Λίγο πριν την προγραμματισμένη αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας, ο καναδικός οίκος DBRS στέλνει σαφές μήνυμα για την επιτακτική ανάγκη προώθησης κρίσιμων μεταρρυθμίσεων και τη μετάβαση σε ένα διατηρήσιμο, νέο παραγωγικό μοντέλο με διαφοροποιημένες πηγές ανάπτυξης.

«Σε ένα περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας, η συνεχιζόμενη οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας αντιμετωπίζει αναδυόμενες προκλήσεις όσον αφορά την διάρκεια και την ανθεκτικότητά της.

1

Η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων για την τόνωση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας και η αξιοποίηση των εξωτερικών πόρων θα στηρίξουν περαιτέρω τις προσπάθειες της Ελλάδας για την αντιμετώπιση της κρίσης, την επιτυχή αντιμετώπιση των διαρθρωτικών προκλήσεων και την περαιτέρω διατήρηση της ανάπτυξης πέραν της λήξης των κονδυλίων μέσω του Next Generation EU.

Η DBRS θα συνεχίσει να παρακολουθεί τις εξελίξεις στην Ελλάδα και τις συνεχιζόμενες προσπάθειες για τη μετάβασή της σε ένα πιο αυτόνομο μοντέλο ανάπτυξης» αναφέρουν οι αναλυτές του οίκου περιγράφοντας με σαφήνεια το πεδίο στο οποίο κάνουν θα κάνουν focus στις επόμενες αξιολογήσεις τους.

Όπως μάλιστα επισημαίνουν «οι αναδυόμενες προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένων των γεωπολιτικών κινδύνων, πιθανότατα θα δοκιμάσουν την οικονομική ανθεκτικότητα της Ελλάδας. Αυτό θα απαιτήσει επαγρύπνηση για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων για την περαιτέρω μετάβαση σε ένα πιο διαφοροποιημένο και βιώσιμο οικονομικό μοντέλο.»

Επιπρόσθετα ο οίκος τονίζει πως ενώ οι επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από το RRF θα βοηθήσουν την Ελλάδα να γεφυρώσει το χάσμα με τους Ευρωπαίους ομολόγους της τα επόμενα δύο χρόνια, η αύξηση των επενδύσεων θα εξαρτηθεί επίσης από την ικανότητα του τραπεζικού τομέα να παρέχει πιστώσεις στις επιχειρήσεις καθώς και από την ικανότητα της χώρας να προσελκύσει επενδυτές μεσοπρόθεσμα.

Σύμφωνα με τη DBRS που αξιολογεί την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας με BBB και με θετική προοπτική (outlook)

Την τελευταία 4ετία και παρά τα πολλαπλά σοκ, συμπεριλαμβανομένης της πανδημίας αλλά και της ενεργειακής κρίσης, η ελληνική οικονομία έχει επιδείξει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα. Το πραγματικό ΑΕΠ υπεραποδίδει έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου, σταθερά από το 2021 και οι τελευταίες προβλέψεις δείχνουν πως η τάση αυτή συνεχίζεται.

Αυτό οφείλεται στην ανάκαμψη μετά από πολλά έτη ύφεσης αλλά και στη βελτίωση στα θεμελιώδη μεγέθη εξαιτίας δημοσιονομικών και οικονομικών προσαρμογών. Πλέον η οικονομική επίδοση της χώρας στηρίζεται περισσότερο στις εξαγωγές και στις επενδύσεις και λιγότερο στην κατανάλωση που βασίζεται σε δανεισμό και παρουσιάζει λιγότερες ανισορροπίες σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν.

Η οικονομική δραστηριότητα αυξήθηκε κατά 2,3% το 2023 και το πραγματικό ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί πάνω από 2,0% το προηγούμενο έτος, υποστηριζόμενη από ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση, εξαγωγές και αύξηση των επενδύσεων.

Αν και με υψηλό βαθμό αβεβαιότητας, η ελληνική οικονομία πιθανότατα θα συνεχίσει να υπερβαίνει τον μέσο όρο της ευρωζώνης φέτος, καθώς η ανάκαμψη και η ανθεκτικότητα υποστηρίζονται από εισροές κεφαλαίων της ΕΕ, μαζί με την ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση και τον ενισχυμένο τραπεζικό τομέα.

Κατά την περίοδο 1995-2000, η ιδιωτική κατανάλωση ήταν ο κύριος συντελεστής του πραγματικού ΑΕΠ σε ποσοστό 68% του ΑΕΠ, με τις συνολικές εξαγωγές να αντιπροσωπεύουν περίπου το 17%, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ για την ιδιωτική κατανάλωση και τις εξαγωγές ήταν 55% και 26% αντίστοιχα, αντίστοιχα.

