Τη μακροπρόθεσμη αξιολόγηση  BB+ της Ελλάδας, ένα επίπεδο κάτω από την «επενδυτική βαθμίδα», επιβεβαίωσε η Fitch, διατηρώντας αμετάβλητο και το outlook σε «ουδέτερο».

Υπενθυμίζεται πως η Fitch είχε προχωρήσει σε αναβάθμιση της αξιολόγησης της Ελλάδας από BB σε ΒΒ+ τον περασμένο Ιανουάριο, ενώ ακολουθεί μια ακόμα αξιολόγηση από τον οίκο μέσα στο 2023, στις 1 Δεκεμβρίου.

Επόμενο ραντεβού για την Ελλάδα, και πρώτο μετά τις εκλογές της 25ης Ιουνίου, είναι αυτό στις 8 Σεπτεμβρίου με την καναδική DBRS, όταν και η νέα κυβέρνηση θα έχει προχωρήσει στις προγραμματικές της δηλώσεις. Ακολουθεί στις 20 Οκτωβρίου η δεύτερη αξιολόγηση από τον οίκο Standad & Poor’s.

Τι αναφέρει η Fitch

Στην έκθεσή της η Fitch αναφέρει:

Η αξιολόγηση της Ελλάδας υποστηρίζεται από διαρθρωτικούς δείκτες, συμπεριλαμβανομένων των βαθμολογιών διακυβέρνησης, των δεικτών ανθρώπινης ανάπτυξης και του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, που συγκαταλέγονται στους υψηλότερους μεταξύ των χωρών με ίδια αξιολόγηση. Αυτά τα πλεονεκτήματα αντιστοιχούν στις κληρονομιές της κρίσης δημόσιου χρέους, οι οποίες περιλαμβάνουν μεγάλα αποθέματα δημόσιου και εξωτερικού χρέους, καθώς και χαμηλές μεσοπρόθεσμες δυνατότητες ανάπτυξης και ευπάθειες στον τραπεζικό τομέα.

Η Fitch αναθεώρησε την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη του ΑΕΠ στο 2,3% το 2023 (από 0,9%), χάρη στη θετική επίδραση μεταφοράς (1,5 π.μ., δεδομένης πολύ ισχυρότερης από την αναμενόμενη απόδοση το 4ο τρίμηνο του 22ου έτους) και στη μείωση των ενεργειακών κινδύνων. Εξακολουθούμε να αναμένουμε ότι η κατανάλωση των νοικοκυριών θα επιβραδυνθεί σημαντικά φέτος, αντανακλώντας την επίδραση του πληθωρισμού και της μειωμένης πιστωτικής ζήτησης. Αντίθετα, η αύξηση των επενδύσεων θα παραμείνει σταθερή χάρη στην απορρόφηση κεφαλαίων στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), ενώ τομείς όπως ο τουρισμός θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν τις εξαγωγές.

Αναμένουμε ότι η οικονομία θα επεκταθεί κατά 2,0-2,5% το 2024-26, λόγω των επενδύσεων και της ανάκαμψης της κατανάλωσης των νοικοκυριών. Οι προβλέψεις μας στηρίζονται στην υπόθεση ότι οι ελληνικές αρχές θα συνεχίσουν να εκπληρώνουν ορόσημα και στόχους στο πλαίσιο του RRF, το οποίο είναι η βασική άγκυρα για το ξεκλείδωμα των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα. Η αντιμετώπιση των δημογραφικών προκλήσεων παραμένει μια σημαντική διαρθρωτική πρόκληση, με τις προγραμματισμένες εργασιακές μεταρρυθμίσεις να είναι ζωτικής σημασίας για την άνοδο των ποσοστών συμμετοχής.

Η Ελλάδα θα δει δεύτερες εκλογές στις 25 Ιουνίου, δεδομένης της αποτυχίας των κομμάτων να σχηματίσουν κυβέρνηση μετά τις βουλευτικές εκλογές της 21ης ​​Μαΐου. Η κεντροδεξιά Νέα Δημοκρατία (ΝΔ) απέδωσε πολύ πάνω από τις προβλέψεις των δημοσκοπήσεων, εξασφαλίζοντας σχεδόν το 40% των ψήφων και καθιστώντας πιθανό ότι θα κερδίσει την επερχόμενη ψηφοφορία. Εάν η ΝΔ καταφέρει να εξασφαλίσει μια άνετη πλειοψηφία (κάτι που φαίνεται πιθανό, δεδομένου ότι οι δεύτερες εκλογές θα επανέλθουν σε πλειοψηφικό σύστημα μπόνους, παρέχοντας στον νικητή 50 επιπλέον έδρες), αυτό θα μπορούσε να μειώσει τους κινδύνους πολιτικής αστάθειας και θα επιτρέψει τη συνέχεια της πολιτικής. Συνολικά, διατηρούμε την πρόβλεψή μας ότι η επόμενη ελληνική κυβέρνηση θα διατηρήσει καλές σχέσεις με την ΕΕ και άλλους εταίρους, διασφαλίζοντας τη μακροοικονομική σταθερότητα.

