ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Ένα «Παρατηρητήριο» δημοσίων δαπανών, που θα εντοπίζει δαπάνες οι οποίες με χαμηλή κοινωνική και οικονομική ανταποδοτικότητα, μπορεί να αναβαθμίσει τη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών εξασφαλίζοντας πολύτιμους πόρους και ενισχύοντας την αξιοπιστία της δημοσιονομικής πολιτικής που είναι καθοριστικής σημασίας σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας διεθνώς, υπό το βάρος γεωπολιτικών εντάσεων και προκλήσεων.
Αυτό εκτιμάται μεταξύ άλλων στην ετήσια έκθεση της ΤτΕ για την ελληνική οικονομία, μέσω της οποίας αξιολογείται παράλληλα και το σενάριο ανάθεσης της διαχείρισης του ΕΝΦΙΑ, ή μέρους αυτού, στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης.
Με δεδομένο το αυστηρό πλαίσιο των νέων δημοσιονομικών κανόνων αλλά και την πιεστική ανάγκη της ελληνικής οικονομίας να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα για πολλά χρόνια ακόμη, η αξιοπιστία και η αποτελεσματικότητα της δημοσιονομικής πολιτικής συνιστούν προτεραιότητα.
Όπως εκτιμά η ΤτΕ από την πλευρά των δαπανών «η θεσμοθέτηση τακτικής αξιολόγησης των δημόσιων δαπανών αποτελεί κρίσιμο εργαλείο για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς τους και τη διασφάλιση της βέλτιστης κατανομής των δημοσιονομικών πόρων.»
Σύμφωνα δε με τους αναλυτές της έκθεσης «Η δημοσίευση των ευρημάτων της αξιολόγησης θα επιτρέπει τον εντοπισμό δαπανών με χαμηλή κοινωνική και οικονομική ανταποδοτικότητα, διευκολύνοντας τον ανασχεδιασμό τους ώστε να κατευθυνθούν σε πιο παραγωγικές και στοχευμένες χρήσεις. Με αυτό τον τρόπο, ενισχύονται η διαφάνεια, η λογοδοσία και η αποδοτικότητα στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών.»
Το θέμα της επαναξιολόγησης δαπανών έρχεται τακτικά στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια. Πλέον όμως στο πλαίσιο των νέων δημοσιονομικών κανόνων η μείωση του δημοσίου χρέους και ο περιορισμός των κινδύνων βιωσιμότητας του μεσομακροπρόθεσμα, μέσω του ελέγχου του ρυθμού αύξησης των δημόσιων δαπανών είναι στο επίκεντρο του δημοσιονομικού σχεδιασμού. Άλλωστε το νέο πλαίσιο, όπως επισημαίνει και η ΤτΕ ορίζει πως τυχόν ύπαρξη δημοσιονομικού χώρου θα αξιοποιείται είτε για τη δημιουργία αποθεματικού είτε για τη μείωση του δημόσιου χρέους, ενώ οποιοδήποτε έκτακτο δημοσιονομικό μέτρο στην πλευρά των δαπανών θα πρέπει να χρηματοδοτείται από μέτρα ισόποσης αύξησης των εσόδων.
Από την πλευρά των δαπανών, η ΤτΕ στέκεται ιδιαίτερα στην περαιτέρω εφαρμογή τακτικής αξιολόγησης των δημόσιων δαπανών, τα ευρήματα της οποίας θα δημοσιεύονται. Στόχος είναι να αναδειχθούν εκείνες οι κατηγορίες δαπανών με μικρό βαθμό κοινωνικής και οικονομικής ανταποδοτικότητας, διευκολύνοντας τον ανασχεδιασμό τους με στόχο τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα.
Διαρθρωτικές δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις
Το δεσμευτικό πλαίσιο των νέων δημοσιονομικών κανόνων, υπαγορεύει εν γένει την προώθηση διαρθρωτικών δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων. Πέραν των δαπανών και της αποτελεσματικότερης αξιοποίησης των διαθέσιμων πόρων, στο επίκεντρο βρίσκονται μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης.
