Τις τελευταίες δύο εβδομάδες, οι ανακοινώσεις, πρώτον, της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για τον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας το 2024 (7 Μαρ-25) και δεύτερον, του οίκου Moody’s για την πιστοληπτική διαβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου (14 Μαρ-25), ανέδειξαν: (α) τη διατήρηση της ελληνικής οικονομίας σε φάση ανάκαμψης με ικανοποιητικό ρυθμό μεγέθυνσης και (β) την ενίσχυση της ανθεκτικότητας του πιστωτικού προφίλ της έναντι πιθανών μελλοντικών διαταραχών.

Τα παραπάνω επισημαίνει η Eurobank στην εβδομαδιαία ανάλυσή της για την ελληνική οικονομία. Οπως εξηγεί, ο οίκος Moody’s σημειώνει ότι περαιτέρω αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας συνδέονται με τη βελτίωση των μεσομακροπρόθεσμων προοπτικών της και με τη γρηγορότερη του αναμενομένου μείωση του δημοσίου χρέους, το οποίο, παρά τη συρρίκνωσή του τα τελευταία έτη, εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλό.

1

Δεδομένου ότι μεσομακροπρόθεσμα η πορεία μιας οικονομίας συνδέεται με παράγοντες που επηρεάζουν την προσφορά (aggregate supply), η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα δύναται να έχει σημαντικά οφέλη για την οικονομία στο μέλλον. Τα οφέλη δεν εστιάζονται μόνο στην αύξηση του δυνητικού ρυθμού μεγέθυνσης και των εισοδημάτων αλλά και στη θωράκιση της ελληνικής οικονομίας έναντι πιθανών μελλοντικών διεθνών κρίσεων.

Σύμφωνα με τους εθνικούς λογαριασμούς της ΕΛΣΤΑΤ, η ετήσια μεταβολή του πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) διαμορφώθηκε στο 2,3% το 2024 (ο ίδιος ρυθμός με το 2023), υπεραποδίδοντας έναντι της ΕΕ-27 και της Ευρωζώνης (1,0% και 0,9% αντίστοιχα) για 4ο χρόνο στη σειρά. Παρά ταύτα, το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα εξακολουθεί να υπολείπεται σημαντικά -περίπου 15%- του επιπέδου που είχε τη διετία 2007-2008, με την οικονομία να έχει ανακτήσει το 44% των απωλειών της κρίσης χρέους σε όρους ετήσιας εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας.

Τη θετική είδηση αναφορικά με την αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2024, δια-δέχτηκε μια εβδομάδα αργότερα η ανακοίνωση του οίκου Moody’s, του αυστηρότερου οίκου από τους 3 «μεγάλους» (Moody’s, Standard & Poor’s και Fitch), για την πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας.

Ο οίκος Moody’s αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας σε Baa3 (με σταθερή προοπτική), από Ba1 (με θετική προοπτική), κατατάσσοντάς την σε επενδυτική βαθμίδα για πρώτη φορά μετά από 14 χρόνια. Η εν λόγω αναβάθμιση αντανακλά την ενίσχυση της ανθεκτικότητας του πιστωτικού προφίλ της ελληνικής οικονομίας έναντι πιθανών μελλοντικών διαταραχών.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι 5 οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης (External Credit Assessment Institutions – ECAIs) που είναι αποδεκτοί από το ευρωσύστημα κατατάσσουν αυτή τη στιγμή το ελληνικό αξιόχρεο στην κατηγορία της επενδυτικής βαθμίδας. Αυτό το ποιοτικό χαρακτηριστικό ενισχύει την αξιοπιστία της ελληνικής οικονομίας, σε μια περίοδο που τα κύματα της αβεβαιότητας στη διεθνή οικονομική και γεωπολιτική σκηνή είναι συχνά και ενίοτε ισχυρά.

Όπως σημειώνει ο οίκος Moody’s, η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας εδράζεται στη συνεχή βελτίωση των δημοσιονομικών και των χρηματοπιστωτικών της μεγεθών. Τα δημοσιονομικά αποτελέσματα αποδεικνύονται καλύτερα των προσδοκιών, ενώ μεσοπρόθεσμα, ο οίκος εκτιμά ότι το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης θα διατηρηθεί σε ένα εύρος τιμών 2% με 2,5% του ΑΕΠ, οδηγώντας, παράλληλα με τη μεγέθυνση της οικονομίας, σε περαιτέρω αποκλιμάκωση του λόγου δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ.

Στον χρηματοπιστωτικό τομέα ο οίκος Moody’s σημειώνει ότι η ποιότητα του ενεργητικού των εγχώριων νομισματικών και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΝΧΙ) έχει βελτιωθεί αισθητά, με τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων να διαμορφώνεται προσεγγιστικά στο 2,9% τον Δεκ-24 σε επίπεδο ομίλου (κατά μέσο όρο κοντά στο 2,0% στην ΕΕ-27), ενώ βελτίωση καταγράφουν και οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας.

Σε ό,τι αφορά την προοπτική περαιτέρω αναβαθμίσεων του ελληνικού αξιόχρεου, ο οίκος Moody’s αναφέρει ότι κάτι τέτοιο συνδέεται με τη βελτίωση των μεσομακροπρόθεσμων προοπτικών της οικονομίας και με τη γρηγορότερη του αναμενομένου μείωση του δημοσίου χρέους, το οποίο, παρά τη συρρίκνωσή του τα τελευταία έτη, εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλό (το εκτιμά στο 156,1% του ΑΕΠ το 2024).

Η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων με στόχο την αύξηση του ποσοστού συμμετοχής του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό, την ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της Δικαιοσύνης -σημεία τα οποία τονίζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) στην τελευταία έκθεσή του για την Ελλάδα (Ιαν-25)- δύναται να οδηγήσει σε ενίσχυση των επενδύσεων, της παραγωγικότητας και της απασχόλησης βελτιώνοντας τις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Τα 5 τελευταία χρόνια οι επενδύσεις παγίων στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί κατά 4,3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ (το 35,6% αυτής της αύξησης προέρχεται από τις κατοικίες), ωστόσο το «επενδυτικό κενό» σε σύγκριση με την Ευρωζώνη εξακολουθεί να είναι υψηλό (-5,8 ποσο-στιαίες μονάδες του ΑΕΠ, από -11,0 το 2019).

Επιπρόσθετα, τη διετία 2023-2024 ο ρυθμός ανόδου του μεριδίου των επενδύσεων παγίων στο ΑΕΠ παρουσιάζει επιβράδυνση. Η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα δύναται να έχει σημαντικά οφέλη για την οικονομία στο μέλλον. Τα οφέλη δεν εστιάζονται μόνο στην αύξηση του δυνητικού ρυθμού μεγέθυνσης και των εισο-δημάτων άλλα και στη θωράκιση της ελληνικής οικονομίας έναντι πιθανών μελλοντικών διεθνών κρίσεων.

Διαβάστε επίσης

Νίκη Κεραμέως: Στις 29 Μαρτίου στο Λονδίνο για το Rebrain Greece

Γιαν Κάρας: Έτος ανάπτυξης για τον ΟΠΑΠ το 2025 – Σημαντικές τεχνολογικές επενδύσεις τα επόμενα χρόνια

Κομισιόν: Δίνει παράταση στην επιβολή δασμών στα αμερικανικά προϊόντα