Η Fitch αναμένει συνεχή δημοσιονομική εξυγίανση το 2023, αντανακλώντας εν μέρει μια καλύτερη αρχική θέση, δεδομένου ότι το έλλειμμα είναι χαμηλότερο από το αναμενόμενο το 2022. Προβλέπουμε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα αυξηθεί στο 1% του ΑΕΠ (και στο 2% το 2024). Οι καθοδικοί κίνδυνοι συγκρατήθηκαν σε μεγάλο βαθμό, δεδομένης της έντονης αύξησης των εσόδων τους πρώτους μήνες του έτους (σε μετρητά τα φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 12% σε ετήσια βάση τον Ιανουάριο-Απρίλιο).

Το πρόγραμμα σταθερότητας προβλέπει συνεχή βελτίωση στα δημόσια οικονομικά μέχρι το 2026, με το πρωτογενές πλεόνασμα να αυξάνεται στο 2,5% και το δημόσιο χρέος/ΑΕΠ να μειώνεται κατά 38 ποσοστιαίες μονάδες το 2022-2026. Το πρόγραμμα υπογραμμίζει την ευρεία δέσμευση των αρχών στη δημοσιονομική σύνεση, με ορισμένες μεταρρυθμίσεις (συμπεριλαμβανομένης της ψηφιοποίησης των εσόδων) που ενδέχεται να παρέχουν ορισμένες διαρθρωτικές βελτιώσεις. Ωστόσο, διαπιστώνουμε κινδύνους που περιλαμβάνουν ασθενέστερη ανάπτυξη και αυξανόμενες απαιτήσεις για δαπάνες. Η συνεχής συγκράτηση των δαπανών μπορεί να αποδειχθεί πιο δύσκολη μετά την πλήρη εκκαθάριση των προσωρινών μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας ή εάν η αύξηση των εσόδων επιβραδυνθεί σημαντικά.

Σύμφωνα με το βασικό μας σενάριο για βελτιωμένη δημοσιονομική στάση και σταθερή ονομαστική ανάπτυξη, ο λόγος δημόσιου χρέους/ΑΕΠ θα μειωθεί στο 162,2% το 2023 και στο 154,4% το 2024, μια προβλεπόμενη πτώση 50 π.μ. από το υψηλό του 206% που έφτασε το 202 (αλλά και πάλι τρεις φορές η διάμεση τιμή «BB» του 55,6%). Οι σταθερές συνθήκες χρηματοδότησης, οι περιορισμένες ανάγκες μετατροπής χρέους και η σημαντική ταμειακή θέση (κοντά στα 35 δισεκατομμύρια ευρώ) θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν τη διαχείριση του χρέους. Ο συνδυασμός μακρών προθεσμιών και ενεργής στρατηγικής αντιστάθμισης σημαίνει ότι το κόστος των επιτοκίων θα παραμείνει σε γενικές γραμμές αμετάβλητο, αν και θα μπορούσε να αυξηθεί κάποια χρηματοδοτική πίεση εάν η Ελλάδα αποφασίσει να αξιοποιήσει πιο επιθετικά τις κεφαλαιαγορές.

Η Eurostat αποφάσισε να μην συμπεριλάβει τις εγγυήσεις από το Hellenic Asset Protection Scheme (περίπου 18 δισ. ευρώ) ως μέρος του δημόσιου χρέους, μειώνοντας την αβεβαιότητα σχετικά με τις προσαρμογές αποθεμάτων-ροών.