Σύμφωνα με την ΤτΕ για το 2025, κρίνεται επιτακτικά αναγκαία η ολοκλήρωση των παρεμβάσεων του 2024 που οδήγησαν στον περιορισμό της φοροδιαφυγής, αλλά και η περαιτέρω αυτοματοποίηση της διαδικασίας είσπραξης των φόρων όπως σχεδιάζεται από την κυβέρνηση. Οι παρεμβάσεις αυτές περιλαμβάνουν την καθολική δήλωση των εσόδων-εξόδων μιας επιχείρησης στην πλατφόρμα myData, την καθολική λειτουργία του ψηφιακού πελατολογίου, την έναρξη της υποχρεωτικής εφαρμογής του ψηφιακού δελτίου αποστολής διακινούμενων προϊόντων, νέα συστήματα ελέγχου για την αυτόματη παρακολούθηση της εξέλιξης των ληξιπρόθεσμων οφειλών του κάθε υποχρέου, την αποτελεσματικότερη αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης με στόχο την περαιτέρω μείωση της γραφειοκρατίας, την καθολική επέκταση του ηλεκτρονικού τιμολογίου, τη χρήση λογισμικού για τον περιορισμό του λαθρεμπορίου στα ναυτιλιακά καύσιμα κ.ά.
Οι προαναφερθείσες παρεμβάσεις μπορεί να έχουν πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα αν συμπληρωθούν με φορολογικά κίνητρα για τους καταναλωτές ώστε να αποτρέπεται η απόκρυψη συναλλαγών σε τομείς με υψηλή φοροδιαφυγή, καθώς και με επανεξέταση των υφιστάμενων φοροαπαλλαγών με γνώμονα την οικονομική και αναπτυξιακή δυναμική τους, αλλά και την αποτελεσματικότερη στόχευση της κοινωνικής πολιτικής.
Μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να ενισχύσει όχι μόνο τα φορολογικά έσοδα, αλλά και τη φορολογική δικαιοσύνη και μακροπρόθεσμα να συμβάλει αποφασιστικά στη δημοσιονομική σταθερότητα και στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
ΕΝΦΙΑ στους ΟΤΑ
Ένα επιπρόσθετο παράδειγμα δημοσιονομικής μεταρρύθμισης αποτελεί η ανάθεση της διαχείρισης του ΕΝΦΙΑ, ή ενός μέρους αυτού, στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ).
Σε ειδική ανάλυση που περιλαμβάνεται στην έκθεση αναλύονται τα βασικά επιχειρήματα για μια τέτοια μεταρρύθμιση τα οποία συνδέονται με τις οικονομίες κλίμακας που θα προέκυπταν, δεδομένου ότι ο ΕΝΦΙΑ αφενός συνδέεται με τη χρηματοδότηση μεγάλου μέρους δαπανών από την κεντρική κυβέρνηση προς τους δήμους (μεταβιβάσεις) και αφετέρου αφορά τη φορολόγηση ακίνητης περιουσίας που βρίσκεται στα γεωγραφικά όρια κάθε δήμου της χώρας.
«Πρόκειται για ένα δύσκολο εγχείρημα που θα απαιτούσε προσεκτικό σχεδιασμό κατά το στάδιο της μετάβασης, ώστε να αποφευχθούν αναποτελεσματικά σχήματα που θα περιόριζαν την ανταποδοτικότητα του εν λόγω φόρου» προειδοποιεί η ΤτΕ.
Στα πλεονεκτήματα ενός τέτοιου μέτρου συγκαταλέγονται σύμφωνα με την ΤτΕ:
– Πρόκειται για ένα φόρο με περιορισμένα περιθώρια φοροδιαφυγής, διότι η φορολογική βάση, δηλαδή το ακίνητο, δεν μπορεί εύκολα να αλλοιωθεί στις φορολογικές δηλώσεις. Ο φόρος περιουσίας είναι επίσης ένας ουδέτερος φόρος, υπό την έννοια ότι μεταβολές των φορολογικών συντελεστών δεν συνδέονται με στρεβλώσεις της φορολογικής βάσης. Έτσι λοιπόν, η τοπική αυτοδιοίκηση, αναλαμβάνοντας την είσπραξη του ΕΝΦΙΑ, δεν θα έχει να επωμιστεί το υψηλό κόστος ενός ελεγκτικού φορολογικού μηχανισμού, καθώς θα έχει το πλεονέκτημα που προκύπτει από την καλύτερη γνώση της ακίνητης περιουσίας και της χρήσης της εντός των ορίων της γεωγραφικής της περιφέρειας. Η γνώση αυτή θα επιτρέψει στους ΟΤΑ να λειτουργήσουν συμπληρωματικά στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής βοηθώντας στον καλύτερο εντοπισμό εισοδημάτων από ακίνητα (π.χ. αδήλωτα).
