτερικό, χαμηλή μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική και ευπάθειες στον τραπεζικό τομέα.
2. Η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί φέτος με ρυθμό 2,3%, έναντι προηγούμενης πρόβλεψης για ρυθμό ανάπτυξης 0,9%, εξαιτίας της επίπτωσης βάσης αλλά και των μειωμένων κινδύνων από την ενεργειακή κρίση. Ωστόσο η κατανάλωση των νοικοκυριών θα επιβραδυνθεί σημαντικά φέτος, αντανακλώντας τον αντίκτυπο του πληθωρισμού και της μειωμένης ζήτησης δανείων. Αντίθετα, η αύξηση των επενδύσεων θα παραμείνει σταθερή χάρη στην απορρόφηση των κεφαλαίων στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης ενώ τομείς όπως ο τουρισμός θα συνεχίσουν να στηρίζουν τις εξαγωγές.
3. Οι μεταρρυθμίσεις είναι κρίσιμες για τη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη. Η οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 2-2,5% το 2024-26, με κινητήρια δύναμη τις επενδύσεις και την ανάκαμψη της κατανάλωσης των νοικοκυριών. Οι προβλέψεις στηρίζονται στην παραδοχή ότι οι ελληνικές αρχές θα συνεχίσουν να εκπληρώνουν τα ορόσημα και τους στόχους στο πλαίσιο του ΤΑΑ, το οποίο αποτελεί το βασικό όχημα για να ξεκλειδώσουν δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα. Η αντιμετώπιση των δημογραφικών προκλήσεων παραμένει μια σημαντική διαρθρωτική πρόκληση, με τις σχεδιαζόμενες μεταρρυθμίσεις στον τομέα της εργασίας να είναι ζωτικής σημασίας για την αύξηση των ποσοστών συμμετοχής στην αγορά εργασίας.
4. Μείωση του ελλείμματος: Θα συνεχιστεί η δημοσιονομική εξυγίανση το 2023, αντανακλώντας εν μέρει μια καλύτερη θέση εκκίνησης, δεδομένου ότι το έλλειμμα του 2022 ήταν χαμηλότερο από το αναμενόμενο. Προβλέπει αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 1% του ΑΕΠ (και στο 2% το 2024), με τους βραχυπρόθεσμους καθοδικούς κινδύνους να περιορίζονται σε μεγάλο βαθμό, δεδομένης της ισχυρής αύξησης των εσόδων τους πρώτους μήνες του έτους (σε ταμειακούς όρους τα φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 12% σε ετήσια βάση την περίοδο Ιανουαρίου-Απριλίου).
5. Το πρόγραμμα σταθερότητας προβλέπει διαρκή βελτίωση των δημόσιων οικονομικών μέχρι το 2026, με το πρωτογενές πλεόνασμα να αυξάνεται στο 2,5% και το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ να υποχωρεί κατά 38 ποσοστιαίες μονάδες το 2022-2026. Το πρόγραμμα υπογραμμίζει την ευρεία δέσμευση των αρχών για δημοσιονομική σύνεση, με ορισμένες μεταρρυθμίσεις (συμπεριλαμβανομένης της ψηφιοποίησης των εσόδων) που ενδεχομένως να προσφέρουν κάποιες διαρθρωτικές βελτιώσεις. Ωστόσο, υπάρχουν κίνδυνοι μεταξύ αυτών το ρίσκο μιας ασθενέστερης ανάπτυξης και αυξανόμενων απαιτήσεων για δαπάνες. Η συνέχιση της συγκράτησης των δαπανών μπορεί να αποδειχθεί πιο δύσκολη μετά την πλήρη κατάργηση των προσωρινών μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας ή εάν η αύξηση των εσόδων επιβραδυνθεί σημαντικά.
6. Μείωση του χρέους- σταθερές συνθήκες χρηματοδότησης: Σύμφωνα με το βασικό σενάριο ο λόγος δημόσιου χρέους/ΑΕΠ θα μειωθεί στο 162,2% το 2023 και στο 154,4% το 2024, μια προβλεπόμενη μείωση 50 ποσοστιαίων μονάδων από 206% που είχε επιτευχθεί το 2020. Παραμένει όμως τριπλάσιος από τη διάμεση τιμή του “ΒΒ” που είναι 55,6%. Οι σταθερές συνθήκες χρηματοδότησης, οι περιορισμένες ανάγκες μετακύλησης του χρέους και τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα (κοντά στα 35 δισ. ευρώ) θα συνεχίσουν να στηρίζουν τη διαχείριση του χρέους. Ο συνδυασμός των μεγάλων λήξεων και της στρατηγικής αντιστάθμισης σημαίνει ότι το κόστος των επιτοκίων θα παραμείνει σε γενικές γραμμές αμετάβλητο, αν και θα μπορούσε να δημιουργηθεί κάποια πίεση χρηματοδότησης εάν η Ελλάδα αποφασίσει να βγει πιο επιθετικά τις κεφαλαιαγορές. Η Eurostat αποφάσισε να μην συμπεριλάβει τις εγγυήσεις από τον Ηρακλή (περίπου 18 δισ. ευρώ) ως μέρος του δημόσιου χρέους, περιορίζοντας την αβεβαιότητα.
