Εξ’ ολοκλήρου θα πρέπει να καταβάλλουν το επίδομα αδείας οι εργοδότες στους εργαζόμενους τους ανεξάρτητα από το αν έχουν τεθεί ή όχι σε αναστολή η σύμβαση εργασίας τους.

Το ποσό του επιδόματος αδείας δεν επηρεάζεται από την αποζημίωση ειδικού σκοπού των 534 ευρώ  που λαμβάνει ο εργαζόμενος, καθώς σύμφωνα με τους εργατολόγους τρέχει κανονικά ο ονομαστικός του μισθός και οι ασφαλιστικές εισφορές που του αναλογούν.

Το επίδομα αδείας για όλους τους εργαζόμενους είτε μπήκαν σε αναστολή είτε όχι καταβάλλεται από τον εργοδότη, καθώς ο χρόνος αναστολής, υπολογίζεται κατά κανόνα, ως χρόνος εργασίας και τρέχουν όλα τα δικαιώματα του εργαζομένου.

Με αυτό ως δεδομένο, η εργασιακή σχέση διατηρείται, συνεχίζει να υφίσταται η υποχρέωση του εργοδότη για την πληρωμή του επιδόματος αδείας, αλλά και των αποδοχών ή αποζημίωσης αδείας ακόμη και για το διάστημα στο οποίο οι εργαζόμενοι είναι ή  ήταν σε αναστολή. Επίσης  το ύψος των αποδοχών μη ληφθείσας άδειας και του επιδόματος αδείας που υποχρεούται να καταβάλλει ο εργοδότης, θα υπολογισθούν με βάση τον ονομαστικό (πραγματικό μισθό) και όχι με βάση την αποζημίωση ειδικού σκοπού των 534 ευρώ.

Κατά τη διάρκεια της άδειας ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από τον εργοδότη τις “συνήθεις αποδοχές” που θα ελάμβανε αν πραγματικά απασχολούνταν στην επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της άδειάς του. Στην έννοια των συνήθων αποδοχών περιλαμβάνεται, ότι καταβάλλεται στο μισθωτό τακτικά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της εργασίας του, τόσο ο πάγιος μισθός ή το ημερομίσθιο, όσο και κάθε είδους πρόσθετες συμπληρωματικές παροχές, είτε σε χρήμα είτε σε είδος (όπως λ.χ. τροφή, κατοικία, ποσοστά, επιδόματα κλπ).

Διευκρινίζεται ότι στην έννοια των συνήθων αποδοχών περιλαμβάνονται και οι προσαυξήσεις για εργασία κατά τις νύκτες, τις Κυριακές και αργίες, καθώς επίσης και η αμοιβή για υπερεργασία και η προσαύξηση για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση (όχι όμως και η παράνομη υπερωρία), την οποία ο μισθωτός πραγματοποιεί είτε τακτικά κάθε μήνα, είτε κατ’ επανάληψη σε ορισμένα ή και ακανόνιστα χρονικά διαστήματα μέσα στο χρόνο, κατά τρόπο που να αποτελεί σύνηθες φαινόμενο (π.χ. όταν είναι βέβαιο ότι θα καταβάλλονταν οι ανωτέρω αμοιβές και κατά το χρόνο της άδειας, αν ο μισθωτός εργαζόταν κατ’ αυτή.

Δεν αποτελούν μισθό και συνεπώς δεν λαμβάνονται για τον καθορισμό των αποδοχών αδείας, τα ποσά που καταβάλλονται για οδοιπορικά και έξοδα κίνησης, καθώς και η αποζημίωση για εκτός έδρας εργασία, εκτός εάν αυτή παρέχεται τακτικά και σταθερά.

Εκτός από τις αποδοχές της άδειας ο μισθωτός δικαιούται και επίδομα αδείας. Το επίδομα αδείας δεν μπορεί να υπερβεί για όσους αμείβονται με μισθό το μισό μισθό και για όσους αμείβονται με ημερομίσθιο τα 13 ημερομίσθια.

Να σημειωθεί ότι ο εργαζόμενος δικαιούται αναλογία χρόνου ετήσιας άδειας από την έναρξη της απασχόλησής του σύμφωνα με το εβδομαδιαίο σύστημα εργασίας του (πενθήμερο ή εξαήμερο), χωρίς να απαιτείται να συμπληρώσει συγκεκριμένο διάστημα προϋπηρεσίας στον εργοδότη του.

Συγκεκριμένα, κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος που προσελήφθη ο εργαζόμενος ο εργοδότης υποχρεούται να του χορηγήσει μέχρι 31 Δεκεμβρίου αναλογία των ημερών αδείας που δικαιούται, σύμφωνα με τους μήνες απασχόλησής του. Κάθε εργαζόμενος με σχέση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου, δικαιούται από την έναρξη της εργασίας του μέχρι τη συμπλήρωση δωδεκαμήνου να λάβει το ποσοστό της αδείας του. Η αναλογία αυτή υπολογίζεται στη βάση των 20 εργασίμων ημερών ετήσιας άδειας για όσους εργάζονται πενθήμερο και των 24 εργασίμων ημερών για όσους εργάζονται εξαήμερο.

Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, αφού ο εργαζόμενος συμπληρώσει δωδεκάμηνη εργασία, δικαιούται άδεια 21 ημερών (πενθήμερη εργασία) και 25 ημερών (εξαήμερη εργασία).

Για το τρίτο και τα επόμενα εργασιακά έτη ο εργαζόμενος δικαιούται από την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους την κανονική ετήσια άδειά του με αποδοχές, δηλαδή 22 ημέρες (πενθήμερη εργασία) και 26 ημέρες (εξαήμερη εργασία).

Μετά τη συμπλήρωση 10 ετών εργασίας στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσίας 12 ετών σε οποιοδήποτε εργοδότη ο εργαζόμενος δικαιούται άδεια 25 εργασίμων ημερών (πενθήμερη εργασία)  και 30 εργασίμων ημερών (εξαήμερη εργασία).

Μετά την συμπλήρωση 25ετούς υπηρεσίας σε οποιοδήποτε εργοδότη οι εργαζόμενοι δικαιούνται μία επιπλέον ημέρα αδείας, δηλαδή 26 ημέρες (πενθήμερη εργασία) και 31 μέρες (εξαήμερη εργασία).