Η τάση αυτή συνεχίστηκε και μετά την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη το 2001. Παρά τα αναμενόμενα οφέλη από την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος οι συνολικές εξαγωγές και ιδιαίτερα οι εξαγωγές αγαθών παρέμειναν χαμηλές.

Για την περίοδο 2001-2008 οι συνολικές εξαγωγές αντιπροσώπευαν το 20% του ΑΕΠ έναντι 32% για την ΕΕ. Κατά την περίοδο αυτή, η αύξηση των μισθών στους μη εμπορεύσιμους τομείς αυξήθηκε ραγδαία οδηγώντας σε υψηλότερες τιμές σε ολόκληρη την οικονομία και σε μείωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας.

Την περίοδο 2000-2008, το μοναδιαίο κόστος εργασίας αυξήθηκε σχεδόν κατά 32%. Αυτό επιδεινώθηκε από τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, όπως η γραφειοκρατία στον δημόσιο τομέα, η άκαμπτη αγορά εργασίας, οι κλειστές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών και το αναποτελεσματικό φορολογικό σύστημα.

Η χώρα επίσης βίωσε αύξηση των επενδύσεων, με το ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου να αυξάνεται σε 25% κατά μέσο όρο μεταξύ 2001 και 2008, έναντι 22% για την ΕΕ. Ωστόσο, συγκεντρώθηκε κυρίως σε μη παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, όπως η ακίνητη περιουσία, οδηγώντας σε μη βιώσιμη πιστωτική επέκταση και τελικά σε υψηλές δημοσιονομικές ανισορροπίες.

Η τάση αυτή διακόπηκε από την κρίση δημόσιου χρέους, την πολιτική αστάθεια και παράγοντες όπως το μετέπειτα χαμηλότερο πολιτικό κόστος της μείωσης των δημόσιων επενδύσεων σε σύγκριση με τις τρέχουσες δαπάνες. Οι συνολικές επενδύσεις μειώθηκαν σε περίπου 11% του ΑΕΠ το 2015.

Η Ελλάδα υλοποίησε τρία προγράμματα προσαρμογής από το 2010 έως το 2018, υλοποιώντας μια σειρά μεταρρυθμίσεων στον οικονομικό, δημοσιονομικό και χρηματοπιστωτικό τομέα, οι οποίες βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητα, τη δημοσιονομική θέση και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας αποσκοπούσαν στην αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, με τη θέσπιση ευέλικτων μορφών απασχόλησης και την προσαρμογή των μισθών ώστε να αντικατοπτρίζουν τα επίπεδα παραγωγικότητας.

Κατά την περίοδο 2009-2018, το μοναδιαίο κόστος εργασίας μειώθηκε κατά περίπου 9%, με το ποσοστό ανεργίας να βρίσκεται στο 9,4% τον Δεκέμβριο του 2024 από 28,1% τον Σεπτέμβριο του 2013. Πολλές μεταρρυθμίσεις έχουν επίσης εφαρμοστεί για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας στις αγορές προϊόντων και για το άνοιγμα προηγουμένως «κλειστών» επαγγελμάτων, βελτιώνοντας το επιχειρηματικό περιβάλλον της Ελλάδας.

Οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν σημαντικά το 2023 φθάνοντας το 44% το 2023 από 22% το 2010, προσεγγίζοντας τον μέσο όρο της ΕΕ κατά 52%, σύμφωνα με τη Eurostat.

Η παρατηρούμενη αύξηση των εισαγωγών οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση των εισαγωγών κεφαλαιουχικών αγαθών, που οφείλεται στην αύξηση της επενδυτικής δραστηριότητας. Μετά από χρόνια ύφεσης των επιπέδων επενδύσεων στην Ελλάδα, ο σχηματισμός ακαθάριστων κεφαλαίων (ως ποσοστό του ΑΕΠ) άρχισε να αυξάνεται αργά το 2020. Από 12,3% το 2020 οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ έφθασαν το 15,2% το 2023 και αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω, υποστηριζόμενες από την εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0).

Διαβάστε επίσης:

Σταϊκούρας: Δεν λέω ότι έχουν λυθεί όλα τα προβλήματα – Έχουμε καλύτερα συστήματα ασφάλειας στους σιδηρόδρομους

Γεωργιάδης προς Δουδωνή: Πολλή παρέα με την Ακροδεξιά κάνατε – Όταν συγκυβερνήσαμε δεν ήμασταν ακροδεξιοί;

ΤΗΕΟΝ: Ισχυρή παρουσία στη διεθνή έκθεση IDEX 2025 στο Αμπού Ντάμπι – Το νέο σύστημα για τον «Στρατιώτη του Μέλλοντος»