Επικριτική ως προς το ΔΝΤ εμφανίζεται και πάλι η ελληνική κυβέρνηση, σε επιστολή που απέστειλε μέσω του εκπροσώπου της στο Ταμείο, Μιχάλη Ψαλιδόπουλου, με αφορμή την έκθεση του Ταμείου για την ελληνική οικονομία και τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Το ΔΝΤ στην έκθεση που είδε το φως της δημοσιότητας την Τρίτη, επισήμανε πως η απόφαση του Eurogroup είναι θετική και βοηθά βραχυπρόθεσμα αλλά όχι μακροπρόθεσμα στη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Παράλληλα ανέφερε πως θεωρεί δεδομένο πως θα υλοποιηθούν τα μέτρα για τη μείωση των συντάξεων και για το αφορολόγητο όριο, ενώ προειδοποίησε πως αν υπάρξουν υποχωρήσεις από τον δρόμο των μεταρρυθμίσεων, τότε αυτό θα αποτελέσει κακό μήνυμα προς τις αγορές. Επανέλαβε επίσης πως θεωρεί λάθος την πολιτική των υψηλών πλεονασμάτων για μεγάλο χρονικό διάστημα, και τόνισε πως κλειδί για το μέλλον πρέπει να είναι η ανάπτυξη.
Στην τρισέλιδη επιστολή της κυβέρνησης προς το ΔΝΤ, είναι προφανής η ενόχλησή της για μια σειρά από παραδοχές της έκθεσης του Ταμείου.
«Αντί να τονίζει τι έχει γίνει και να αναλύσει τον αντίκτυπο των εφαρμοζόμενων μεταρρυθμίσεων, η έκθεση του ΔΝΤ παρουσιάζει μια υπερβολικά αρνητική εικόνα της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων, δίνοντας έμφαση στις καθυστερήσεις χωρίς να δοθεί πίστη στα επιτεύγματα», αναφέρει χαρακτηριστικά, και φέρνει ως παράδειγμα τις αποκρατικοποιήσεις.
Η ελληνική κυβέρνηση κατηγορεί το Ταμείο δια του κ. Ψαλιδόπουλου, ότι η έκθεση υποτιμά τον αντίκτυπο των δημοσιονομικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, εστιάζοντας περισσότερο στις καθυστερήσεις, τις αδυναμίες και σε ό,τι δεν έχει μέχρι σήμερα εφαρμοστεί. Στον αντίποδα, θα έπρεπε αυτή να εστιάζει, σύμφωνα με την κυβέρνηση, στις πάνω από 450 νομοθετημένες δράσεις που τέθηκαν σε εφαρμογή την τελευταία 3ετία.
Η κυβέρνηση επισημαίνει πως οι ελληνικές αρχές “χαιρετίζουν το γεγονός ότι το ΔΝΤ αναγνωρίζει τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας μεσοπρόθεσμα”. Ωστόσο, εγκαλεί το Ταμείο για μια σταθερά απαισιόδοξη στάση απέναντι στην Ελλάδα. «Οι υποθέσεις που χρησιμοποιούνται παραμένουν υπερβολικά απαισιόδοξες όσον αφορά την ονομαστική ανάπτυξη, τη δημοσιονομική πορεία και το κόστος αναχρηματοδότησης του χρέους από την αγορά», αναφέρεται στην επιστολή.
Εξηγεί ότι σε σύγκριση με τις παραδοχές που χρησιμοποιήθηκαν από όλα τα άλλα θεσμικά όργανα, το βασικό σενάριο του ΔΝΤ είναι σύμφωνο με το αρνητικό σενάριο της ΕΕ και της Ελλάδας. Όπως υποστηρίζει, το σενάριο αυτό στηρίζεται σε ένα χαμηλότερο σενάριο πρωτογενών πλεονασμάτων, σε ανεπαρκή αξιολόγηση του αντίκτυπου των μεταρρυθμίσεων στη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και σε σημαντικά πιο απαισιόδοξους ρυθμούς αναχρηματοδότησης σε σύγκριση με τα πλέον πρόσφατα δεδομένα της αγοράς, αναφέρεται.
Η κυβέρνηση καλεί το ΔΝΤ δια του κ Ψαλιδόπουλου, να δημοσιεύσει τις παραδοχές στις οποίες βασίζονται αυτές οι εκτιμήσεις, θεωρώντας ότι αν είχαν ληφθεί υπόψιν όλα τα μεταρρυθμιστικά επιτεύγματα της κυβέρνησης, η έκθεση θα ήταν πολύ πιο ισορροπημένη.
Σε άλλο σημείο εκφράζεται η δυσαρέσκεια της Ελλάδας γιατί το Ταμείο δεν αναγνωρίζει τη σημαντική δημοσιονομική προσπάθεια και την ικανότητα της ελληνικής οικονομίας να παράγει σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα. Επισημαίνει μάλισταότι παρ’ ότι τώρα το ΔΝΤ αναγνωρίζει πως αυτά θα ανέλθουν σε 3,5% για την περίοδο 2018-2022, εντούτοις οι προηγούμενες προβλέψεις του ήταν πολύ πιο απαισιόδοξες. Και εκφράζει τη λύπη των ελληνικών αρχών που το ΔΝΤ θεωρεί αβέβαια τα αντίμετρα, αλλά ούτε δέχεται ότι υπάρχει ο “δημοσιονομικός χώρος» τον οποίο βλέπει η κυβέρνηση.
Ειδική αναφορά κάνει η ελληνική πλευρά στις ενστάσεις του ΔΝΤ ότι η επαναφορά του καθεστώτος συλλογικών συμβάσεων και η αύξηση του κατώτατου μισθού θα υποσκάψουν την ανταγωνιστικότητα. Η επιχειρηματολογία της ελληνικής πλευράς είναι ότι τα μέτρα αυτά είχαν ανασταλεί το 2012, αλλά αυτό είχε γίνει προσωρινά, και είχε συμφωνηθεί από τότε ότι εν ευθέτω χρόνο θα επανέλθουν.