– Τα έσοδα του φόρου θα συμβάλουν στην ενίσχυση της οικονομικής αυτοδυναμίας των ΟΤΑ και θα τους δίνουν τη δυνατότητα να ανταποκρίνονται πιο στοχευμένα στις τοπικές ανάγκες (π.χ. ανάπτυξη τοπικών υποδομών και υπηρεσιών), διασφαλίζοντας την ανταποδοτικότητα του φόρου.
– Ταυτόχρονα, ενισχύεται η διαφάνεια ως προς τη χρήση των πόρων και τη λογοδοσία των τοπικών αρχών απέναντι στους πολίτες που πληρώνουν τους φόρους. Το εν λόγω φορολογικό εργαλείο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τους ΟΤΑ αναδιανεμητικά, με τους φορολογούμενους με την ίδια περιουσία και την ίδια φοροδοτική ικανότητα να φορολογούνται το ίδιο. Για παράδειγμα, η φορολόγηση ακινήτων θα μπορούσε να περιλαμβάνει 9 απαλλαγές και εκπτώσεις για συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών (π.χ. ηλικιωμένους, άτομα χαμηλού εισοδήματος κ.ά.) ή/και να επιβάλλει προοδευτικό φορολογικό συντελεστή ανάλογα με την αξία του ακινήτου, όπως γίνεται στη Γαλλία, τη Δανία και την Ιρλανδία. Επιπρόσθετα, η καλή διαχείριση από την πλευρά των τοπικών αρχών ενδυναμώνει την αξιοπιστία τους, γεγονός που δυνητικά διευρύνει τους ορίζοντες χρηματοδότησής τους και την ικανότητα παρεμβάσεών τους για τη βελτίωση της καθημερινότητας των κατοίκων κάθε περιοχής. Μια τέτοια μεταρρύθμιση θα δημιουργούσε λοιπόν την ανάγκη εξέλιξης των ΟΤΑ σε φορείς με τεχνοκρατικές υποδομές και τεχνογνωσία, ικανούς να συμβάλουν στον εκσυγχρονισμό και στην ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών και κατ’ επέκταση της χώρας.
– Όσον αφορά την εκτέλεση του ΚΠ, η αποτελεσματική διαχείριση του ΕΝΦΙΑ από τους ΟΤΑ θα μπορούσε να συμβάλει στον εξορθολογισμό και στην εξοικονόμηση δημόσιων δαπανών, καθώς και στην εξοικονόμηση διοικητικού κόστους που προκύπτει από τις ενδοκυβερνητικές μεταβιβάσεις.
Αναφορικά με τα μειονεκτήματα της διαχείρισης του ΕΝΦΙΑ από τους δήμους, η ΤτΕ υπογραμμίζει την έλλειψη τεχνοκρατικής υποδομής για την πλειοψηφία των δήμων και την ανάγκη εκπαίδευσης και εξοικείωσής τους με τα σχετικά εργαλεία. «Κάτι τέτοιο δεν είναι ανεξάρτητο από το μέγεθος των δήμων – επιπλέον, αποτελεί πρόκληση αφού η αποτελεσματική διαχείριση του φόρου περιουσίας προϋποθέτει τεχνογνωσία, εμπειρία και εξειδικευμένο προσωπικό, η υλοποίηση των οποίων εξαρτάται και από τη βούληση των ίδιων των δήμων» σημειώνεται στην έκθεση και αναφέρεται επίσης πως μια τέτοια προσπάθεια συνδέεται αναπόφευκτα με αυξημένο διοικητικό κόστος μεσοπρόθεσμα και ενδεχομένως με τον κίνδυνο κακοδιαχείρισης, που όμως θα αντισταθμίζεται από αμεσότερη λογοδοσία προς τις τοπικές κοινωνίες.
Διαβάστε επίσης
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Καμπουρίδου στο mononews: Ευρωπαϊκή αυτονομία στις συναλλαγές απέναντι σε Visa και MasterCard
- Η ΕΡΤ ξαναβρίσκει τον εαυτό της – Οι κινήσεις του Γιάννη Παπαδόπουλου κι ένα ταξίδι στο Κάιρο
- Πέντε Χρόνια Προσφοράς από την Πόπη Καλαϊτζή, Μια έκθεση από μαθητές του Κολλεγίου, Η Χρυσή Βαρδινογιάννη στο Σύνταγμα
- Beosound Balance «Natura»: Η τέχνη του ήχου, σκαλισμένη στην πέτρα