Προβλέπουμε ότι ο ετήσιος εναρμονισμένος πληθωρισμός θα υποχωρήσει στο 4% το 2023 και στο 1,9% το 2024, δεδομένων των επιπτώσεων της βάσης και της συγκράτησης της οικονομικής δραστηριότητας. Ορισμένοι ανοδικοί κίνδυνοι είναι πιθανό να επιμείνουν, δεδομένων των πιέσεων από τον πυρήνα του πληθωρισμού (ο οποίος είναι πλέον πάνω από το ονομαστικό επιτόκιο γύρω στο 6%). Η δυναμική της αγοράς εργασίας θα υποστηρίξει την ταχύτερη αύξηση των μισθών φέτος (πάνω από 6%), αλλά οι κίνδυνοι μιας σπείρας αλληλεπίδρασης αύξησης μισθών και τιμών είναι περιορισμένοι.

Η προβλεπόμενη μείωση των εισαγωγών (λόγω της πτώσης των τιμών της ενέργειας και της ασθενέστερης εγχώριας ζήτησης) θα οδηγήσει σε σταδιακή μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (CAD) το 2023-2024 (αφού φθάσει το υψηλό 12ετίας του 9,7 % του ΑΕΠ το 2022). Το έλλειμμα CAD (το οποίο αναμένουμε ότι θα είναι κατά μέσο όρο 6,5% τα επόμενα δύο χρόνια) θα χρηματοδοτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις αυξανόμενες καθαρές εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων και τις μεταφορές στην ΕΕ, μειώνοντας έτσι τους εξωτερικούς κινδύνους ευπάθειας. Προβλέπουμε ότι η καθαρή θέση του εξωτερικού χρέους θα παραμείνει υψηλή (παρά τη μέτρια πτώση στο 115,6% του ΑΕΠ το 2024), αν και η συμπερίληψη των υποχρεώσεων της κεντρικής τράπεζας σημαίνει ότι η έκθεση είναι πιο περιορισμένη.

Η ραγδαία βελτίωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών συνεχίστηκε το 4ο τρίμηνο του ’22, με τον δείκτη των μη εξυπηρετούμενων δανείων να υποχωρεί στο 8,2% σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Αναμένουμε περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα, αλλά με πιο ήπιο ρυθμό, καθώς οι συναλλαγές διάθεσης περιουσιακών στοιχείων είναι πιθανό να είναι μικρότερες και η συνολική οικονομική δραστηριότητα μειώνεται. Οι θέσεις ρευστότητας και κεφαλαίου του κλάδου είναι σταθερές, χωρίς δευτερογενείς επιπτώσεις μέχρι στιγμής από παγκόσμιες τραπεζικές ταραχές το 1ο τρίμηνο του 23ου. Η πιστωτική ανάπτυξη έχει αποδυναμωθεί το 2023, εν μέρει καθώς επιβραδύνθηκε ο εταιρικός δανεισμός, αλλά αναμένουμε ότι θα επιταχυνθεί καθώς η ανάπτυξη αρχίζει να ενισχύεται το δεύτερο εξάμηνο του 23.

Παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υποβάθμιση

– Δημόσια οικονομικά: Διατηρούμενη ανοδική τάση του δημόσιου χρέους/ΑΕΠ, για παράδειγμα λόγω διαρθρωτικής δημοσιονομικής χαλάρωσης, ασθενούς ανάπτυξης ή υλοποίησης ενδεχόμενων υποχρεώσεων από τον τραπεζικό τομέα.

-Μακροοικονομικά: Ανανεωμένοι δυσμενείς κραδασμοί στην ελληνική οικονομία που επηρεάζουν την οικονομική ανάκαμψη ή το μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό της Ελλάδας.

Παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αναβάθμιση

-Δημόσια οικονομικά: Εμπιστοσύνη σε μια μετεκλογική δημοσιονομική πολιτική που οδηγεί σε μια σταθερή καθοδική πορεία για τον λόγο δημόσιου χρέους/ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα.

-Μακροοικονομικά: Βελτίωση του μεσοπρόθεσμου αναπτυξιακού δυναμικού και των επιδόσεων, για παράδειγμα, λόγω της υψηλότερης επενδυτικής δυναμικής ή/και της εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Διαβάστε επίσης

Οι 3+1 κίνδυνοι για ενδεχόμενες τρίτες εκλογές τον Αύγουστο

Handelsblatt: Οι αγορές προεξοφλούν νέα θητεία Μητσοτάκη

Στο 2,8% ο πληθωρισμός το Μάιο – Με ρυθμό 11,6% «τρέχουν» τα τρόφιμα

──────────────────

Εκλογές 2023