7. Χαλάρωση πληθωριστικών πιέσεων: Ο ετήσιος εναρμονισμένος πληθωρισμός θα υποχωρήσει στο 4% το 2023 και στο 1,9% το 2024, δεδομένων των επιδράσεων βάσης και της συγκράτησης της οικονομικής δραστηριότητας. Κάποιοι κίνδυνοι ανόδου είναι πιθανό να παραμείνουν, δεδομένων των πιέσεων από τον πυρήνα του πληθωρισμού. Η δυναμική της αγοράς εργασίας θα στηρίξει την ταχύτερη αύξηση των μισθών φέτος (πάνω από 6%), αλλά οι κίνδυνοι ενός σπιράλ μισθών-τιμών είναι περιορισμένοι.
8. Μετριασμός του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών: Η προβλεπόμενη μείωση των εισαγωγών (λόγω της πτώσης των τιμών της ενέργειας και της ασθενέστερης εγχώριας ζήτησης) θα οδηγήσει σε σταδιακή μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στη διετία 2023-2024 (αφού έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο 12 ετών, 9,7% του ΑΕΠ, το 2022). Το έλλειμμα (το οποίο αναμένουμε να είναι κατά μέσο όρο 6,5% τα επόμενα δύο χρόνια) θα χρηματοδοτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την αύξηση των καθαρών εισροών Άμεσων Ξένων Επενδύσεων και τις μεταβιβάσεις της ΕΕ, μειώνοντας έτσι τους κινδύνους. Η καθαρή θέση του εξωτερικού χρέους αναμένεται πως θα παραμείνει μεγάλη (παρά τη μικρή μείωση στο 115,6% του ΑΕΠ το 2024), αν και η συμπερίληψη των υποχρεώσεων της κεντρικής τράπεζας σημαίνει ότι η έκθεση είναι πιο περιορισμένη.
9. Σταθερός τραπεζικός τομέας: Η ταχεία βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού συνεχίστηκε το 4ο τρίμηνο του 22, με τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων να μειώνεται στο 8,2% σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Αναμένεται περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, αλλά με πιο ήπιο ρυθμό, καθώς οι συναλλαγές πώλησης περιουσιακών στοιχείων είναι πιθανό να είναι μικρότερες και η συνολική οικονομική δραστηριότητα επιβραδύνεται. Η ρευστότητα και η κεφαλαιακή θέση του τομέα είναι σταθερές, χωρίς να υπάρχουν μέχρι στιγμής επιπτώσεις από την παγκόσμια τραπεζική νευρικότητα που εκδηλώθηκε στο πρώτο τρίμηνο του 2023. Η πιστωτική ανάπτυξη έχει εξασθενήσει το 2023, εν μέρει λόγω της επιβράδυνσης των επιχειρηματικών δανείων, αλλά αναμένεται επιτάχυνση καθώς η ανάπτυξη θα αρχίσει να ενισχύεται το 2ο εξάμηνο του 2023.
10. Τι θα προκαλούσε υποβάθμιση:
- Διαρκής ανοδική τάση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, για παράδειγμα λόγω διαρθρωτικής δημοσιονομικής χαλάρωσης, αδύναμης ανάπτυξης ή υλοποίησης κινδύνων στον τραπεζικό τομέα.
- Μακροοικονομικά: Ανανεωμένοι κλυδωνισμοί στην ελληνική οικονομία που επηρεάζουν την οικονομική ανάκαμψη ή το μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό της Ελλάδας.
Διαβάστε επίσης
Οι 3+1 κίνδυνοι για ενδεχόμενες τρίτες εκλογές τον Αύγουστο
──────────────────
Εκλογές 2023
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Πετρέλαιο: Μικρή άνοδος μετά τα νέα στοιχεία για τα αποθέματα στις ΗΠΑ
- Τζερόμ Πάουελ: Δύσκολη απόφαση η σημερινή μείωση επιτοκίων – Θα είμαστε πιο προσεκτικοί πλέον
- Βουλγαρία; Δεν υπάρχει λόγος να αλλάξουμε θεση για την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στην ΕΕ
- Κύπρος: Εντάχθηκε στην λίστα των ΗΠΑ για συμμετοχή σε προγράμματα στρατιωτικής εκπαίδευσης