ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Το ΔΝΤ θα εμπλακεί ενεργά στη μεταμνημονιακή εποπτεία της Ελλάδας ξεκαθαρίζει το Ταμείο στην έκθεση του άρθρου 4 για την πορεία της Ελληνικής οικονομίας, η οποία δημοσιεύτηκε το απόγευμα της Τρίτης (ώρα Ελλάδας). Το Ταμείο θεωρεί δεδομένη την εφαρμογή της μείωσης των συντάξεων το 2019 και του αφορολογήτου το 2020. Όπως αναφέρει το Ταμείο, «καλωσορίζει τη δέσμευση των αρχών να εφαρμόσουν πλήρως το προ-νομοθετημένο δημοσιονομικό πακέτο για το 2019 και το 2020».
Το ΔΝΤ θεωρεί πως η εφαρμογή των μέτρων είναι ουσιώδης όχι μόνο για το αποτέλεσμά της αλλά επίσης λόγω του καθαρού μηνύματος που θα στείλει ως προς τη δέσμευση της Ελλάδας να παραμείνει στο μονοπάτι των μεταρρυθμίσεων στη μετα-προγραμματική περίοδο.
Η έκθεση διαπιστώνει ότι η Ελλάδα «επιτέλους επέστρεψε στην ανάπτυξη», με αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,4% το 2017. Ωστόσο, «η ανεργία παραμένει υψηλή» και «οι δημόσιοι και ιδιωτικοί ισολογισμοί παραμένουν επιδεινωμένοι». Εξάλλου, η χώρα θα πρέπει «να επιταχύνει τις προσπάθειες για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs)», θέτοντας «πιο φιλόδοξους στόχους» στον συγκεκριμένο τομέα.
Το Ταμείο προβλέπει ανάπτυξη στο 2% το τρέχον έτος και στο 2,5% το 2019. Ανάμεσα στα ρίσκα που εντοπίζει, σε εγχώριο επίπεδο, είναι η πολιτική παράμετρος και η μεταρρυθμιστική κόπωση. Σε διεθνές επίπεδο, η επιβράδυνση του εμπορίου, η επιδείνωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών και η περιφερειακή αστάθεια. Επικεντρώνεται δε, μακροπρόθεσμα, στη γήρανση του πληθυσμού.
Στην έκθεσή του το ΔΝΤ ξεκαθαρίζει πως βλέπει θετικά τις παρεμβάσεις τις Ευρωζώνης οι οποίες βελτίωσαν τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους μεσοπρόθεσμα. Ωστόσο, αυτή διατηρείται αβέβαιη μακροπρόθεσμα. Παράλληλα, καλωσορίζει «τη συνεχή δέσμευση των Ευρωπαίων εταίρων της Ελλάδας να υποστηρίξουν τη χώρα στο μέλλον, συμπεριλαμβανομένης περαιτέρω ελάφρυνσης χρέους, εφόσον χρειαστεί».
Κλειδί ο ρεαλισμός και η ανάπτυξη
Το ΔΝΤ θεωρεί«κλειδί» τον ρεαλισμό στη διαμόρφωση των στόχων για πλεονάσματα αλλά και την ανάπτυξη. Το Ταμείο σημειώνει ταυτόχρονα ότι θα χρειαστούν περαιτέρω διαρθρωτικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, για την ώθηση της παραγωγικότητας, της ανταγωνιστικότητας και της κοινωνικής συνοχής.
Πάντως, το Ταμείο σημειώνει πως η Ελλάδα συνεχίζει να καταγράφει χαμηλότερες επιδόσεις από τις ομότιμες χώρες στους δείκτες ανταγωνιστικότητας και έχει ακόμη δρόμο να διανύσει στην απελευθέρωση των περισσότερων επαγγελμάτων στον τομέα των υπηρεσιών.
Αναφορικά με την ανάγκη βελτίωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, το ΔΝΤ επιμένει στην προώθηση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων αλλά και στη διατήρηση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας, «μέσω μιας συνετής πολιτικής κατώτατου μισθού και μέσω της διατήρησης των μεταρρυθμίσεων στις συλλογικές διαπραγματεύσεις».
Σύμφωνα με το Ταμείο, οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα βοηθήσουν να διασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητα και να διατηρηθεί το μομέντουμ στην ανάκαμψη της απασχόλησης.
Λάθος το μείγμα πολιτικής
Το ταμείο επαναλαμβάνει πως διαφωνεί με τους υψηλούς στόχους στα πρωτογενή πλεονάσματα. Όπως αναφέρει, αυτοί «κοστίζουν στην ανάπτυξη», καθώς περιλαμβάνουν «υψηλούς φόρους και περιορισμένες κοινωνικές και επενδυτικές δαπάνες».
Αντίθετα, προκρίνει μια στροφή σε ένα μείγμα πολιτικής πιο φιλικό στην ανάπτυξη, το οποίο μέσω μιας περαιτέρω δημοσιονομικής εξισορρόπησης θα μειώσει τους άμεσους φόρους και θα αυξήσει στοχευμένες κοινωνικές δαπάνες για την υποστήριξη της μεγέθυνσης και τη μείωση της «ακόμη υψηλής» φτώχειας.
Οι ελληνικές τράπεζες να εξετάσουν την άντληση κεφαλαίων
“Τα αποτελέσματα των stress test που δημοσιεύθηκαν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τον Μάιο δείχνουν ανθεκτικότητα των ελληνικών τραπεζών στο βασικό σενάριο, αλλά σημαντική μείωση κεφαλαίων στο δυσμενές σενάριο” αναφέρει το ΔΝΤ στην έκθεσή του.
Το Ταμείο εκτιμά ότι στην περίπτωση που ζητηθεί στις τρεις τράπεζες με τον χαμηλότερο CET1 (σ.σ. δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας) να διατηρήσουν, στο δυσμενές σενάριο, τους κεφαλαιακούς δείκτες τους ευθυγραμμισμένους με την κεφαλαιακή απαίτηση του 7,5%-8%, τότε το σχετικό κεφαλαιακό έλλειμμα θα μπορούσε να κυμανθεί μεταξύ 1,3 δισ. ευρώ και 1,9 δισ. ευρώ.