Τα άρθρα 568 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας διαλαμβάνουν σχετικά με το ποινικό μητρώο.

Ιδίως δε το άρθρο 571 διακρίνει δύο τύπους αντιγράφων του ποινικού μητρώου: α) το αντίγραφο δικαστικής χρήσης, και β) το αντίγραφο γενικής χρήσης.

1

Στο μεν πρώτο καταχωρίζεται το περιεχόμενο όλων των δελτίων ποινικού μητρώου εκτός από εκείνα που έχουν παύσει να ισχύουν, αλλά χορηγείται σε πολύ περιορισμένα, ρητώς απαριθμούμενα πρόσωπα.

Πάντως, αν πρόκειται για διορισμό δικαστικών λειτουργών, εκπαιδευτικών  όλων  των βαθμίδων,  οργάνων  των  Σωμάτων  Ασφαλείας και υποψηφίων για την εισαγωγή στις παραγωγικές σχολές των Ενόπλων Δυνάμεων και των  Σωμάτων Ασφαλείας, τότε προβλέπεται ρητά η χορήγηση αντιγράφου δικαστικής χρήσης (572 ΚΠοινΔ).

Από την άλλη, στο αντίγραφο γενικής χρήσης καταχωρίζεται το περιεχόμενο όλων των δελτίων ποινικού μητρώου, εκτός από εκείνα, τα οποία (α) αναγράφουν χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας ή ποινή φυλάκισης έως έξι μήνες, μετά την πάροδο τριών ετών, (β) αναγράφουν ποινή φυλάκισης πέραν των έξι μηνών ή ποινή περιορισμού σε ψυχιατρικό κατάστημα, μετά την πάροδο οκτώ ετών, (γ) αναγράφουν κάθειρξη, μετά την πάροδο είκοσι ετών.

Η μόνη θεωρητική δυνατότητα του εργοδότη που ενδιαφέρεται να μάθει το ποινικό μητρώο του υποψηφίου εργαζομένου του είναι η χορήγηση αντιγράφου γενικής χρήσης και μόνον.

Άλλωστε, «…όπου ο νόμος προβλέπει την έκδοση και τη χορήγηση αντιγράφου οποιουδήποτε τύπου ή αποσπάσματος ποινικού μητρώου, παρέχεται αντίγραφο γενικής χρήσης.» (570 ΚΠοινΔ).

Η αξίωση του εργοδότη να πληροφορηθεί το ποινικό μητρώο του υποψήφιου εργαζομένου είναι ορισμένες φορές απολύτως εύλογη, αν όχι αναγκαία. Για παράδειγμα, είναι λογικό ένας εργοδότης να επιθυμεί να γνωρίζει αν ο υποψήφιος εργαζόμενος είναι καταδικασμένος για οικονομικής φύσης εγκλήματα, όταν πρόκειται να αναθέσει σε αυτόν τη διαχείριση χρημάτων, ή να γνωρίζει αν ο εν λόγω υποψήφιος εμπλέκεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε υπόθεση παιδικής πορνογραφίας, όταν πρόκειται να του εμπιστευτεί τη φύλαξη ανηλίκων ή τη μεταφορά μαθητών στο σχολείο τους.

Σύμφωνα όμως με το άρθρο 10 του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων («ΓΚΠΔ»), αν και το ποινικό μητρώο δεν εντάσσεται στην ειδική κατηγορία των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9), «η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα ή σχετικά μέτρα ασφάλειας […] διενεργείται μόνο υπό τον έλεγχο επίσημης αρχής ή εάν η επεξεργασία επιτρέπεται από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους το οποίο προβλέπει επαρκείς εγγυήσεις για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων. Πλήρες ποινικό μητρώο τηρείται μόνο υπό τον έλεγχο επίσημης αρχής.».

Υπό το ισχύον λοιπόν νομοθετικό καθεστώς, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα ή σχετικά μέτρα ασφάλειας διενεργείται, αποκλειστικά, «υπό τον έλεγχο επίσημης αρχής», και επομένως, η συλλογή και επεξεργασία του ποινικού μητρώου του εργαζομένου από τον εργοδότη, καθώς και κάθε πληροφορίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορά στην απουσία ποινικών καταδικών (λ.χ. υπεύθυνες δηλώσεις), είναι απαγορευμένη.

Προκειμένου, να μπορούσε να λάβει χώρα αντίστοιχη επεξεργασία από μη επίσημη αρχή (στην προκείμενη περίπτωση από τον εργοδότη) είναι απαραίτητο να προβλεπόταν σχετική δυνατότητα από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους το οποίο να προέβλεπε και επαρκείς εγγυήσεις για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων. Μέχρι σήμερα, ο ελληνικός εφαρμοστικός του ΓΚΠΔ νόμος, δηλαδή ο ν. 4624/2019, δεν εμπεριέχει αντίστοιχη ρύθμιση.

Δεδομένου επομένως ότι και κατά την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα στην υπ’ αριθμ. 1/2020 Γνωμοδότησή της, η λήψη ποινικού μητρώου του εργαζομένου από τον εργοδότη δεν είναι προς το παρόν επιτρεπτή, φαίνεται πως αναλογικά μπορεί να γίνει δεκτό ένα «δικαίωμα στο ψεύδος» του εργαζομένου, καθώς η περίπτωση αυτή προσομοιάζει με όλες εκείνες όπου το δικαίωμα πληροφόρησης του εργοδότη συγκρούεται με το δικαίωμα της προσωπικότητας και της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης των μισθωτών, και τελικά αναγνωρίζεται δικαίωμα του εργαζομένου να σιωπήσει, ακόμη και να απαντήσει ψευδώς στις υποβαλλόμενες ερωτήσεις.

Διότι ακριβώς το «δικαίωμα στο ψέμα» παρέχει τη δυνατότητα στον εργαζόμενο να απαντήσει ανειλικρινώς σε ερωτήσεις, οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια του δικαιώματος πληροφόρησης του εργοδότη. Όπως μάλιστα γίνεται δεκτό, η συμπεριφορά αυτή του εργαζόμενου δεν επισύρει καμία δυσμενή συνέπεια, ούτε για τον ίδιο, αλλά ούτε και για το κύρος της συναφθείσας σύμβασης εργασίας. Έτσι λοιπόν, η σύμβαση δεν μπορεί να ακυρωθεί λόγω απάτης ή αθέμιτης παραπλάνησης του άλλου μέρους.

Διαβάστε επίσης:

Εργασία κατά τη διάρκεια κακοκαιρίας – Πότε μια επιχείρηση οφείλει να καταβάλει κανονικά τις αποδοχές

Η υποχρέωση εχεμύθειας του εργαζόμενου και η σχετική ρήτρα

Γεωργιάδης: Η πρόθεσή μας για κατώτατο μισθό 950 ευρώ στο τέλος της τετραετίας θα έχει ξεπεραστεί