ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Με δεδομένη την πορεία της αγοράς ακινήτων το ενδιαφέρον αναμένεται να είναι σημαντικό.
Το Ελληνικό Δημόσιο θα προκηρύξει το σχετικό διαγωνισμό μιας και η διαβούλευση έληξε χωρίς ουσιαστικές παρατηρήσεις από τους ενδιαφερόμενους.
Εκτιμάται πως οι συζητήσεις με τους επενδυτές θα διαρκέσουν από τον Οκτώβριο μέχρι τον Ιανουάριο και στη συνέχεια οι ενδιαφερόμενοι που έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον θα καταθέσουν δεσμευτικές προσφορές.
Τι αναλαμβάνει ο Φορέας
Αντικείμενο της Σύμβασης Παραχώρησης είναι η παραχώρηση των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων του Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης σε νομικό πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα βάσει σύμβασης.
Ο φορέας απόκτησης και επαναμίσθωσης αναλαμβάνει την υποχρέωση απόκτησης κύριας κατοικίας ευάλωτου οφειλέτη, τη μίσθωσή του σε αυτόν, και τη μεταβίβασή του σε αυτόν, σε κάθε περίπτωση υπό προϋποθέσεις
Ο φορέας μπορεί να αλλάξει
Η υποχρέωση του Φορέα για απόκτηση κύριας κατοικίας από ευάλωτους οφειλέτες θα διαρκεί μέχρι την εξάντληση των οικονομικών του δεσμεύσεων ή την παρέλευση χρονικού διαστήματος που θα ορίζονται στη Σύμβαση Παραχώρησης. Όσο διαρκεί η υποχρέωση αυτή, ο Φορέας θα ενεργεί κατ’ αποκλειστικότητα.
Πριν την εξάντληση των οικονομικών δεσμεύσεων του Φορέα ή την παρέλευση του χρονικού διαστήματος που θα ορίζεται στην Σύμβαση Παραχώρησης, δύναται να δοθεί στο Φορέα δικαίωμα να αυξήσει τις οικονομικές του δεσμεύσεις και να παρατείνει αντίστοιχα το δικαίωμα αποκλειστικότητας. Σε διαφορετική περίπτωση το Δημόσιο δύναται να παραχωρήσει τις υποχρεώσεις και αρμοδιότητες του φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης και σε άλλο νομικό πρόσωπο.
Αγορά ακινήτων μέχρι και 2 δισ. ευρώ
Το σύνολο των κεφαλαίων που μέσω της Σύμβασης Παραχώρησης θα δεσμευτεί να δαπανήσει ο Φορέας σε αγορές πρώτων κατοικιών ευάλωτων οφειλετών είναι έως και 2.000.000.000 ευρώ ενώ το ακριβές ποσό θα οριστικοποιηθεί στην Πρόσκληση Υποβολής Δεσμευτικών Προσφορών.
Η ίδια συμμετοχή του Αναδόχου στα επενδυμένα κεφάλαια του Φορέα, η οποία μπορεί να εισφερθεί ως μετοχικό ή δάνεια μειωμένης εξασφάλισης, θα ανέρχεται στο ποσοστό τουλάχιστο 20% σε κάθε χρονική στιγμή επί των συνολικών κεφαλαιακών αναγκών.